Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2021

Γεώργιος Μάνος: Η ΨΥΧΗ ΤΟΥΣ ΟΜΩΣ ΕΜΕΙΝΕ ΠΙΣΩ , Ιστορικό μυθιστόρημα, Εκδόσεις Λόγος & Εικόνα

 Georgios Manos Φεβρουαρίου στις 6:56 μ.μ.

Οι γονείς πρόσφυγες,

τα παιδιά μετανάστες.
Σάββατο, 18 Ιανουαρίου 1964, πριν το χάραμα. Νέος Σιδηροδρομικός Σταθμός Θεσσαλονίκης. Στην πλατφόρμα, ο κόσμος πολύς. Μετανάστες απ’ όλη τη Μακεδονία και τη Θράκη. Πρόσωπα συννεφιασμένα, μάτια κόκκινα, καρδιές πλακωμένες. Καλές οι γιορτές, μα διάβηκαν γρήγορα, η άδεια σώθηκε, και τώρα ήρθε η δύσκολη ώρα της επιστροφής.
"Η ταχεία αμαξοστοιχία «Ακρόπολις Eξπρές», Αθηνών - Θεσσαλονίκης - Μονάχου, εισέρχεται εις την πρώτην γραμμήν".
Ολόγυρα, η φασαρία μεγάλη. Κουβέντες σκόρπιες, ορμήνιες, ευχές. «Στο καλό, γιόκα μ’! Η Παναΐτσα μαζί σ’, πουλάκι μ’! Να ντύνεσαι καλά να μην αρρωστήσεις!», «Καλό ταξίδι, κουμπάρε! Καλόν δρόμο!», «Σο (στο) καλόν, πούλι μ’! Σο καλόν! Η Παναΐα μετ’ εσέν, ρίζα μ’! Και μ’ ανασπάλτς (μην ξεχνάς) να γράφτς, οράσον ανασπάλτς (κοίτα μη ξεχνάς)! Εμείς μετ’ ατά τα γράμματα παρ’γορεύκουμες (παρηγοριόμαστε)», «Γυναίκα, τα παιδιά και τα μάτια σ’! Να μην παραστρατήσνε!», «Να πας στο καλό, Γιώργη μ’! Η καντηλίτσα θα καίει ίσαμε να πάρω γράμμα σ’», «Να μας γράφτεις, Δημητρό! Να μη βαριέσαι, ακούς; Εμείς το νου μας ούλο στον ταχυδρόμο τον έχουμε», «Μη χολοσκάς, γυναίκα, μόλις φτάξω, θα σας γράψω», «Να βρεις καμιά δουλειά και για μένα, αδερφέ! Να με κάμεις πρόσκληση!», «Μπαμπά, δε θέλω να φύγεις, ααα!», «Το Πάσχα να με στείλτε με τον κουμπάρο την καινούργια πλάκα του Καζαντζίδη!», «Θα σας στείλω τσεκ να πλερώστε την Αγροτική». Η φωνή τρεμάμενη, η καρδιά κουβάρι.
Κι ανάμεσα στους τυχερούς που έχουν γύρω τους αγαπημένα τους πρόσωπα, είναι κι οι άλλοι, οι άτυχοι, που δεν έχουν δίπλα τους κανέναν. Φαίνονται από μακριά. Έρμοι και μοναχοί, όρθιοι πλάι στις βαλίτσες τους. Το παράπονο δεν κρύβεται. Τα μάτια τους συνέχεια στο ρολόι. Βιάζονται να φύγουν. Η μοναξιά της αποβάθρας μοιάζει πιο πικρή κι απ’ την ίδια την ξενιτιά. Ευτυχώς το μαρτύριό τους τελειώνει. Το θεριό με τα είκοσι βαγόνια σταμάτησε μπροστά τους.
Αγκαλιές σφιχτές, φιλιά με δάκρυα, λόγια μισά, πνιγμένα στου χωρισμού τ’ αναφιλητά. Κι ύστερα, χίλιοι νομάτοι με τους μπόγους και τις βαλίτσες τους στριμώχνονται στα σκαλιά και τις πόρτες του τρένου. Πολλοί τα χάνουν, μπερδεύονται και τρέχουν σε λάθος βαγόνι. Ο Νικόλας αγκαλιάζει τον Θεοχάρη του.
«Στο καλό, αγόρι μ’! Kαι να φυλάεσαι… να μην αρρωστήσεις... είσαι και μοναχός… Για τ’ εμάς μη νοιάζεσαι… πέσε, σήκω, θα τα καταφέρουμε».
«Καλή αντάμωση, πατέρα!» αποκρίνεται ο Θεοχάρης κι ανεβαίνει βουρκωμένος στο τρένο.
Προχωρεί με κόπο στο διάδρομο και βρίσκει επιτέλους το κουπέ του. Μέσα, άλλοι εφτά μετανάστες, ο ένας απάνω στον άλλο, προσπαθούν να βολέψουν μπόγους, βαλίτσες, τσάντες. Ανεβάζει τη βαλίτσα του στο ράφι και στριμώχνεται στο παράθυρο να βγάλει λίγο το κεφάλι του. Άρχισε να χαράζει.
Ο Νικόλας ασάλευτος στην αποβάθρα κοιτάει τον Θεοχάρη του που φάνηκε στο παράθυρο. Χαμογελάει πικρά. “Ρουφιάνα ζωή! Από παιδί δε μ’ αφήνεις να χαρώ μια στάλα. Δεν σ’ έφτανε που κατάντησες εμένα πρόσφυγα, ήθελες και τον γιο μου μετανάστη! Θαρρείς κι αλλουνού Θεού παιδιά είμαστε εμείς!” σκέφτεται θωρώντας το μοναχογιό του να τον κοιτάει με παράπονο.
“Α, ρε πατέρα, πόσα τράβηξες στη ζωή σου, μα στέκεσαι όρθιος σαν κυπαρίσσι!” σκέφτεται κι ο Θεοχάρης βλέποντας τα δακρυσμένα μάτια του πατέρα του.
"Η ταχεία αμαξοστοιχία «Ακρόπολις Eξπρές», Αθηνών - Θεσσαλονίκης – Μονάχου, αναχωρεί από την πρώτην γραμμήν"
Καναδυό κατεβαίνουν βιαστικά κι οι πόρτες σφαλίζουν. Ο σταθμάρχης σφυρίζει και σηκώνει το πράσινο φανάρι του. Πατέρας και γιος κοιτιούνται στα μάτια βουρκωμένοι.
«Καλό ταξίδι, αγόρι μ’!...».
«Καλή αντάμωση, πατέρα!» λέει πνιχτά ο Θεοχάρης, και δάκρυα πλημμυρίζουν τα μάγουλα και των δυο.
Τρία απανωτά σφυρίγματα, ένα αλαφρύ «γκουπ», και το τρένο με τους χίλιους μετανάστες αρχίζει να γλιστράει σιγά σιγά απάνω στις γραμμές, μέχρι που ξεμακραίνει και δεν φαίνεται πια. Τα κεφάλια μπαίνουν μέσα, τα παράθυρα ανεβαίνουν. Πίσω, τα μαντίλια σταματούν να ανεμίζουν, ο κόσμος με βήματα βαριά φεύγει λυπημένος, η αποβάθρα ερημώνει. Τώρα, όλοι θα καρτερούν τον ταχυδρόμο.
Έξω απ’ τη Θεσσαλονίκη, το τρένο άνοιξε ταχύτητα. Ξημέρωσε. Ο καιρός χαμήλωσε, το πήγαινε για χιόνι. Πριν τη Γευγελή άρχισε να ρίχνει κι από καμιά νιφάδα, μα από κει και πάνω τα πράγματα αγρίεψαν. Το χιόνι πύκνωσε, το κρύο έσφιξε και, σαν έπεσε η νύχτα, στις ανηφοριές το τρένο έδειχνε να ζορίζεται. Τα μεσάνυχτα, έσβησαν και τα καλοριφέρ. Μέσα παγωνιά. Στο κουπέ όρεξη για κουβέντα δεν έχει κανένας. Οι ώρες δύσκολες. Τι δε θα έδιναν να μην κάνουν αυτό το ταξίδι της επιστροφής. Για να ζεσταθούν κουκουλώθηκαν με τα παλτά τους. Οι τυχεροί στα κουπέ, οι άλλοι στους διαδρόμους απάνω στις βαλίτσες τους. Στα μάτια τους, το παράπονο φανερό.
Στην Αυστρία τα πράγματα καλυτέρεψαν. Τα καλοριφέρ άναψαν και το κρύο σιγά σιγά μαλάκωσε. Οι κουκουλωμένοι πέταξαν από πάνω τους τα παλτά και σηκώθηκαν να ξεπιαστούν. Μερικοί προσπάθησαν να βγουν στο διάδρομο να ξεμουδιάσουν, αλλά εκεί, απ’ τις βαλίτσες και τον κόσμο δεν μπορούσες ούτε όρθιος να σταθείς. Χίλιοι μετανάστες!
Στο κουπέ, άρχισαν δειλά δειλά να λένε κι από καμιά κουβέντα. «Από πού είσαι», «πώς σε λένε», «τι οικογένεια έχεις», μέχρι που γνωρίστηκαν. Όλοι τους παντρεμένοι με τις φαμίλιες τους στην Ελλάδα, σαν ζωντόχηροι.
«Πώς γυρνάς τώρα πάλε πίσω!» αναστέναξε ο Θεοχάρης, ο πιο μικρός της συντροφιάς.
«Μην αναστενάζεις, πατριώτ’!» αποκρίθηκε ο Δημητρός. «Είναι θαρρείς κανένας που γυρίζει πίσω με χαρά; Κι εμένα, η καρδιά μου το ξεύρει. Όπου φτώχεια και πόνος! Έχω τραβήξει στη ζωή μου!… Σάματις* από καλοσύνη ήρθα; Παιδί γνώρισα την προσφυγιά, μεγάλος την ξενιτιά. Τσορμπατζήδες* μεγάλοι ήταν οι δικοί μου στη Στράντζα της Ανατολικής Θράκης…»
«Κι εμάς οι ρίζες μας είναι απ’ την Προύσα της Μικρασίας!» αποκρίθηκε ο Στέφανος. «Καταπώς λένε οι δικοί μου, κι εμείς στην Πατρίδα ήμασταν πολύ καλά στη βολή μας. Ασκαμνιές, κουκούλια, μετάξια… Μα εγώ, απ’ όντας γεννήθηκα, ένα πράμα θυμούμαι, τη φτώχεια. Οι παππούδες κι οι γονιοί μας, δε λέω, πάλεψαν οι καημένοι με νύχια και με δόντια να στήσουνε καινούργιο νοικοκεριό. Μα τι μπορείς να κάμεις όταν αρχινάς μ’ ένα μπόγο; Βοήθεια από πουθενά! Εμείς, πέντε αδέρφια, γυρνούσαμε στο χωριό ξυπόλυτα, με ρούχα τριμμένα, μπαλωμένα. Ε, μεγαλώσαμε, παντρευτήκαμε κι επέσαμε με τα μούτρα στα καπνά. Τυράννια… παιδεμός!... Κι από παράδες; Ό,τι πει ο έμπορας. “Τόσα, κι άμα θέλεις. Αλλιώς, κάψ’ τα!” Κι αζύγιαστα, με το μάτι. Να τσιγαρίζεται η φαμίλια ούλονα το χρόνο και να χρωστάς κι από πάνω. Να καβουρντίζεις και ν’ αλέθεις ρεβίθια, για να πιεις “καφέ”. Να βλέπεις τα παιδιά σου να παίρνουνε τα γράμματα, να θέλεις να τα στείλεις στο γυμνάσιο και να μη μπορείς. Να τ’ αγοράζεις παπούτσια δυο νούμερα παραπάνω, για να τα έχουνε και του χρόνου που θα μεγαλώσει το ποδάρι τους. Τι να πρωτοθυμηθώ; Το τεφτέρι στο μπακάλη που ήτανε γκαστρωμένο; Τους γιατρούς και τα νοσοκομεία; Πούλα το χωράφι να γιατρευτείς. Και για να μπεις στο νοσοκομείο, χαρτί κι απ’ το βουλευτή, το ρουφιάνο, που σε ρωτάει και τι ψήφους θα φέρεις. Γι’ αυτό, τα μούντζωσα όλα και βρέθηκα στη Γερμανία. Σάματις* από καλοσύνη ήρθα; Άμα δεν έχεις ψωμί για τα παιδιά σου, δεν κάθεσαι με σταυρωμένα τα χέρια. Βγάζεις το διαβατήριο, παίρνεις των ομματιών σου και φεύγεις. Και είναι αλήθεια πως χόρτασα ψωμί, μα το πλέρωσα με της ψυχής μου το ξόδεμα».
«Μπρε, ψωμί τρως, δε λέω, αμμά τι ψωμί! Πικρό, φαρμάκι!» αποκρίνεται ο Σταμάτης. Και χωρίς να χάσει καιρό κατεβάζει απ’ το ράφι μια τσάντα, βγάζει από μέσα ένα μαγνητόφωνο και πατάει το κουμπί.
Το ψωμί της ξενιτιάς είναι πικρό,
το νερό της θολό και το στρώμα σκληρό.
Τα λεφτά που αποχτάς τα βλαστημάς,
υποφέρεις, πονάς, την Πατρίδα ζητάς...
Ένα μακρόσυρτο «σσσς!» ακούγεται στο διάδρομο, και κεφάλια πολλά στριμώχνονται στην πόρτα του κουπέ. Δε μιλάει κανείς. Εκκλησία! Οι καρδιές ματώνουν.
Ο Καζαντζίδης είναι ο δικός τους άνθρωπος, ο Στέλιος τους, η συντροφιά τους. Τραγουδάει τη ζωή τους, μαλακώνει τα ντέρτια τους, αλαφρώνει τους καημούς και τις πίκρες τους, ζεσταίνει την κρύα κάμαρη της ξενιτιάς, φέρνει την Πατρίδα κοντά τους. Μα φέρνει και δάκρυα. Τραγουδάνε και κλαίνε. Κι οι άντρες κλαίνε!
«Γεια σου, Στελάρα, με τη φωνάρα σου! Καλά που έχουμε και σένα!» φωνάζουν πολλοί, σαν να είναι συνεννοημένοι, μόλις τελειώνει το τραγούδι. Μα φαίνεται πως απ’ το διπλανό κουπέ ζήλεψαν.
Μέσα στο τρένο Γερμανίας-Αθηνών
στην τρίτη θέση, σε μιαν άκρη καθισμένος,
αφήνω πίσω μου το μαύρο παρελθόν
και φεύγω στ’ άγνωστο, φτωχός κι αδικημένος…
Το τραγούδι τελειώνει. «Πατριώτες, η εκκλησία σκόλασε» ακούγεται από δίπλα μια μισοκλαμένη φωνή. Στο κουπέ του Θεοχάρη ξαναπιάνουν την κουβέντα.
Γεώργιος Μάνος
Η ΨΥΧΗ ΤΟΥΣ ΟΜΩΣ ΕΜΕΙΝΕ ΠΙΣΩ
Ιστορικό μυθιστόρημα
Εκδόσεις Λόγος & Εικόνα
Απόσπασμα
Εσείς, Δέσποινα Στεφανίδου, Alexandros Omiriadis και 543 ακόμη
154 σχόλια
82 κοινοποιήσεις
Μου αρέσει!
Σχόλιο
Κοινοποίηση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)