Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Δευτέρα 5 Απριλίου 2021

Δημήτρης Πατέλης - 150 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΙΣΙΝΗ ΚΟΜΜΟΥΝΑ

ΠΡΟΣΠΕΡ ΟΛΙΒΙΕΡ ΛΙΣΑΓΚΑΡΕ «Ο εφιάλτης των Βερσαλλιών». Βιβλιοπαρουσίαση της νέας έκδοσης της «Σύγχρονης Εποχής» https://www.rizospastis.gr/story.do?id=11182451

«Η Εθνοσυνέλευση των Βερσαλλιών είναι σε πλήρη απαρτία. Η μέρα είναι επίσημη. Θέλουν να καταρτίσουν Σύνταγμα για τη Γαλλία, για να εγκαινιάσουν τη νέα εποχή, την εποχή μετά από τις επαναστάσεις. (...)
Αξαφνα, μέσα σ' αυτό το σκοτεινό πανδαιμόνιο, αντηχεί μια φωνή. Φωνή διαπεραστική, ξερή, σα να μη βγαίνει από ανθρώπινες χορδές. Τόσο διαπεραστική, που κυριεύει την ξέφρενη οχλοβοή. (...)
Στα έδρανα των υπουργών, ο Θιέρσος, εμφανώς ταραγμένος, παρακολουθεί το θέαμα, που του προκαλεί αποστροφή. Μια τρομερή σιωπή πέφτει απότομα, σαν τη σιωπή του θανάτου που ακολουθεί το τελευταίο δεινό ψυχορράγημα. Πότε - πότε ακούγονται κορμιά να πέφτουν με ένα θόρυβο βουβό, όπως πέφτουν τα νεκρά κλαδιά στην απέραντη ερημιά του δάσους.
Είναι εκεί. Απέναντι από τον πρόεδρο. Ακουμπάνε τα χέρια τους στα έδρανα. Το φως των κεριών διαγράφει αχνά το περίβλημα των προσώπων τους (...): Φερέ... Κρεμιέ... Μπουρζουά... Ροσέλ... Ζαντόν... Σεριζιέ... Ερπάν-Λακρουά... Μποντουάν1... και όλοι οι άλλοι... γιατί είναι όλοι εκεί. Οι εκτελεσμένοι, όρθιοι, με μάτια ολοζώντανα, προσηλωμένα.. (...) Ολων τα σπινθηροβόλα μάτια κοιτάνε τους άθλιους βουλευτές, που έχουν τρομοκρατηθεί».
Σε αυτό το αλληγορικό διήγημα ο Λισαγκαρέ μεταφέρει τον αναγνώστη στην αίθουσα του παλατιού των Βερσαλλιών, όπου συνεδριάζει η Εθνοσυνέλευση της Γαλλίας με σκοπό τη συγκρότηση Συντάγματος μετά από την κατάπνιξη της Παρισινής Κομμούνας τον Μάη του 1871.
Μέσα από μυθοπλαστικά στοιχεία ο συγγραφέας, με το έντονα δηκτικό του ύφος, παρουσιάζει τους αστούς βουλευτές της Εθνοσυνέλευσης να ξιφουλκούν για το ποιος θα έχει το πάνω χέρι στην αιματοβαμμένη τάξη που βασιλεύει μετά από τη σφαγή του παρισινού προλεταριάτου, για να εξασφαλιστεί η διαιώνιση της καπιταλιστικής βαρβαρότητας. Τη συνεδρίαση διακόπτει η εμφάνιση των εξαϋλωμένων μορφών των εκτελεσμένων Κομμουνάρων, που κατακλύζουν την αίθουσα και απαιτούν τη δικαίωση του αγώνα τους: «Λαέ, να θυμάσαι τους εκτελεσμένους του Μάη!», είναι το ανάθεμα που προκαλεί τρόμο στη σαστισμένη Εθνοσυνέλευση.
Εκτέλεση Κομμουνάρων. Γκραβούρα του Frederic Lix
Εκτέλεση Κομμουνάρων. Γκραβούρα του Frederic Lix
Με αυτόν τον ευρηματικό τρόπο ο Λισαγκαρέ συστήνει στους αναγνώστες τις μορφές των επαναστατών που πρωταγωνίστησαν στην Κομμούνα, αναδεικνύει τον ηρωισμό των προλετάριων αντρών, γυναικών και παιδιών που πολέμησαν στα οδοφράγματα του Παρισιού, λοιδορεί την αστική κυβέρνηση «Εθνικής Αμυνας» και αποτυπώνει τη φρίκη των δεκάδων χιλιάδων εκτελέσεων κατά την καταστολή της Κομμούνας.
Η συγγραφή και η έκδοση του διηγήματος έγιναν την περίοδο 1872-1873 στις Βρυξέλλες, όπου είχε καταφύγει ο Λισαγκαρέ μετά από την ήττα της Κομμούνας. Η νέα αυτή έκδοση της «Σύγχρονης Εποχής» που μόλις κυκλοφόρησε θα διατεθεί επίσης ως προσφορά στους συνδρομητές της ΚΟΜΕΠ με το τ. 2/2021.
Οι φωνές των Κομμουνάρων στοιχειώνουν τις Βερσαλλίες
Μέσα από τα λόγια των εκτελεσμένων ο συγγραφέας αποτυπώνει τους πόθους του καταπιεσμένου λαού που εξεγέρθηκε και κατακεραυνώνει τους σφαγιαστές της Κομμούνας.
Ο Βαρλέν, ηγετική φυσιογνωμία της Κομμούνας και μέλος της Α' Διεθνούς, ο οποίος τουφεκίστηκε από τις κυβερνητικές δυνάμεις στις 28 Μάη, εμφανίζεται να λέει προς τους βουλευτές:
«Πολεμήσατε την Κομμούνα, και τι καταλάβατε; Η επανάσταση ξεκινούσε και πιστέψατε ότι έρχεται το τέλος του κόσμου (...) Οσο για τις τερατώδεις αδικίες της οικονομικής σας οργάνωσης, όσο για τις ανάγκες των εργατών, όσο για το οικονομικό σπαθί που αντικατέστησε το σπαθί του αριστοκράτη, δε λέτε λέξη. Το σοσιαλισμό, τον καταπνίγετε και τον αρνείστε. Σε αυτό το σημείο, συμφωνείτε και ταυτίζεστε πλήρως, δεξιοί κι αριστεροί, συντηρητικοί και δημοκρατικοί. (...) Ομως, το ξέρετε καλά πως σε όλο το Παρίσι, σε κάθε δρόμο, σε κάθε σοκάκι, δεν υπάρχει ούτε ένα χορταράκι που να μη φυτρώνει στο στέρνο κάποιου ομόσπονδου, ούτε κήπος, ούτε ένα τόσο δα μέρος που να μην έχει δικό του ομαδικό τάφο προλετάριων. Και κάτω από τη γη αυτή, την παραγεμισμένη με νεκρά κορμιά, κανείς από σας δε νιώθει να βράζει μια κοινωνική αναταραχή;
Πιστεύετε πως οι εργάτες παίρνουν διαταγές, πως τις απεργίες τις υποθάλπουν μυστικοί πράκτορες! Οι πράκτορες που μας υποκινούν είναι οι ατελείωτες ώρες δουλειάς, τα άπληστα αφεντικά, οι άνεργοι, οι άθλιοι. Ορίστε οι συνωμότες.
Τα μυδραλιοβόλα σας συνέτριψαν μια ολόκληρη γενιά εργατών. Και μετά; Δε χρειάζονται πάντα εργάτες; Τι άλλο θα κάνετε για ν' αποφύγετε τις αναπόφευκτες επαναστάσεις;».
Οι εκτελεσμένοι ζητούν εκδίκηση
Οι μορφές των εκτελεσμένων αγωνιστών, των ανδρών και γυναικών που θανατώθηκαν βίαια κατά χιλιάδες, επιστρέφουν ως Ερινύες για να ζητήσουν εκδίκηση, να κυνηγήσουν τους δημίους τους.
- «Με σκοτώσατε επειδή πέρασα από τον κυβερνητικό στρατό με το μέρος της επανάστασης. Επειδή θύμισα στο στρατιώτη πως μαθαίνει να μην έχει συνείδηση και ν' ανήκει στους ανωτέρους του. Να την θυμάστε, μπουρζουάδες, τη μέρα που η μπότα ενός στρατιώτη θα διαλύσει τα ιερά αυτά έδρανά σας!», φωνάζει ένας εκτελεσμένος στρατιώτης.
- «Εμπρός! Φύγετε! Είμαστε οι γυναίκες που εσείς μας αποκαλείτε εμπρήστριες, επειδή ήμασταν με το πλευρό των εργατών. Μας εκτελέσατε κατά χιλιάδες!», φωνάζουν τρομακτικά στους βουλευτές οι εκτελεσμένες αγωνίστριες.
- «Είμαστε οι εκτελεσμένοι του Περ-Λασέζ. Είμαστε εμείς που μας αναγκάσατε να σκάψουμε τους λάκκους μας πριν μας τουφεκίσετε!», ακούγονται άλλες φωνές.
- «Οι εργάτες παλεύουν για τους εαυτούς τους. Είμαστε τα θύματα αυτού του αιώνα και δε θα φύγουμε αν δε δικαιωθούμε!», δηλώνουν αποφασιστικά οι εκτελεσμένοι εργάτες.
«Σύντομα, οι φωνές συνενώνονται σε μία και μόνη φρικτή κατάρα. Απ' όλα τα μέρη του αμφιθεάτρου, οι εκτελεσμένοι πέφτουν στο πάτωμα, με τα δάχτυλα τσακισμένα, τα πρόσωπα διάτρητα, ντυμένοι με σάπια κουρέλια. Τα μπράτσα τους μοιάζουν να μακραίνουν και να θέλουν να πιάσουν τους βουλευτές. Οι εφτακόσιοι άθλιοι ξαναβρίσκουν λίγο κουράγιο μέσα στον πανικό τους και τρέχουν προς όλες τις εξόδους.
Ολες οι δίοδοι όμως είναι φραγμένες. Οι τριάντα χιλιάδες νεκροί του Μάη φράζουν τους διαδρόμους, τα γύρω δωμάτια, τις κρυφές διόδους».
***
Οι χιλιάδες αγωνιστές της Κομμούνας που εκτελέστηκαν, φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν, έχουν πάρει πραγματικά την εκδίκησή τους από τους αστούς εκτελεστές τους. Τους Κομμουνάρους, όπως επισήμανε ο Μαρξ στη γνωστή συγκλονιστική του αποστροφή, «τους έχει κλείσει στην καρδιά της» η παγκόσμια εργατική τάξη, ενώ τους αξιοθρήνητους σφαγιαστές της Κομμούνας η Ιστορία τούς κρέμασε «στον πάσαλο της ατίμωσης».
Η Κομμούνα μπορεί να ηττήθηκε, αλλά το παράδειγμα και τα διδάγματα που έδωσε ζουν, φωτίζουν και δυναμώνουν τον αγώνα του προλεταριάτου σήμερα.


Σημείωση:
1. Πρόκειται για εκτελεσμένους ήρωες και πρωταγωνιστές της Κομμούνας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)