Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Κυριακή 4 Απριλίου 2021

Georgios Manos 6 Απριλίου Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Θρακιωτών.

 

6 Απριλίου
Ημέρα Μνήμης
της Γενοκτονίας των Θρακιωτών.
Πώς από 370.000 το 1913,
ύστερα από τις απελάσεις και τους εκτοπισμούς,
γλίτωσαν τον ξεριζωμό μόνο 40.000-50.000.
«Δεν ξεύρω από πού ν’ αρχέψω, πάτερ. Ούλα τα χωριά μας από δω σα πάν’, το ένα κατόπ’ στ’ άλλο, σηκώθηκαν, ευκαίρωσαν. Το δικό σας και καμπόσα τροϋρινά για την ώρα γλίτωσαν, μα κι αυτά…».
«Κάτσε, μπρε Πολύβιε, σαν πολύ μαύρα με τα λες!... Σηκώθηκαν, λες, τα χωριά… ευκαίρωσαν. Πώς ευκαίρωσαν; Γιατί ευκαίρωσαν; Κι ο κόσμος; Πού πήγε ούλος αυτός ο ντουνιάς; Εδώ μιλούμε για χιλιάδες!» είπε αναστατωμένος ο παπάς.
«Ο κόσμος! Ο κόσμος, πάτερ, και τώρα που μιλούμε παρατάει το βιος του και κοσεύει (τρέχει) να φύγει στην Ελλάδα, να γλιτώσει. Ξεύρεις τι θα πει να κοιμάσαι το βράδυ και να μην ξεύρεις άμα θα ξημερωθείς; Θυμάσαι τις σφαγές πέρσι το καλοκαίρι στην Κεσσάνη και τα Μάλγαρα; Ε, δε γένηκαν κουτουρού. Σκεδιασμένες ήτανε. Κι ούλα, όσα γένουνται από τότες, γένουνται με σκέδιο. Φοβερίζουνε τον κοσμάκη, να σηκωθεί να φύγει.
«Μπορεί, μπρε Πολύβιε, να είναι μπόρα και να περάσει…».
«Τι μπόρα, πάτερ! Ξεύρεις τι γένεται μες στη Ραιδεστό, τώρα που μιλούμε; Σε μιαν εβδομάδα έχουμε Πασκαλιά, κι απάν’ από έξ’ χιλιάδες ξεσπιτωμένοι Ρωμιοί, απ’ τη Βιζώ, τη Μαγκριώτισσα, το Μουσελίμ και το Άβγουζα, στοιβιάζουνται εδώ κι εκεί, νηστικοί και ξυπόλυτοι. Ούλα τα σκολειά μας, τα χάνια και τα μεϊντάνια είναι γιομάτα, ακόμα κι οι εκκλησιές. Απ’ ό,τι λέει η μητρόπολη, και στην Ηράκλεια είναι άλλες πέντε χιλιάδες από Κρυονέρι, Κουρούδερε, Καραχαλήλ, Γιαντσικλάρ, Τοπτσίκιοϊ, Σαράι, Καβάκι, Γιοβαλί, Άγιο Γεώργιο, Τσακλί, Άγιο Ιωάννη, Τσόγκαρα… Ούλοι αυτοί καρτερούνε βαπόρι για την Ελλάδα».
«Καλά, κι οι Τούρκοι, οι γειτόνοι, που τόσα χρόνια έχουμε αναμεταξύ μας αλισφερίσι, που λέμε καλημέρες, τι κάμνουνε, για; Πώς το σηκώνει η καρδιά τους να γένουνται τέτοια πράματα;»
«Οι Τούρκοι! Ξέχνα τους Τούρκους που ήξευρες, πάτερ. Άλλαξαν τα πράματα. Τώρα ρουφιανεύουνε με το παραμικρό. Δεν έχουνε νε ντροπή νε τσίπα. Τέτοιο λογιού, πρώτη βολά! Τους ξεσήκωσαν οι Ενωτικοί (οι Νεότουρκοι) κι αγρίεψαν. Παραφυλάνε να φύβγουμε, για ν’ αρπάξουνε το βιος μας. Τον περασμένο Δεκέμβρη (1913) γένηκε εδώ συλλαλητήριο. Κουβάνησαν Τούρκους απ’ ούλα τα χωριά. Ήρτε κι ο αρχηγός του στρατού, ο Μεχμέτ Αλή πασάς. “Αυτός ο τόπος δε χωρεί άλλο μιλέτ εξόν απ’ τους Τούρκους. Κομμένα τα πάρε δώσε με τους άπιστους. Κι όσοι νοικιάζετε εργαστήρια σ’ αυτουνούς, να τους πετάξτε αύριο όξω. Η Τουρκία στους Τούρκους!” τους είπε και τους έδωκε το πρόσταγμα: “Γιαγκίν, κεσίν, γιάγμα (κάψτε, σφάξτε, αρπάξτε)!”. Καταπόδι, όπως ήτανε ούλοι μαζωμένοι, τους μάντρωσαν στα τζαμιά και τους ανάλαβαν οι χοτζάδες. “Είναι θέλημα του Αλλάχ να γλιτώσουμε απ’ τα άπιστα σκυλιά!” τους είπανε και τους αφιόνισαν. Ε, από κει κι ύστερις, καταλαβαίνεις…».
«Άμα γένηκαν τέτοια πράματα…».
«Τέτοια και χειρότερα, πάτερ. Κάθα ημέρα έχουμε κι ένα μαύρο μαντάτο. “Εσφαξαν εδώ”, “άρπαξαν εκεί”, “έκαψαν παρακείθε”. Τελευταία, έβαλαν στο μάτι τα αργαστήρια* μας. Θυμάσαι που πριν τον πόλεμο οι Τούρκοι σταμάτησαν να ψουνίζουνε από μας; Ε, τώρα, ακόμα χειρότερα. Ομπρός στην πόρτα μας στέκουνται Τούρκοι μποϊκοτατζήδες αρματωμένοι. Μουστερής (πελάτης) δεν κοτάει να μπει μέσα. Στην “Άνω Αγορά”, απ’ τα διακόσια πενήντα ρωμαίικα αργαστήρια, μονάχα καμιά εικοσαριά ανοίγουμε ακόμα, κι έρχεται μέρα που δεν κάμνουμε μήτε σεφτέ. Ο ρωμαίικος μαχαλάς, πάτερ, δέ-ειναι σαν παλιά. Πάνε τα καζάντια (κέρδη) που ήξευρες! Δε φτάνει που έχουμε αναδουλειά, κάθε τόσο μας γυρεύουνε και παράδες, γιοκ για το στόλο, γιοκ για το στρατό… Κι άμα δε δώκεις, καλά ξεμπερδέματα. Μας ξετίναξαν για τα καλά. Παλιοί τσορμπατζήδες δεν έχουνε να φάνε. Θυμάσαι τον Ευθυβούλη; Ε, τα ’χασε ούλα».
«Πώς τα ’χασε, δηλαδή;»
«Τ’ άρπαξαν, πάτερ, οι μουχατζίρηδες (μουσουλμάνοι πρόσφυγες). Μπήκανε μες στο αργαστήρι του και τόνε πέταξαν όξω. Κι όχι μονάχα αυτό. Τον είπανε να μην περάσει ούτε από μακριά. Αύριο μπορεί ν’ αρπάξουνε και το δικό μου. Τα βαπόρια μέρα νύχτα φέρνουνε στη σκάλα τέτοιους. Και ξεύρεις; Αυτοί δε χαμπαρίζουνε. Έρχουνται δασκαλεμένοι. Ό,τι βάλουνε στο μάτι το αρπάζουνε. Κι άμα κάμεις πως κρένεις, σε καθαρίζουνε εδεκεί, στον τόπο. Το μαχαίρι το κουβανούνε φανερά στο ζουνάρι τους. Στα χωριά, ακόμα χειρότερα. Σφάζουνε, καίνε, σκοτώνουνε… Γι’ αυτό ευκαίρωσαν τα χωριά μας, πάτερ. Φοβάται ο κόσμος, τρέμει για τα παιδιά του, για τη ζωή του».
«Καταπώς τα λες, Πολύβιε, είμαστε ντίμπιντουζ (εντελώς) στον αγέρα! Δεν ορίζουμε μήτε το κεφάλι μας!»
«Μήτε το κεφάλι μας, μήτε το βιος μας, μήτε τη φαμίλια μας, πάτερ!
Ούλα τα ορίζουνε αυτοί. Πλαγιάζουμε και δεν ξεύρουμε άμα θα ξημερωθούμε. Ωχ, ο Θεγιός να βάλει το χέρι του!»
Ήταν ξημερώματα Μεγάλης Τετάρτης, 2 Απριλίου 1914, όταν ο παπάς ξύπνησε από μεγάλη οχλαγοή. Φωνές πολλές, δυνατές, οργισμένες, έρχονταν απέξω. Δεν ξεχώριζε τι έλεγαν. Έπιανε μόνο δυο σκόρπιες λέξεις: «γκιαούρ» και «Γιουνανιστάν». Σηκώθηκε και πήγε στο παραθύρι. Τα μπροστινά σπίτια τον εμπόδιζαν να δει, αλλά οι φωνές ακούγονταν πιο καθαρά κι έρχονταν απ’ τη μεριά της μητρόπολης. Την αλήθεια την έμαθε το πρωί απ’ το γιατρό τον Αριστόδημο.
«Μουχατζίρηδες ήτανε, πάτερ. Ήρθε βαπόρι απ’ τη Σαλονίκη. Κουβαλούνε αράδα. Ως τα σήμερα έφεραν απάνω από εκατό χιλιάδες. Κάθε φορά, αυτό γίνεται. Μόλις κατέβουνε απ’ το βαπόρι, τους πηγαίνουν έξω απ’ τη μητρόπολη και βρίζουνε το δεσπότη. Τον φωνάζουνε προδότη, άπιστο, και τον φοβερίζουνε πως άμα δεν φύγει στην Ελλάδα μόνος του, θα τον διώξουνε με το ζόρι. Ύστερα, τους μαντρώνουνε οι χοτζάδες στα τζαμιά. “Τώρα θα λογαριαστούμε μια και καλή με τους γκιαούρηδες! Τώρα θα χωρίσει η γήρα απ’ το στάρι!” τους λένε και τους ρίχνουνε το φαρμάκι. Τους τάζουνε τα σπίτια μας και τα χωράφια μας. Βοηθάει και το Κομιτάτο, το “Τουρκ Οτζαγί” (Τουρκική Εστία). Εκεί, μαζεύτηκε η σάρα κι η μάρα. Αφιονισμένοι μουχατζίρηδες, τσέτες, κακούργοι που τους απόλυκαν επιτούτο απ’ τις φυλακές, φυγόστρατοι κι άλλα τέτοια λουλούδια. Όλοι αυτοί, με τα μαχαίρια τροχισμένα, παίρνουνε σβάρνα τα ρωμαίικα χωριά, ίσαμε απάνω την Αντριανού και τις Σαράντα Εκκλησιές. Κι απ’ όπου περνούνε, αφήνουνε πίσω μονάχα χήρες, ορφανά και μαύρες κορδέλες. Μαζώνουνε νύχτα τους άντρες, καίνε σπίτια, σφάζουνε και τουφεκίζουνε ανθρώπους, αρπάζουνε κορίτσια, βλάφτουνε κόσμο, σπέρνουνε τον τρόμο… Ο σκοπός τους ένας: “Η Τουρκία στους Τούρκους”, και το διαλαλούνε. Συχνά, αναγκάζουνε τους Ρωμιούς να πάρουνε στα σπίτια τους μουχατζίρηδες. Σ’ ένα σπίτι, δυο φαμίλιες. Έλα τώρα εσύ, πάτερ, να μοιράζεσαι το σπίτι σου και το βιος σου μ’ αυτουνούς. Σε πιάνει ύπνος;»
«Καλά, και το δοβλέτι τι κάμνει, γιατρέ;»
«Το δοβλέτι! Ποιο δοβλέτι, πάτερ; Πίσω απ’ όλα αυτά που σε είπα, το δοβλέτι κρύβεται. Kαϊμακάμηδες, ζαπτιέδες, μπέηδες, στρατηγοί, υπουργοί, όλοι ένα συνάφι είναι. Σφηγκοφωλιά! Στα φανερά τάχα κυνηγούνε τους κακούργους, μα στα κρυφά τούς λένε πού και πότε να βαρέσουνε. Σκύλιασαν να μας διώξουνε. Και ξεύρεις; Τα έχουνε κανονισμένα όλα. Μόλις ένα χωριό σηκωθεί και φτάσει παραζαλισμένο στο λιμάνι, τρέχει ο καϊμακάμης, ντεμέκ λυπημένος, και με τον τελέγραφο φωνάζει απ’ την Πόλη το βαπόρι που το έχει έτοιμο από τα πριν. Τελευταία, ακούγεται πως τα βρήκε με το Γάλλο πρόξενο της Ραιδεστού, που έχει εταιρία με βαπόρια, και κάμνουνε χρυσές δουλειές. Αλώνια έχουνε. Καταπώς τα βλέπω, πάτερ, Ρωμιός στη Θράκη δε θ’ απομείνει. Ο Θεός να δώκει να έβγω ψεύτης, μα δε θα γλιτώσει κανένας μας. Όλους θα μας σηκώσουνε. Και το χωριό σου και τη Ραιδεστό».
Την άλλη μέρα, Μεγάλη Πέμπτη, ήρθαν στη Ραιδεστό χίλιοι ακόμα πρόσφυγες, απ’ το Σαράι και τα χωριά της Βιζύης. Τη μέρα που ο Χριστός ανέβαινε τον Γολγοθά, οι Ρωμιοί της Θράκης κουβαλούσαν το δικό τους σταυρό.
Ανήμερα του Πάσχα, 6 Απριλίου 1914, η Ραιδεστός ήταν γεμάτη ξεριζωμένους Ρωμιούς. Ημέρα πένθους. Λύπη παντού. Ένα Πάσχα μαύρο! Δευτερανάσταση, με απόφαση του Πατριαρχείου, δεν έγινε, ως αντίδραση στην κυβέρνηση για τον κατατρεγμό της ρωμιοσύνης. Πασχαλιάτικα, το απόγευμα, πλάκωσαν καινούργια κοπάδια ξεριζωμένων απ’ το Αχμέτβεη, τη Μεσσήνη, το Ουζούν Κιοπρού, το Μπαμπάεσκι, τα Μάλγαρα, το Λουλέμπουργκαζ… Απάνω από πέντε χιλιάδες. Με τον τρόμο φωλιασμένο στα μάτια κι αποκαμωμένοι απ’ το περπάτημα μες στο κρύο και τη βροχή, γύρευαν τόπο να κουρνιάσουν. Πού όμως; Τα σχολεία, οι εκκλησίες, τα χάνια κι οι αποθήκες άλλους δεν χωρούσαν. Αναγκαστικά, οι πιο πολλοί έμειναν έξω, στα σοκάκια. Να τους βλέπεις και να μαυρίζει η ψυχή σου! Νηστικοί, γυμνοί κι απόδετοι, οι εχτεσινοί νοικοκεραίοι παρακαλούσαν για μια βούκα ψωμί. Παιδιά ξεψυχούσαν στο δρόμο. Γερόντοι βλαστημούσαν που ήταν ζωντανοί. Μάνες κρατούσαν τα μωρά τους πεθαμένα στην αγκαλιά τους. Γυναίκες έκλαιγαν για τους άντρες τους που τους μάζεψε νύχτα ο στρατός, όταν περικύκλωσε το χωριό τους, κι από τότε δεν τους είδε κανείς.
Όλοι αυτοί, γύρω στις δώδεκα χιλιάδες ψυχές, κυρίως γυναικόπαιδα, καρτερούσαν βαπόρι για την Ελλάδα. Μα ακόμα κι ο καϊμακάμης, που ήθελε να τους διώξει μιαν ώρα αρχύτερα, δεν μπορούσε να βρει μαζεμένα τόσα βαπόρια! Στις 9 Απριλίου, ήρθαν επιτέλους δυο μεγάλα κι έδεσαν στη σκάλα. Ε, τι έγινε τότε! Πανικός! Να ορμάνε όλοι, ποιος θα μπει πρώτος, να σιγουρέψει το φευγιό του. Να πέφτουν κάτω παιδιά, γερόντοι κι ανήμποροι, και το πλήθος να τους τσαλαπατάει. Κι οι ζαπτιέδες να ρίχνουν τουφεκιές στον αέρα για να τους σταματήσουν. Κι ύστερα, πριν κινήσουν,
να τους ζητούν να πληρώσουν τα ναύλα και να υπογράψουν πως φεύγουν με τη θέλησή τους και δεν σκοπεύουν να ξαναγυρίσουν.
Τη Δευτέρα του Θωμά, γιόρταζε η Παναγία η Ρευματοκρατόρισσα, η πολιούχος της Ραιδεστού. Άλλα χρόνια, γινόταν πανηγύρι τρανό, και κόσμος απ’ ολάκερη τη Θράκη ερχόταν να προσκυνήσει τη θαυματουργή εικόνα Της. Έρχονταν πουλητάδες, βαρούσαν όργανα, πάλευαν πεχλιβάνηδες, έτρεχαν άλογα, γίνονταν χοροί. Εκείνη τη χρονιά (1914), δεν έγινε τίποτα απ’ αυτά. Τη Ραιδεστό τη σκέπαζε ένα μαύρο πέπλο πόνου και λύπης.
Η Θράκη άδειαζε, και άδειαζε με σχέδιο. Την ώρα που τα βαπόρια έφευγαν ολόγιομα με παραζαλισμένους Ρωμιούς για την Ελλάδα, στο λιμάνι έφταναν απ’ τη Θεσσαλονίκη άλλα βαπόρια γεμάτα μουχατζίρηδες, που ήταν έτοιμοι να ορμήξουν και ν’ αρπάξουν το βιος του Ρωμιού, τον τόπο του, ακόμα και τη ζωή του.
(Μετά τις απελάσεις, ακολούθησαν οι εκτοπισμοί στη Μικρά Ασία).
Γεώργιος Μάνος
Η ΨΥΧΗ ΤΟΥΣ ΟΜΩΣ ΕΜΕΙΝΕ ΠΙΣΩ
Ιστορικό μυθιστόρημα
Εκδόσεις Λόγος & Εικόνα
Απόσπασμα
Εφημερίδα Ακρόπολις 15 Απριλίου 1914
Εφημερίδα Αστήρ 16 Απριλίου 1914
(Παντελής Αθανασιάδης, https://sitalkisking.blogspot.com/2017/08/1914.html.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)