Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Σάββατο 3 Απριλίου 2021

Φρίντριχ Νίτσε- Η Χαρούμενη Επιστήμη



Ολόκληρο το απόσπασμα από τον πρόλογο του βιβλίου σε μετάφραση Ζήση Σαρίκα:

«Στο τέλος ας μην ξεχάσω να πω το ουσιαστικότερο: από τέτοιες αβύσσους, από τέτοιο σοβαρό μαρασμό, όπως και από τον μαρασμό της βαριάς υποψίας, επιστρέφει κανείς ξαναγεννημένος, με καινούργιο δέρμα, πιο μυγιάγγιχτος και κακός, με πιο λεπτό γούστο για τη χαρά, με πιο λεπτεπίλεπτη γλώσσα για όλα τα καλά πράγματα, με πιο χαρούμενες αισθήσεις, με μια δεύτερη και πιο επικίνδυνη αθωότητα μέσα στη χαρά, πιο παιδικός και συνάμα εκατό φορές πιο εκλεπτυσμένος απ΄όσο ήταν κανένας ποτέ. Πόσο απωθητική μας φαίνεται τώρα αυτή η χονδροειδής, πνιγηρή, φαιά απόλαυση, όπως την εννοούν εκείνοι που αγαπούν τις απολαύσεις, οι «καλλιεργημένοι άνθρωποί» μας, οι πλούσιοί μας και οι διευθύνοντές μας! Με πόση κακεντρέχεια ακούμε τώρα το μεγάλο πανηγυρτζίδικο ταμπούρλο με το οποίο ο καλλιεργημένος άνθρωπος και κάτοικος της πόλης αφήνεται να βιαστεί από την τέχνη, το βιβλίο και τη μουσική για να φτάσει στις «πνευματικές απολαύσεις» με τη βοήθεια πνευματικών ποτών! Πόσο κακό κάνει τώρα στα αφτιά μας η θεατρική κραυγή του πάθους, πόση ξένη έχει γίνει για το γούστο μας όλη η ρομαντική οχλαγωγία και ανακατωσούρα των αισθήσεων, την οποία αγαπάει η καλλιεργημένη πλέμπα, πόσο ξένες έχουν γίνει για μας όλες οι βλέψεις της πλέμπας αυτής για το υπέροχο, το εξυψωμένο, το παραστολισμένο! Όχι, αν εμείς οι αναρρώνοντες εξακολουθούμε να χρειαζόμαστε γενικά μια τέχνη, είναι μια άλλη τέχνη- μια σκωπτική, ανάλαφρη, φευγαλέα, θεϊκά ατάραχη, θεϊκά τεχνητή τέχνη, που να ανεβαίνει σαν καθαρή φλόγα σ΄έναν ανέφελο ουρανό. Προπαντός: χρειαζόμαστε μια τέχνη για καλλιτέχνες, μόνο για καλλιτέχνες! Καταλαβαινόμαστε τώρα καλύτερα όσον αφορά στο τι είναι απαραίτητο κατά πρώτο λόγο γι΄ αυτή την τέχνη: ευδιαθεσία, κάθε ευδιαθεσία, φίλοι μου! -ακόμη και ως καλλιτέχνες: θα ήθελα να το αποδείξω αυτό. Μερικά πράγματα τα ξέρουμε τώρα πάρα πολύ καλά εμείς οι γνώστες: ω, πώς μαθαίνουμε τώρα να ξεχνάμε καλά, και να είμαστε καλοί στο να μην ξέρουμε, ως καλλιτέχνες! Κι όσον αφορά στο μέλλον μας: δεν υπάρχει περίπτωση να μας βρει κανείς στα χνάρια εκείνων των νεαρών Αιγυπτίων που κάνουν τη νύχτα ανασφαλή μέρη τους ναούς, αγκαλιάζουν τα αγάλματα και θέλουν με κάθε τρόπο να ξεσκεπάσουν, να αποκαλύψουν και να φέρουν στο άπλετο φως καθετί για το οποίο υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να είναι κρυμμένο. Όχι, αυτό το κακό γούστο, αυτή η θέληση για αλήθεια, για «αλήθεια με κάθε τίμημα», αυτή η νεανική τρέλα με την αγάπη της αλήθειας είναι κάτι που μας αηδιάζει: είμαστε πάρα πολύ έμπειροι, πάρα πολύ σοβαροί, πάρα πολύ πρόσχαροι, πάρα πολύ καμένοι, πάρα πολύ βαθιοί για κάτι τέτοιο. Δεν πιστεύουμε πια πως η αλήθεια παραμένει ακόμη αλήθεια όταν της βγάλεις το πέπλο. Έχουμε ζήσει πάρα πολύ για να πιστεύουμε κάτι τέτοιο. Σήμερα θεωρούμε ζήτημα ευπρέπειας το να μη θέλει κανείς να βλέπει τα πάντα γυμνά, να παρευρίσκεται σε όλα, να καταλαβαίνει και να «ξέρει» τα πάντα. «Είναι αλήθεια πως ο καλός Θεός είναι παρών παντού;» ρωτούσε ένα κοριτσάκι τη μητέρα του: «Αυτό το βρίσκω όμως άπρεπο». Ιδού μια υπόδειξη για τους φιλοσόφους! Θα έπρεπε να δείχνουμε περισσότερο σεβασμό προς την αιδώ με την οποία κρύβεται η φύση πίσω από αινίγματα και πολύχρωμες αβεβαιότητες. Μήπως είναι και η αλήθεια μία γυναίκα που έχει λόγους να μη μας αφήνει να δούμε τους λόγους της; Μήπως το όνομά της είναι- για να μιλήσουμε ελληνικά- Βαυβώ; ...Αχ, αυτοί οι Έλληνες! Ήξεραν να ζουν: πράγμα που απαιτεί να σταματάς θαρραλέα στην επιφάνεια, στην πτυχή, στην επιδερμίδα, να λατρεύεις τη φαινομενικότητα, να πιστεύεις στις μορφές, στους ήχους, στις λέξεις, σ΄ ολόκληρο τον Όλυμπο της φαινομενικότητας! Αυτοί οι Έλληνες ήταν επιφανειακοί- από βάθος! Και μήπως εκεί δεν ξαναγυρίζουμε, εμείς οι ριψοκίνδυνοι του πνεύματος, που σκαρφαλώσαμε στην πιο ψηλή και επικίνδυνη κορυφή της σύγχρονης σκέψης και που κοιτάξαμε ολόγυρά μας από εκεί πάνω- που κοιτάξαμε κάτω μας από κει πάνω; Μήπως δεν είμαστε, ακριβώς απ΄ αυτή την άποψη, Έλληνες; Λάτρεις των μορφών, των ήχων, των λέξεων; Και γι΄ αυτό ακριβώς- καλλιτέχνες; ».
Ρούτα, κοντά στη Γένοβα, φθινόπωρο του 1886.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)