Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2021

Nikos Karanis ΔΥΤΙΚΗ ΕΥΡΥΤΑΝΙΑ

 

Μπορεί να είναι εικόνα στέκεται και εξωτερικοί χώροι
Μεταξά, έλα εδώ να σε ταΐσω.!!! (Το «γιδοφάγωμα»)..!!!
(Σχετικά με το μέτρο του Μεταξά για την εξολόθρευση της γίδας στην Ευρυτανία).
Από το 1937-39 στην Ευρυτανία εξοντώθηκαν 90-100 χιλιάδες γίδια (χωρικά και νομαδικά). Ο κλονισμός που έπαθε η οικονομία της Ευρυτανίας από την εξόντωση των γιδιών ήταν τεράστιος. Το Κράτος, αδιαφορώντας για τη ζωή των ορεινών πληθυσμών που βασικά ζούσαν από τη γιδοτροφία, αφαίρεσε από τη λαϊκή οικονομία της Ευρυτανίας ετήσιο ακαθάριστο εισόδημα 27-30 εκατομ. δραχμές (σε τιμές 1939), χωρίς αυτό να αντικατασταθεί με τίποτα. Η απαγόρευση της αιγοβοσκής ήταν το πιο μεγάλο κτύπημα για τη χωρική οικονομία της Ευρυτανίας, που σχεδόν μοναδική πηγή χρηματικού εισοδήματος είχε τα γίδια. Βίαια κι απότομα αφαιρέθηκε το χρηματικό εισόδημα με το οποίο η χωρική οικογένεια αγόραζε το ψωμί που της έλειπε. Λιγόστεψε το γάλα, το βούτυρο, το κρέας και χειροτέρεψαν οι συνθήκες διατροφής του πληθυσμού.
Στη συνέχεια περιγράφεται η οργή των βουνίσιων για το ξολόθρεμα της γίδας, που τους έκανε να μισήσουν τον Μεταξά, τον κυβερνήτη που επέβαλε το μέτρο, σε σημείο που να δίνουν τ’ όνομά του στα γουρούνια τους -εξού και ο τίτλος του άρθρου.
Επίσης περιγράφεται με ποιο τρόπο το κράτος, με την πολιτική του, έκανε εχθρό του τον ορεινό χωρικό της Ευρυτανίας:
Του έφαγε τη γίδα με μια και μόνη χαψιά, χωρίς να του δώσει αντικατάστατο. Του έφαγε τη γίδα, το ίδιο σα να’τρωγε ήτανε το χωρικό και τα παιδιά του. Απ’ το βυζί της μανάρας του ανάσταινε τα κουτσούβελά του ο Ευρυτάνας. Και στρώμα και σκέπασμά του και… παλτό και… βελάδα του είχεν ολοζωής την τραγομαλλίσια κάπα του και το κοντοκάπι. Σφάχτηκε η γίδα, πάει και το γάλα, πάει και το τραγόμαλλο, πάει και τ’ άρτυμα του βουνίσιου.
– Πάει, βλέπεις, κι η γίδα, που βγάζαμε και μια οργιά λουρί. Με τι τώρα να πλέξεις και να σουφρώσεις γουρνοτσάρουχο; Νηστικός; -νηστικός! Κόρακας να το κόψει. Αλλά η ξυπολυσιά; Πώς να περπατήσεις στο διαολότοπο; Μα, λες, σκαμπάζουν τα κολάρα τι θα πει γουρνοτσάρουχο και γιδιά;
Ως «γιδοφάης» πια το Κράτος καταποντίστηκε κυριολεχτικά στη συνείδηση του Ευρυτάνα. Τον άφησε με τη γκλίτσα. Και πόσο βαρύ ‘ναι το γκλιτσόξυλο του γιδάρη π’ απόμεινε χωρίς κοπάδι, θα το καταλάβουνε οι «γιδοφάηδες» σαν έρθ’ η ώρα να το φάνε κατακέφαλα.
(….)
Μια χρονιά, μάλλον το 1939, μου σύντυχε να βρεθώ την επέτειο της 4ης Αυγούστου στο χωριό μου. Όπως θα θυμούνται οι προπολεμικοί, καμπάνες, δοξαπατρί, κεριά, λαμπάδες, φέστες και δεκάρικοι ίσαμε το έσχατο χωριό —«γιατί χαίρεται ο κόσμος» και χασκογελάει… Ανέβαινα για το σπίτι, συναπαντήθηκα στη στράτα με μια γερόντισσα, που πήγαινε στην εκκλησιά, για τη δοξολογία. —«Καλ’ μέρα, θεια-θοδώρα». —«Καλό να ’χ’ς! Στ’ μακάρισ’ δε θα ρθ’ς;» —με ρώτησε.
Ξαφνιάστηκα, απόρησα. Είχε και κάνα χρόνο, νομίζω, ο μα­καρίτης της θαμμένος, μα τέτοια μέρα που «χαμογελάει» ο… κό­σμος, αν μάλιστα χρειαστεί ακόμα και με το βούρδουλα, μόνο μακάριση δέ γινότανε —να το αστειευόσουνα, δεν τη γλύτωνες τη δόση ρετσινόλαδου. Κι αυτή εδώ το ’λεγε στα ίσα! Α, ξέχασα να σε κατατοπίσω, αναγνώστη. Μακάριση λένε το μνημόσυνο που κά­νουνε οι δικοί μας στο σαρανταήμερο ή στο χρόνο του μακαρίτη, μετά στα τρία του, νομίζω.
—Ποια μακάριση, ποιανού;
—Αυτ’ νού τ’ σκατά! θιος να μι σχουρέσ’, κουλάζουμι, μι του γιδουφάη! —μ’ απάντησε η μαυρομαντηλούσα θεια-Θοδώρα.
—Μακάριση το λες; δοξολογία το λεν, θεια —της είπα, κρα­τώντας με το στανιό τα γέλια, που μου γαργαλούσανε κιόλας την κοιλιά.
Ποιος, νομίζετε, να ’καμε στη θεια-Θοδώρα «αντεθνικήν προ­παγάνδαν;» Ποιος άλλος; —οι γίδες, πρώτες και καλύτερες. Μά­λιστα, η απουσία του ξινόγαλου, του κλωτσοτυριού, του τραχανά, που δε γίνεται χωρίς γάλα, της πολύτιμης κοπριάς, του τραγόμαλλου… και του τράγου αναπαραγωγής, μη γελάτε!
Ο πατέρας μας είχε το μεγαλύτερο κι ακμαιότερο κοπάδι γιδιών στό χωριό, που το ξεχείμαζε στον κάμπο. Σαν μας το ’φαγε η 4η Αυγούστου, η οικονομία του σπιτιού κλονίστηκε όχι απλώς σοβαρά, μα ανεπανόρθωτα. Όμως, το ότι έλειψε, πάει το κοπάδι εκείνο, το ένιωσε, στο τραπέζι της, η πλειοψηφία των οικογενειών του χωριού, ιδιαίτερα ο φτωχόκοσμος. Ξέρεις, αναγνώστη, τι πάει να πει τραχανάς για τον Ευρυτάνα, για τον ορεινό γενικά; Μετά το ψωμί, η βάση της διατροφής του. Ιδιαίτερα το πρωινό του — που «και ζεσταίνει και χορταίνει», όπως έλεγε ο Κολοκοτρώνης ακριβώς για τον τραχανά— που τον στεριώνει να ξεκινήσει για το μόχτο όλης της μέρας. Αλλά το γάλα τώρα; Από παράδοση ποιος ξέρει πόσων χρόνων, που είχε καθιερωθεί σαν είδος δικαίωμα για τίς οικογένειες με μια ή δυο ψωρογιδούλες, μετά το Δεκαπενταύγουστο δίναμε δωρεάν μια ποσότητα από 10 ώς 20 οκάδες γάλα στην κάθε φτωχοφαμελιά, να φτιάξει τον τραχανούλη της χρονιάς της. Η ίδια παράδοση ίσχυε, από ό,τι ξέρω, και σ’ άλλα χωριά. Πάει, λοιπόν, κι ο τραχανάς! Με πέντε-δέκα μεροκάματα, στο θέρο, ας ποΰμε, το φτωχόσπιτο ξασφάλιζε 10 ή 20 και 25 οκάδες ξινοτύρι, το μοναδικό του άρτυμα. Έγινε δυσεύρετο είδος η γιδιά, το γιδοτόμαρο, που χρησίμευε για χίλιες δυο ανάγκες του χωρικού —απ’ την ποδεσιά του ίσαμε το γαμαροσάμαρο!
— Τι έπιασες; —ρώτησα τον πατέρα, όταν αναγκάστηκε να ξεπουλήσει άρον-άρον κατοσταριές γίδια.
— Ούτε το μισό μαξούλι τής χρονιάς —μ’ απάντησε με πίκρα που δεν κρυβότανε.
Την ίδια χρονιά με το ξεπάτωμα του κοπαδιού έφυγε απ’ το χωριό κι ο τελευταίος μας από τα τέσσερα αδέρφια που ήμασταν και δεν είχε φύγει. Σκόπευε να μείνει στην περιουσία κι είχε και μεράκι. Μα τώρα ψωμί εδώ δεν είχε πια -—με τον τρόπο που χα­λάστηκε ένα εισόδημα και δεν αντικαταστάθηκε με τίποτα. Χωρίς κοπριά, το φυσικό απαράμιλλο λίπασμα, ξεπέσανε σέ λίγο και τα καλά πριν χωράφια μας. Οι γέροι περιορίσανε τίς καλλιέργειες και τις δουλειές, συνεπώς και τα μεροκάματα που πληρώνανε. Γίδα σήμαινε χρηματικό εισόδημα. Θυμάμαι που στο σπίτι υπήρχανε πάντοτε ρευστά —λίγα ή πολλά, ανάλογα με την περίσταση και την εποχή— και συχνά ερχόντουσανε συχωριανοί στο γέρο να πάρουνε για πέντε-δέκα μέρες ένα μικροποσό για κάποια άμεση ανάγκη τους, ώστε να μη καταφύγουνε στόν τοκογλύφο. Τώρα πάει κι ετούτη η ευχέρεια, πέταξε. Ο πολύς κοσμάκης ψώνιζε βερεσέ στον μπα­κάλη —ως την άνοιξη που θα πουλούσε ένα κατσίκι ή το φθινόπωρο πατάτες ή καρύδια. Γενικά ο μαγαζάτορας ήθελε κάποιον εγγυητή —καλού κακού! Ο γέρος έπαιρνε συχνά απάνω του παρόμοιες υποχρεώσεις —όσο είχε το εισόδημα του κοπαδιού. Σφαγιάστηκε το τελευταίο, πέθανε μαζί του κι η πρωτινή ευκολία. Έτσι, τη γίδα δεν την έχασε ο ένας, ο που την είχε. Την έχασε όλο το χωριό.
(…)
Κάποτε ο πατέρας αρρώστησε, οι δουλειές στη βράση τους, η μάνα δεν τις πρόκανε όπως ήθελε, ήτανε διαρκώς στα ώπα της. Ο άρρωστος τίς απαιτήσεις του, φυσικά. Σε μια κάποια στιγμή, που η μάνα ήτανε όλο διαόλια, φούρια και φωνές δεξιά-ζερβά, δε δεχότανε μύγα στο σπαθί της, ο γέρος, με το αειντουμανιάζον τσι­μπούκι του στα δόντια και το περιπαιχτικό κέφι του, πέταξε της γριάς του: «Μεταξάς μου ’γινες, μωρέ γριά! Με-τα-ξάς!» Τ’ ήτανε να το ξεστομίσει! Σωθήκανε στον κόσμο τον επά οι προσβολές, να βρει μιαν άλλη; το «Μεταξάς» πήγε και βρήκε; Σωθήκανε οι βρισιές, άλλη δεν του ’φτανε να ξεθυμάνει; Κύριε, φύλαττε! Χάρον απάντεχε, τούτο όχι! Βροντολόγησε τίς πόρτες, βγαίνοντας σίφου­νας από την κάμαρη, σειστήκανε τσατμάδες και χωρίσματα, τρεμουλιάξανε τα τζάμια, οι κότες αναφταγωθήκανε στην αυλή, σα να χύμηξε γεράκι! «Βγήκε απ’ τα σεγκούνια της» η γριά μας, άστρα­ψε και βρόντηξε —να την πει και «Μεταξά»! και ποιος; —ο γέρος της! δεν την έλεε ό,τι στο διάολο ήθελε, να τη σκυλοβρίσει, μα όχι, για όνομα του Θεού, και «Μεταξά»!… Αλλά κι εκείνη και τι δεν του έσυρε, απ’ την αυλή, όσα παίρνει η σκούπα! Καιρός και καιρός πέρασε, όμως της γριάς πού να τής περάσει, αδύνατο να του συχωρέσει του γέρου της μια τέτοια προσβολή που τής έκανε!
Εκεί, που λέτε, είχε καταντήσει το όνομα του «πρώτου» σε όλα —το θυμάστε οι παλαιότεροι. Πρώτο και στην έννοια σα βρισιά, ο λαός δε χαρίζει κάστανα. Σε κάνει συνώνυμο της βρισιάς, αν γι’ αυτό και μόνο αξίζει η φήμη σου —φυσικά κατά τα έργα σου. Σε βάζει όνομα στο γουρούνι του, αν του φέρθηκες γουρουνίσια, όπως λέμε, αδικώντας το καημένο το ζώο… Άκουσα με τ’ αυτιά μου στα χρόνια τής Κατοχής να φωνάζουνε σε γουρούνια, εκεί πά­νω στα χωριά μας, και με τον φυσικότερο τόνο φωνής, «Μεταξά, Μεταξά, έλα δώ, έλα να σε ταΐσω» —ο χωρικός δίνει ονόματα στα σπιτικά ζα του κι εκείνα τα μαθαίνουνε.
Έτυχε μια μέρα να περνάμε με το στρατηγό Δ. Ματσούκα απ’ το χωριό Δίλοφο Σπερχειάδας, δίπλα από μιαν αυλή, κι ώς ακούσαμε μια νοικοκυρά χωριάτισσα να κράζει το γουρούνι της, «Μεταξά», ο διοικητής μου, τής XIII Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, είπε, σιγανά, σα να μονολογούσε προς τον εαυτό του:
—Τι της φταίει, της βλοημένης, και το βρίζει το ζώο;
//////////////////
Από το δίτομο έργο του Ευρυτάνα Γεωργούλα Μπέικου (Κλειτσός Ευρυτανίας 1919 – Μόσχα 1975): «Η λαϊκή εξουσία στην ελεύθερη Ελλάδα».
37

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)