Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2021

Τρύφων Νάκος Κορδονούρης- Ο ταχυδρόμος

 Τρύφων Κορδονούρης

Ο ταχυδρόμος
***
Χειμώνας του 1964...
Παραμονή πρωτοχρονιάς.
Ο καιρός ήτανε κρύος, βαρύς, συννεφιασμένος... συνάμα φυσούσε και είχε αρχίσει να ψιχαλίζει.
Η δεκαοχτάχρονη Αργυρούλα, λυγερόκορμη και μακρυμαλούσα...βγήκε στην αυλή να καλοδρομίσει τον πατέρα της, τον Βασίλη τον ταχυδρόμο.
-Αργυρούλα μου φεύγω.
-Πατέρα, είναι βαρύς ο καιρός, στα βουνά θα χιονίζει... μην σε κλείσει το χιόνι και δεν μπορείς να γυρίσεις...μήπως ν' άφηνες το δρομολόγιο, για μεθαύριο μετά την πρωτοχρονιά που θα έχει φτιάξει ο καιρός;
-Δεν μπορώ να το αφήσω τσούπα μου, τέτοιες μέρες ο κόσμος περιμένει γράμματα, επιταγές, συντάξεις, δέματα...πως θα κάμουν γιορτές;
Κάνε τις δουλίτσες που έχεις, άναψε φωτιά, βάλε κούτσουρα να πέσουν κάρβουνα και το βράδυ που θα γυρίσω θα ψήσουμε ένα μεζέ από το γουρούνι να φάμε.
-Καλά πατέρα...καλό δρόμο να 'χεις...
Η Αργυρούλα σχημάτισε με το δεξί χεράκι της το σήμα του Σταυρού στον αέρα, στο απόκοντο του πατέρα της... Τον ακολουθούσε με το βλέμμα της μέχρι να σκαπετίκει στο διάσελο, ακούγοντας το γρήγορο κροτάλισμα του πεταλωμένου Ψαρή στον χαλικιερό δρόμο. Γύρισε μπήκε στο σπίτι, ψελίζοντας...με το καλό να γυρίσει Παναγία μου... Έβαλε στην πλάτη μια χοντρή κάπα, που ήταν κρεμασμένη δίπλα στην πόρτα και ξαναβγήκε βιαστικά για τις εξωτερικές δουλειές. Τάισε τις κοτούλες, μισοάρμεξε τα κλεισμένα στην ξύλινη καλύβα μαρτίνια, να πάρει λίγο γάλα, έβγαλε τα νεογέννητα αρνάκια και κατσικάκια από τον τσάρκο να βυζάξουν κι ανεβαίνοντας για το σπίτι, πήρε μια αγκαλιά ξύλα, για τη φωτιά.
Είχε ορφανέψει από μάνα, προ τριετίας, κι αναγκαστικά είχε αναλάβει τον πλήρη ρόλο της νοικοκυράς.
Τ' αδέρφια της, ο Στέφανος κι ο Ταξιάρχης είχαν φύγει για τον Καναδά κι η μεγάλη της αδερφή η Όλγα, ήταν παντρεμένη στο κεφαλοχώρι, κάνα δυο ώρες δρόμο μακριά.
Ο πατέρας, κόντευε τα εξήντα, σε κάνα δυο χρόνια θα έπαιρνε σύνταξη. Με το κοσμογύριστο επάγγελμα που έκανε, γνώριζε πολλά νοικοκυρόπαιδα, να καλοπαντρέψει την Αργυρούλα. Ωστόσο είχε άλλα όνειρα... Ήθελε το στερνοπούλι του να το παντρέψει εκεί κοντά του, να το 'χει γι αποκούμπι, να του δίνει ένα ποτήρι νερό στα γεράματά του.
Κάθε πρωί ο Βασίλης έβαζε την γκριζογάλανη ταχυδρομική στολή με το πηλίκιο, ανέβαινε καβάλα στο καλοθρεμένο του άλογο τον Ψαρή, περνούσε από το ταχυδρομείο, φόρτωνε τον φουσκωμένο δερμάτινο σάκο του και ξεκινούσε δρομολόγιο στα γύρω χωριά, να μοιράσει τα γράμματα και τα δέματα...πότε στα χωριά του κάμπου, πότε στα βουνά.
Εκείνο το πρωί το δρομολόγιο ήταν κατά τα βουνά...
Η Αργυρούλα, άναψε τη φωτιά, έβαλε το τσουκάλι να χλιάνει νερό να λιώσει το προζύμι...ζύμωσε, ζύγωσε τα καρβέλια κοντά στη γωνιά να γίνουν να φουσκώσουν και μέχρι να γίνει για ψήσιμο, συνέχισε με τις υπόλοιπες δουλειές. Έπλυνε κι έβαλε να βράσουν τ' αγριόχορτα που είχε μαζέψει από χτες. Έβαλε κάρβουνα στην παπίτσα, να σιδερώσει μερικά πουκάμισα του πατέρα της, έστρωσε τα σεμεδάκια στη σερβάντα, στο τραπέζι, και στο μπαούλο. Έβαλε ένα σεντόνι στο γιούκο...έκανε το σπιτάκι της βιτρίνα...
Έξω, η βροχή είχε δυναμώσει κι η Αργυρούλα σκεφτόταν τον πατέρα της...που να 'ναι μ' αυτόν τον καιρό.
Έφτιαξε κι ένα ταψί μπακλαβά...την επόμενη μέρα ήταν τ' Άι Βασιλιού η γιορτή του πατέρα της. Σκεφτόταν...μέρα που είναι, θα έχουμε αρκετούς επισκέπτες, όπως και τ' άλλα χρόνια, να κοπιάσουν, για τα χρόνια πολλά... Την είχε κάνει η μανούλα της ξεφτέρι στις δουλειές...τυχερός όποιος θα την έπαιρνε για γυναίκα.
Είχε πάρει μεσημέρι, η βροχή δεν έλεγε να κοπάσει. Το ψωμί έγινε για ψήσιμο κι η Αργυρούλα έβαλε την κάπα στην πλάτη της και βγήκε να πάει στο φουρναριό, ν' ανάψει φωτιά να κάψει τον φούρνο, να ψήσει το ψωμί και το γλυκό.
Άκουσε γρήγορο ποδοβολητό...γύρισε να κοιτάξει κατά τη δημοσιά...
Παναγία μου...ψέλλισε... βάζοντας τα χέρια της στο πρόσωπό της.
Ερχόταν ο Ψαρής μόνος του, χωρίς τον πατέρα της...ούτε κι ο ταχυδρομικός σάκος ήταν επάνω στη σέλα...
Παναγία μου... ο πατεράκος μου... ούρλιαξε... Τι έπαθε ο πατέρας μου...
Το όμορφο άλογο στάθηκε μπροστά της, μούσκεμα στη βροχή... χλιμίντρισε, κουνώντας βιαστικά το κεφάλι του, σαν να ήθελε να της πει κάτι...
-Ψαρή μου, γιατί γύρισες μόνος σου; που είναι ο πατέρας μου; ...με ασταμάτητους λυγμούς...
Ο Ψαρής ξαναχλιμίντρισε ανήσυχα...
Η νονά της, η Αντιγόνη, σαραντάχρονη, ξαδέρφη του πατέρα της, από το γειτονικό σπίτι, άκουσε τους οδυρμούς της Αργυρούλας και μαζί με άλλους χωριανούς που είδαν το άσπρο άλογο να επιστρέφει καλπάζοντας χωρίς το αφεντικό του, κατέφθασαν να δουν τι συμβαίνει.
-Τι συμβαίνει Αργυρούλα μου;
-Δεν ξέρω νονά μου, έφυγε ο πατέρας μου το πρωί για τα βουνά, να μοιράσει γράμματα στα χωριά και γύρισε ο Ψαρής μόνος του...τι να έπαθε;
-Σώπα κοριτσάκι μου, μην κάνεις έτσι...κάνοντας το σταυρό της... χαϊδεύοντας τα μακριά κυμματιστά μαλλάκια της...μην πάει ο νους σου στο κακό... ο Θεός είναι μεγάλος...
-Μακάρι νονά μου! σ' ευχαριστώ πολύ!... γέρνοντας στην αγκαλιά της...
Στόμα με στόμα...τα νέα έκαναν φτερά...
Ο πρόεδρος ο Γρηγόρης, έστειλε τον Βαγγέλη της Θεοδώρας, να πάει στην εκκλησία να χτυπήσει την καμπάνα και σε μισή ώρα, σχεδόν όλο το χωριό ήταν στο πόδι.
Τι συμβαίνει; γιατί χτυπάει η καμπάνα;
Χάθηκε ο Βασίλης, ο ταχυδρόμος...γύρισε το άλογο μόνο του...
Μαζεύτηκαν γύρω στους δέκα καβαλαραίους...ήρθε και ο Πανάγος, ο άντρας της Αντιγόνης της νονάς...δεν είχε δικό του άλογο... ανέβηκε στον Ψαρή του ταχυδρόμου. Ντύθηκαν με χοντρά σκουτιά...όσοι είχαν, έβαλαν μουσαμάδες πάνω τους, για την βροχή.
Ήταν κι ο Διαμαντής, ο διευθυντής του ταχυδρομείου μαζί...πολλά χρόνια ταχυδρόμος...ήξερε καλά το δρομολόγιο του Βασίλη και τράβηξαν κατά τα ορεινά χωριά.
Η βροχή κάπως είχε κοπάσει, ωστόσο η ώρα είχε περάσει, κόντευε το σούρουπο.
Ήταν ραγδαία και πολύωρη η νεροποντή...πολλά τα κατεβασμένα ρέματα και τα πιθανά σημεία που μπορεί να συνέβη το κακό.
Πέρασαν ένα-ένα τα χωριά που είχε στην πορεία του, ρωτώντας άν πέρασε σήμερα ο ταχυδρόμος... Είχε περάσει από τα τρία κοντινά χωριά.
Εφτασαν στο λαγκαδάκι της Κρυόβρυσης...υπήρχε η υποψία, μήπως ήταν εδώ. Το πέρασμα ήταν πλατύ...ο Ψαρής το είχε περάσει αμέτρητες φορές. Μπήκε πρώτος στην κοίτη...το θολωμένο νερό κόντευε ν' ακουμπήσει στην κοιλιά του. Ο ατρόμητος Ψαρής προχώρησε αέρας... χωρίς να κοντοσταθεί.
Έφτασαν στο Δρακόρεμα...ο Διαμαντής τόσα χρόνια ταχυδρόμος, πάντα το φοβόταν αυτό το πέρασμα...κατέβαινε χείμαρρος. Ήταν στένωμα, το νερό ερχόταν με μεγάλη ορμή. Περνούσε σ' ένα παλιό πέτρινο τοξωτό γεφύρι, που χρόνο με το χρόνο η καμάρα του είχε μισοχωθεί από χώματα και όταν κατέβαζε, το νερό καβαλούσε το γεφύρι...έτσι και τώρα...το νερό είχε μισοκαλύψει τα φιλιατρά του γεφυριού.
Ο Ψαρής, το άλογο του Βασίλη κοντοστάθηκε, χλιμίντρησε δυνατά και ορθοστάτησε στα δυο του πόδια.
Ξεπέζεψαν όλοι...κατάλαβαν ότι εδώ έγινε το κακό...
Βασίληηηη..... Βασίληηηη......
Άρχισαν να φωνάζουν και να σφυρίζουν, ακροβολιζόμενοι προς τον κατήφορο.
Η όχθη ήταν δύσβατη...είχε πάρει η νύχτα κι από τη συννεφιά, το φεγγάρι ήταν κρυμμένο.
Προχώρησαν γύρω στα χίλια μέτρα...φώναξαν ξαναφώναξαν... απάντηση δεν πήραν.
Σε μια αναλαμπή του φεγγαριού, στην αριοσυννεφιά, γυάλισε κάποιο άσπρο χαρτί...το παρατήρησε ο Γρηγόρης. Φώναξε τους υπόλοιπους...δέθηκε με μια τριχιά από την μέση και κατέβηκε γλιστροπατώντας δύο τρία μέτρα να φτάσει το άσπρο χαρτί που είχε σταθεί σφηνωμένο σε μια πλατανόριζα. Έβαλε το χαρτί στον κόρφο του και σφύριξε να τον ανεβάσουν. Το φώτησαν μ' έναν φακό...άν και μουλιασμένο, φαινόταν η ημερομηνία της πρόσφατης ταχυδρομικής σφραγίδας...ήταν από τον σάκο του Βασίλη.
Η νύχτα είχε προχωρήσει αρκετά, η συννεφιά και η δύσβατη όχθη δυσκόλευαν τη διάβαση κατά μήκος του ακρορέματος. Εκτός αυτού υπήρχε κίνδυνος μέσα στην νύχτα, να συμβεί κανένα άλλο κακό. Αποφάσισαν να αποσυρθούν, να γυρίσουν στο χωριό και με το ξημέρωμα να επανακάμψουν.
Γύρισαν αμίλητοι με τα κεφάλια σκυμένα...
Η Αντιγόνη δεν έφυγε στιγμή κοντά από την Αργυρούλα. Έκανε η ίδια τις δουλειές. Έριξε το ψωμί στο φούρνο, το έβγαλε, έψησε τον μπακλαβά και κάθισαν στη φωτιά.
Η Αργυρούλα, άναψε το καντήλι, κάθισε για αρκετή ώρα, γονατιστή κι αμίλητη μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας, προσευχούμενη να γυρίσει ζωντανός ο πατέρας της.
Έβαλαν ένα κούτσουρο στη φωτιά και παρατηρούσε τις φλόγες σιωπηλή.
Η νονά της, εξιστορώντας κάποιες παρόμοιες ιστορίες που είχε ακούσει, της έδινε ελπίδες και θάρρος.
Η Αργυρούλα την άκουγε σιωπηλή...σε κάθε αίσιο τέλος κάποιας ιστορίας, έστρεφε το βλέμμα της προς τη νονά της κι έκλεινε τα βλέφαρά της, μ' ένα γλυκό μειδίαμα, σαν να την ευχαριστούσε.
Η ομάδα των χωριανών επέστρεψαν στο χωριό περασμένα μεσάνυχτα. Ο χρόνος είχε αλλάξει. Τα καφενεία ήταν ακόμα ανοιχτά, όμως κανένας δεν χαρτόπαιζε, έπιναν τσίπουρο και κουβέντιαζαν περιμένοντας τα νέα. Είδαν τους καβαλάρηδες να περνούν άπραγοι και κατηφείς...κατάλαβαν. Τότε σηκώθηκαν να φύγουν για τα σπίτια τους.
Ο Πανάγος, έφτασε στο σπίτι του...η γυναίκα του έλειπε, ήταν ακόμα στην Αργυρούλα. Δεν πήγε να μεταφέρει τα μαντάτα, μέχρι να εξαντλήσουν κάθε πιθανότητα. Έβαλε τον Ψαρή στον δικό του στάβλο να ξενυχτήσει, κι έπεσε για ύπνο...
Με το χάραμα ξεκίνησαν πάλι για το Δρακόρεμα.
Στην ομάδα είχαν προστεθεί, ο Λεωνίδας ο ενωματάρχης και ο Μέλιος ο αρχιφύλακας της Αγροφυλακής.
Πέρασαν το λαγκαδάκι της Κρυόβρυσης...τα νερά είχαν πέσει αρκετά...έφταναν τ' άλογα λίγο πάνω από το γόνατο.
Έφτασαν στο Δρακόρεμα, ξεπέζεψαν, έδεσαν τ' άλογα δίπλα στο δρόμο κι άρχισαν την αναζήτηση.
Ο ενωματάρχης, σαν επικεφαλής της επιχείρησης χώρισε την ομάδα σε δύο ομάδες. Οι μισοί με τον Μέλιο πέρασαν από την απέναντι πλευρά, καθ' ότι η στάθμη του νερού είχε πέσει και το πετρογέφυρο ήταν βατό. Οι υπόλοιποι, με τον ενωματάρχη έμειναν στην απο δω πλευρά.
Ξεκίνησαν παράλληλα την αναζήτηση, φωνάζοντας και σφυρίζοντας.
Προχώρησαν γύρω στα τετρακόσια μέτρα. Ο Πέτρος της Σταυρούλας, είδε στην απέναντι πλευρά κάποιο σκούρο αντικείμενο, πιασμένο στο κλωνάρι ενός ξερού κούτσουρου. Εξείχε ίσα ίσα πάνω από το νερό. Φώναξε και τους άλλους...δεν έδειχνε για άνθρωπος...ίσως να ήταν ο ταχυδρομικός σάκος. Έδεσαν τον Πέτρο με την τριχιά, κατέβηκε σιγά σιγά στην κοίτη του ρέματος, ήταν αρκετά βαθύ στο σημείο αυτό, το νερό τον έφτανε μέχρι το στήθος...πλησίασε πιάστηκε από το κούτσουρο...ήταν δύο τρία βήματα μακριά. Με τεντωμένη την τριχιά, με προσοχή μην παρασυρθεί από το δυνατό ρεύμα και περάσει κάτω από το κούτσουρο έφτασε σ' αυτό το σκούρο πράγμα που είδε. Το απαγκίστρωσε..ήταν πράγματι ο σάκος του ταχυδρόμου. Τον πέρασε στον ώμο του και σιγά-σιγά τον ανέσυραν.
Άνοιξαν τον σάκο, είδαν τα γράμματα του επόμενου χωριού, που σημαίνει ότι έπεσε στο ρέμα πριν φτάσει στο χωριό και όχι στον γυρισμό.
Προχώρησαν αντικριστά, οι δύο ομάδες, στις όχθες του ρέματος, ψάχνοντας και φωνάζοντας τον Βασίλη...φωνή πουθενά.
Η ώρα είχε πάει εννιά...είχαν προχωρήσει αρκετά...κοντά στα δύο χιλιόμετρα.
Ακούστηκαν χλιμιντρίσματα των αλόγων...
Τι να συμβαίνει; αναρωτήθηκαν...
Συγχρόνως ακούστηκαν φωνές... κοντοστάθηκαν όλοι, τεντώνοντας τ' αυτιά τους.
-Έεεε....χωριανοί...χωριανοί...
-Βασίληηηη....
-Εδώ είμαι....
-Που είσαι;
-Εδώ στο γεφύρι, στ' άλογα...
-Περίμενε, ερχόμαστε...
Άστραψαν τα πρόσωπά τους από τη χαρά! Πισογύρισαν με γοργό βήμα. Σε λίγη ώρα έφτασαν στο γεφύρι. Τους περίμενε ο Βασίλης, μ' έναν άγνωστο. Ο ξένος, ένας πενηντάχρονος, μικρόσωμος άνθρωπος, με τσιγκελωτό μουστάκι...ήταν καβάλα στο μουλάρι του, μ' ένα δεύτερο μουλάρι, σαμαρωμένο, δεμένο δίπλα του. Ο Βασίλης είχε ξεπεζέψει. Ήταν δίπλα στο αγαπημένο του άλογο, στον Ψαρή. Είχε αγκαλιάσει το κεφάλι του και χάιδευε την χαίτη του. Η ταλαιπωρία του ήταν εμφανής...δεν θύμιζε με τίποτα τον αγέρωχο ταχυδρόμο με την στολή του...φαινόταν κατάκοπος. Φορούσε μια φαιοπράσινη στρατιωτική χλαίνη και παντελόνι μια πιθαμή κοντύτερο...
Αγκαλιάστηκαν, κατασυγκινημένοι ... είχαν δακρύσει. Έγιναν όλοι ένα κουβάρι. Δεν ήξεραν άν πρέπει να πουν χρόνια πολλά για την πρωτοχρονιά και τη γιορτή του Βασίλη ή καλή Ανάσταση, λόγω του ότι από κάποια στιγμή και μετά τον είχαν για χαμένο.
Ο Βασίλης, κοίταξε προς τον ξένο...ένα βλέμμα γεμάτο ευγνωμοσύνη...τον ευχαρίστησε, ευχόντας του καλή χρονιά.
Ο ξένος προσφέρθηκε να τους συνοδεύσει μέχρι το χωριό τους, γιατί ένα άτομο θα έμενε χωρίς άλογο.
Έτσι και έγινε. Ανέβηκαν στ' άλογα και ξεκίνησαν. Κατά την επιστροφή, το κλίμα ήταν πανηγυρικό...μέχρι και το τραγούδι έπιασαν.
Έφτασαν στο χωριό τους...
Στην αυλή του Βασίλη είχε συρεύσει κόσμος...είχαν προσέλθει προς παρηγοριά της Αργυρούλας.
Άκουσαν το κροτάλισμα του ποδοβολητού των αλόγων.
Έρχονται... ακούστηκε μια φωνή.
Έστρεψαν τα βλέμματά τους, όλο αγωνία, κατά το διάσελο. Ήταν μακριά...ακόμα δεν ξεχώριζαν, άν ήταν ο Βασίλης ανάμεσά τους.
Από το τραγούδι κατάλαβαν ότι τα νέα είναι ευχάριστα.
Η Αργυρούλα, κοιτάζοντας προς το διάσελο, με τις παλάμες στο πρόσωπό της, έτρεμε από αγωνία...
Ζύγωσαν κοντύτερα...γνώρισε τον Ψαρή...μα ποιος να'ναι πάνω μ' αυτήν τη χλαίνη; κοντόφθασαν...τον γνώρισε καθαρά. Ο πατέρας μου! έκραξε δυνατά τρέχοντας προς τον δρόμο...
Ο Βασίλης ξεπέζεψε...αγκαλιάστηκαν. Τα μάτια του έτρεχαν ποτάμι...βουβά...χαϊδεύοντας στοργικά τα κυμματιστά μαλλάκια της αγαπημένης του κορούλας, που έκλαιγε γοερά από την χαρά της.
-Αργυρούλα μου...σε τι αγωνία σε υπέβαλα κοριτσάκι μου....
-Πατερούλη μου...σήμερα πήρα το μεγαλύτερο δώρο της ζωής μου...
Οι χωριανοί που τον έφεραν, για λίγο κοντοστάθηκαν, θέλησαν να αποχωρήσουν, να τον αφήσουν να ησυχάσει, να ξεκουραστεί. Ο Βασίλης, τους ευχαρίστησε, λέγοντάς τους, ότι τους περιμένει το βράδυ, για ένα κέρασμα.
Γύρισε προς τον ξένο...
-Κατέβα για ένα κέρασμα φίλε.
Αυτός ο άνθρωπος είναι ο σωτήρας μου...φέρτε να τον κεράσουμε.
Η Αντιγόνη, έφερε την μπουκάλα με το τσίπουρο, μ' ένα ρακοπότηρο και γλυκό μπακλαβά.
Ο ξένος δεν ξεπέζεψε, ήταν βιαστικός, έπρεπε να γυρίσει στα ζώα. Κεράστηκε καβάλα στο μουλάρι. Έφαγε το γλυκό, ήπιε δυο τσιπουράκια τάκα-τάκα, ευχόμενος τα χρόνια πολλά...
-Σιδερένιος ταχυδρόμε! και καλή χρονιά!
-Καλή χρονιά φίλε μου! Δεν θα ξεχάσω ποτέ ό,τι έκανες για μένα! Τα σκουτιά θα σου τα επιστρέψω, με το πρώτο δρομολόγιο.
-Μη σκοτίζεσαι ταχυδρόμε... αποκρίθηκε ο ξένος, τσιγκλίζοντας ελαφρά με τα τακούνια του το μουλάρι να ξεκινήσει.
Οι γείτονες αποχώρησαν κι αυτοί, κι η Αργυρούλα έβαλε νερό στο τσουκάλι να ζεσταθεί, για να πλυθεί ο πατέρας της.
Έβαλε το χοιρινό με πατάτες στο φούρνο. Ποτέ δεν βαρυγγομούσε στις δουλειές και τώρα με τη χαρά που της έδωσε ο ερχομός του πατέρα της, πετούσε σαν πουλάκι. Το μεσημέρι έφαγαν οι δυο τους...τέτοια χρονιάρα μέρα, ο καθένας κάθεται στο σπίτι του του, να φάει με την οικογένειά του.
Το βράδυ, η οικογένεια είχε αλλεπάλληλες επισκέψεις...άλλοι έρχονταν, άλλοι έφευγαν... Ήταν αγαπητός άνθρωπος ο Βασίλης, όχι μόνο στο χωριό του, ήταν σε όλη την περιοχή, που περιδιάβαινε με κάθε καιρό...με βροχές και χιόνια να μοιράσει τα γράμματα. Ήταν ο κομιστής των καλών νέων, της ελπίδας... Ο έμπιστος άνθρωπος, που πολλές φορές διάβαζε με υπομονή τις επιστολές, σε αγράμματους ανθρώπους.
Ήρθαν σχεδόν όλοι οι χωριανοί που συμμετείχαν στην ομάδα που τον έψαχναν στο ρέμα.
Στο τζάκι έκαιγε η φωτιά, και η Αργυρούλα διαρκώς κι ακούραστα γέμιζε τα κρασοπότηρα κοκκινέλι, προσφέροντας μεζεδάκι.
Ο ταχυδρόμος, ερωτηθείς από τον ενωματάρχη, άρχισε την διήγηση της περιπέτειάς του.
Ήταν μεσημέρι...είχα τελειώσει με τα τρία κοντινά χωριά, πέρασα το λαγκαδάκι της Κρυόβρυσης και τραβούσα για το βουνό... Φτάνοντας στο Δρακόρεμα, είδα ότι το ρέμα ήταν κατεβασμένο. Το νερό είχε περάσει τα φιλιατρά του γεφυριού...
Σκέφτηκα να γυρίσω...όμως, το είχα περάσει πολλές φορές έτσι κατεβασμένο. Ήξερα καλά τα όρια του γεφυριού, όπως το ήξερε πολύ καλά και ο Ψαρής. Φτάνοντας στη μέση του γεφυριού, είδα ότι η κατεβασιά έφερνε ένα μεγάλο ξερό κορμόδεντρο, με την ρίζα του. Δεν πρόλαβε το άλογο να το αποφύγει. Το κορμόδεντρο μας χτύπησε...το άλογο σηκώθηκε στα δυο του πόδια και πέφτοντας παραπάτησε. Βρέθηκα στο νερό. Το ορμητικό ρεύμα με παρέσερνε γρήγορα...ήρθε το τέλος μου σκέφτηκα. Η ορμή του νερού, μ' έστελνε πότε στη μία πλευρά, πότε στην άλλη. Προσπαθούσα ξακρίζοντας να πιαστώ από κάπου να γλυτώσω... Δυο τρεις φορές κατόρθωσα να πιαστώ από κάποιες χορτόριζες, όμως το ρεύμα ήταν τόσο δυνατό, που οι χορτόριζες ξεκολλούσαν, κι έφευγα πάλι. Πάλευα για αρκετή ώρα...ούτε κι εγώ ξέρω πόσα μέτρα έφυγα τον κατήφορο.
Σε κάποια μεριά, το ρέμα κάνει ένα κοίλωμα, μια απότομη στροφή...στη ρίζα ενός μεγάλου πλατάνου. Ένιωσα την πλάτη μου να χτυπάει σ' ένα ξύλο...ήταν ένα ξεγυμνωμένο ριζόκλαρο του πλατάνου. Από 'κει πιάστηκα, και σιγά-σιγά με τις τελευταίες δυνάμεις που είχα, κατάφερα και βγήκα από το ρέμα.
Ήμουν ξεθεωμένος...περπάτησα γλιστρώντας και παραπατώντας για κάνα μισάωρο, ψάχνοντας να βρω κάπου να απαγγιάσω. Βρήκα ένα εικονοστάσι, με την εικόνα της Αγια Μαρίνας...μεγάλη η χάρη της... Έψαξα βρήκα σπίρτα μέσα...τα πήρα και προσπάθησα ν' ανάψω φωτιά, κάτω από από έναν καπελωτό πουρναρόθαμνο. Έψαξα να βρω στεγνά χόρτα και ψιλά ξερά κλαριά, δεν υπήρχε τίποτα στεγνό, τα πάντα ήταν βρεγμένα. Τα χέρια μου ήταν παγωμένα έτρεμα ολόκληρος. Κάπου μακριά, άκουσα σκυλί να γαυγίζει. Είπα να περπατήσω προς τα 'κεί...να βρω κάναν άνθρωπο. Περπάτησα αρκετή ώρα. Είδα από μακριά ένα μαντρί, πλησίασα, ήρθαν δυο σκυλιά κατά πάνω μου, δεν με άφηναν να ζυγώσω. Είχα ένα ξύλο στα χέρια και σιγά-σιγά κατάφερα να μπω στο μαντρί. Ήταν σκεπασμένο με τσίγκους. Μέσα κοιμόντουσαν καμιά διακοσαριά γιδοπρόβατα. Προσπάθησα ν' ανάψω φωτιά σε μιαν άκρη, όμως τα σπίρτα είχαν βραχεί από τα βρεγμένα ρούχα μου και ήταν άχρηστα. Ευτυχώς ο τσοπάνης, είχε κρεμασμένα τομάρια από πρόβατα που είχε σφαγμένα. Έβγαλα τα ρούχα μου τα έστιψα να στεγνώσουν, τα άπλωσα κάπου, μέσα στο μαντρί κι έστρωσα τα τομάρια να ξαπλώσω ανάμεσα στα πρόβατα...σκεπάστηκα κιόλας. Ήταν πολλά τα ζώα και με τα χνώτα τους, έκαναν το μαντρί ζεστό. Δεν άργησε να με πάρει ο ύπνος. Καθώς ήμουν ταλαιπωρημένος, κοιμήθηκα ξερός, μέχρι το πρωί.
Ξύπνησα το πρωί όταν ο ήρθε ο Φώτης ν' αρμέξει, κι άκουσα τα σκυλιά να γαυγίζουν.
Σηκώθηκα, του φώναξα να μην ξαφνιαστεί...
Μπήκε στο μαντρί, με είδε ο άνθρωπος, με γνώρισε...
-Ταχυδρόμε, εσύ είσαι;
-Ναι εγώ είμαι.
-Πως βρέθηκες εδώ;
-Έπεσα με το άλογο, στο γεφύρι, στο Δρακόρεμα, με πήρε η κατεβασιά κάτω, παραλίγο να πνιγώ...μόνο ο Θεός ξέρει πως γλύτωσα.
-Μήπως χτύπησες πουθενά;
-Έχω χτυπήσει, όμως δεν έχω σπάσει κόκκαλο...μπορώ να περπατήσω.
-Περίμενε λίγο ν' αρμέξω τα πρόβατα, να πάω να φέρω στεγνά ρούχα να ντυθείς, να σε πάρω να πάμε στο χωριό σου.
Κι έτσι έγινε....
Άντε γειά μας Βασίλη! Τσούγκρισαν τα ποτήρια...
Χρόνια σου πολλά...να σαι γερός και τυχερός...ποτέ να μην σου ξανασυμβεί ατύχημα, εκεί στους δρόμους που γυρίζεις...
*
Τρύφων Νάκος Κορδονούρης
Εσείς και Ιωάννης Αθανασόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)