Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2020

Γ. Μάνος- Η ψυχή τους όμως έμεινε πίσω...

 Georgios Manos

Κάποια Χριστούγεννα αλλιώτικα,
όταν ο Ελληνισμός της Ανατολής
γιόρταζε ακόμη στην Πατρίδα.
Σάββατο, 22 Δεκεμβρίου1907.
Η Σχολή στη Ραιδεστό έκλεισε κι ο Δημήτρης πήγε στο χωριό του να περάσει τις γιορτές κοντά στους δικούς του. Όπως κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, βρήκε τους χωριανούς του να καταγίνονται με τις τελευταίες ετοιμασίες. Οι γυναίκες να στρώσουν τα γιορτινά, να ψήσουν τις πίτες, τους κουραμπιέδες και τα μπουρέκια. Οι άντρες να σφάξουν το γουρούνι, να ετοιμάσουν τα σουτζούκια και τους καβουρμάδες*, να παστώσουν το λαρδί*, να φροντίσουν για το κρασί και το ρακί. Η χαρά ξεχείλιζε σ’ όλα τα σπιτικά.
Όμως, την Κυριακή το μεσημέρι, προπαραμονή των Χριστουγέννων, την ώρα που οι γυναίκες φούρνιζαν τους ταβάδες με τα γλυκά και τα μπουρέκια, και το χωριό βούιζε απ’ άκρη σ’ άκρη απ’ τις τσιρίδες των γουρουνιών που σπαρταρούσαν κάτω απ’ το κοφτερό μαχαίρι, απανωτά χτυπήματα της καμπάνας σκέπασαν όλες τις φωνές και ξεσήκωσαν το χωριό.
Το μαντάτο το έφερε ένα παλικαράκι, ο Σταυράκης, που πήγε με το γαϊδουράκι του στο καλύβι που είχαν στο μποστάνι*, να φέρει καβούνια*, απ’ αυτά που κρατάνε και το χειμώνα. Όμως, μόλις έπιασε τον κατήφορο, βλέπει τη θάλασσα φουρτουνιασμένη κι ένα καΐκι ξεβρασμένο στη στεριά. Σαν ζύγωσε λίγο ακόμα, βλέπει κι ανθρώπους πολλούς, άλλους ξαπλωμένους στην αμμουδιά κι άλλους μες στο νερό να παλεύουν με τ’ αφρισμένα κύματα. «Αμάν, εδώ πινίγουνται ανθρώπ’!» λέει τρομαγμένος. Ξεχνάει τα καβούνια*, καμτσικώνει το γαϊδουράκι του και γυρνάει με καλπασμό στο χωριό. Άκουγε στα νυχτέρια* τους παλιούς ν’ αφηγούνται ιστορίες με φουρτούνες και πνιγμένους, μα νόμιζε πως όλα αυτά γίνονται μόνο στα μουχαμπέτια*. Από μακριά, ακόμα, άρχισε να φωνάζει και να κουνάει τα χέρια του.
«Κοσέψτε*, χωριανοί! Κάτ’ στον κόρφο*, η θάλασσα έβγαλε όξω ένα καγίκ’. Ο γιαλός είναι γιομάτος πινιμένους… και μέσα πολλοί παλεύουνε ακόμα με τα κύματα...».
Ένας έτρεξε κι άρχισε να χτυπάει την καμπάνα της Παναγίας. Η είδηση έφτασε σαν αστραπή σ’ όλα τα σπίτια. Χωρίς χασομέρι, οι άντρες παράτησαν τα γουρούνια μισογδαρμένα στα τσεγκέλια, οι γυναίκες τούς φούρνους μισοκαμένους και τους ταβάδες αφούρνιστους, άρπαξαν ρούχα, κιλίμια, χράμια και κουρελούδες, κι έτρεξαν στο γιαλό. Με κάρα, με άλογα, με γαϊδούρια, πολλοί και με τα πόδια. Με το που ζύγωσαν, γνώρισαν το καΐκι. Ήταν «ο Κώστας», το μοτόρι της γραμμής που κινούσε απ’ την Πόλη, έπιανε Σηλύβρια, Ηράκλεια, Ραιδεστό, Γάνο, Χώρα, Ηρακλείτσα, Μυριόφυτο, Περίσταση και Καλλίπολη, και την άλλη μέρα έκανε το δρομολόι ανάποδα. Πέντε ώρες να πάει, πέντε να γυρίσει.
Έξω, στην αμμουδιά, βρήκαν ξεβρασμένους ναυαγούς πολλούς, που άλλοι προσπαθούσαν να σηκωθούν κι άλλοι έμοιαζαν ασάλευτοι. Μα και μέσα στη θάλασσα, κεφάλια και χέρια έβγαιναν πού και πού απάνω απ’ τον αφρό και, μαζί με τη βοή της φουρτούνας, ακούγονταν φωνές, κλάματα, «βοήθειααα!» Κάποιοι πάλευαν να βγουν έξω, αλλά μόλις κατάφερναν να ζυγώσουν στην αμμουδιά, ένα θεόρατο κύμα τούς άρπαζε και τους τράβαγε πάλι μέσα, κι ύστερα, ένα άλλο κύμα τους σαβούρνταγε* με δύναμη έξω σαν καρυδότσουφλα. Ο καπετάν Ανέστης απ’ την Καλλίπολη, μαζί με τον γιατρό τον Νικόλα απ’ το Μυριόφυτο, πάλευαν να σώσουν όσο πιο πολλούς μπορούσαν. Έπεφταν στη θάλασσα, άρπαζαν απ’ τα κύματα τους ναυαγούς, τους έβγαζαν έξω, τους ξάπλωναν μπρούμυτα και τρέχοντας έπεφταν πάλι στο νερό. Κι οι χωριανοί, μόλις έφτασαν, δεν έμειναν με σταυρωμένα τα χέρια. Παλιοί θαλασσομάχοι, ήξεραν από ναυάγια. Άλλοι βούτηξαν μέσα κι άλλοι παραστέκονταν αυτούς που ήταν ξαπλωμένοι έξω. Όσους συνέρχονταν, τους κουκούλωναν οι γυναίκες με κουρελούδες, κι οι άντρες τούς πήγαιναν με τα κάρα στο χωριό.
Σαν έβγαλαν από μέσα και τους τελευταίους ναυαγούς όλοι ένιωσαν ανακούφιση κι ένα χαμόγελο έσκασε στα χείλη τους. Στον δρόμο για το χωριό, τα σαγόνια τους χτυπούσαν δυνατά απ’ το κρύο, ένιωθαν κατάκοποι και ξεπαγιασμένοι, μα ήταν χαρούμενοι και δόξαζαν το Θεό που κατάφεραν να μη χαθεί άνθρωπος.
Στο μεταξύ, παπάδες, δάσκαλοι και αζάδες* άνοιξαν το μεγάλο σχολείο και μπουμπούνισαν τις σόμπες. Την ίδια ώρα, οι γυναίκες κουβάλησαν στεγνά ρούχα, σκεπάσματα, ζεστό τσάι και φαγώσιμα, και φρόντισαν τους ναυαγούς. Εκείνοι, σαν ζεστάθηκαν κι έφαγαν, άρχισαν σιγά σιγά να συνέρχονται, να φεύγει η τρομάρα απ’ τα μάτια τους, και να λένε κι από καμιά κουβέντα. Από πού είναι, πώς έγινε το κακό… Οι πιο πολλοί ζούσαν στην Πόλη και πήγαιναν στα χωριά τους για τα Χριστούγεννα. Ανάμεσά τους και μερικοί που πήγαν στην Πόλη να ψωνίσουν για τα Χριστούγεννα. Πιο χωρατατζής απ’ όλους ήταν ο παππούς ο Νικολάκης απ’ την Περίσταση. Συνήρθε απ’ τους πρώτους και με τα χωρατά του τους έκανε όλους να γελούν.
«Εγώ, για να σας πω την αμαρτία μ’, πατριώτες, όντας* το καγίκ’ αρχίνσε να πααίν’ μια απάν’, μια κάτ’, και να γιομόζ’ νερό, τα μποκλάτσα*. Λέω μέσα μ’, “Νικολάκ’, πάει, σώθκανε τα ψωμιά σ’…, ήρτε η ώρα σ’, κάμε τώρα το σταυρό σ’ και σφάλιε* τα μάτια προτού πας στον πάτο”. Έκαμα, που λέτε, το σταυρό μ’, γύρεψα κι απ’ το Θεγιό να με σχωρέσ' τ’ αμαρτήματα μ’ και καρτερούσα να βουλιάξμε. Λυπούμνα μοναχά τα παιδούδια που δεν πρόφταξαν, τα καημένα, να χαρούνε τη ζωή… Μα, φαίνεται, τα λυπήθκε ο Θεγιός και, κοντά σ’ αυτά, σώθκα κι εγώ… Ευτυχώς, γιατί αλλιώς θα πάθαιναμ’ σαν του Αθηνόδωρου* το γιο… Το ξεύρετε το τραγούδ’ του Αθηνόδωρου* του Ροδοστιανού*; Ούλος ο ντουνιάς το ξεύρει» είπε και δίχως να καρτερεί απόκριση άρχισε να τραγουδάει.
«Μια συννεφιασμένη μέρα και μια σκοτεινή βραδιά,
βάρκα γύρισε καβάκι* και πνιγήκαν δυο παιδιά.
Το 'να ήτανε ο Νίκος τ' Αθηνόδωρου ο γιος
τ' άλλο ήταν Αρμενάκι στο Ροδόστο* ξακουστό.
Αθηνόδωρος φωνάζει, τάζει λίρες εκατό,
μόν' το Νίκο μου να βγάλτε ζωντανό απ' το γιαλό.
Θάλασσα δε θέλ’ παράδες, θάλασσα δε θελ' φλουριά,
θάλασσα θέλει το Νίκο να τον έχει συντροφιά».
Σιγά σιγά ξεθάρρεψαν κι άλλοι, κι η κουβέντα απλώθηκε. Όλες αυτές τις ώρες, δυο άνθρωποι δεν κάθισαν καθόλου. Ο γιατρός κι ο καπετάνιος. Παρόλο που ήταν αποκαμωμένοι απ’ τη θάλασσα, δεν σταμάτησαν ούτε στο σχολείο να τρέχουν από ναυαγό σε ναυαγό, να ρωτούν πώς είναι, άμα θέλουν τίποτα, άμα κρυώνουν, άμα πεινούν.
……
Μόλις ο γιατρός κάθισε αποκαμωμένος κοντά στη σόμπα να πάρει μιαν ανάσα, έπεσαν απάνω του όλοι οι χωριανοί. «Γιατρέ, ο Θεγιός σ’ έστειλε! Η μάνα μ’ νε* τρώει νε κρέν’*. Έλα να τήνε διεις κομματάκ’!», «έλα να διεις τον πατέρα μ’!», «έλα να διεις τον άντρα μ’!». «Έλα» ο ένας, «έλα» ο άλλος, το μισό χωριό ήθελε γιατρό. Κι εκείνος, παρ’ όλη την κούραση, όχι δεν είπε σε κανέναν, καρδιά δεν χάλασε. Μόνο παρακάλεσε τον Δημήτρη, που ήταν δίπλα του, να γράψει σ’ ένα χαρτί αυτούς που έπρεπε να δει. «Τώρα πάτε στα σπίτια σας και θα έρθω, μη χολοσκάτε. Απ’ όλους θα περάσω» τους είπε. Έφαγε βιαστικά λίγο ψωμί με τυρί, και κίνησε. Από σπίτι σε σπίτι, όλη νύχτα γύρισε και τους έξι μαχαλάδες. Πήγε ακόμα και στον τούρκικο, τον Αγάδικο.
Εκείνη τη νύχτα ούτε ο Δημήτρης κοιμήθηκε. Με ένα φανάρι στο χέρι, έτρεχε πλάι στο γιατρό και του έδειχνε τα σπίτια που τον περίμεναν. Κι όπως τον έβλεπε να φροντίζει τους αρρώστους και να τους γλυκομιλάει, τον θαύμαζε για την καλοσύνη του και την ανθρωπιά του. Την ώρα που οι άρρωστοι κι οι συγγενείς τους τον κοίταζαν με λαχτάρα στα μάτια και κρέμονταν απ’ τα χείλη του, εκείνος με το χαμόγελο και τον γλυκό του λόγο, γαλήνευε την ψυχή τους και τους έκανε να ελπίζουν, να χαμογελούν και να του σφίγγουν θερμά το χέρι από ευγνωμοσύνη. «Θεού άνθρωπος είναι αυτός!» σκεφτόταν ο Δημήτρης, που δεν φανταζόταν πως υπάρχουν τέτοιοι γιατροί.
Εκείνα τα Χριστούγεννα, ο Δημήτρης χάρηκε κοντά στη φαμίλια του, έψαλε στο ψαλτήρι της Αγια-Βλαχέρνας, κουβέντιασε με τους συγχωριανούς του στους καφενέδες, γύρισε σε πολλά σπίτια για ευχές, κάθισε σε γιορτινά τραπέζια, έφαγε, ήπιε, τραγούδησε, χόρεψε, αλλά ο νους του δεν ξεκολλούσε απ’ τον γιατρό. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως ένας άνθρωπος έδωσε τόση χαρά σ’ ένα ολόκληρο χωριό. Κι ο θαυμασμός του γι’ αυτόν μέρα με την ημέρα μεγάλωνε, καθώς κάθε λίγο ακούγονταν ευχάριστα μαντάτα: «Ο Γιώργης, με το γιατρικό που πήρε, άνοιξε τα μάτια τ’!», «η Δέσποινα αρχίνσε να τρώει!», «ο μπαρμπα-Μανώλης ήρτε στον εαυτό τ’ και γνωρίζ’ προσώπατα!». Και τελευταία, η είδηση που τους έφερε καταχαρούμενη η Εριφύλη: «Δόξα τω Θεγιώ, ο Κωσταντής μου σήμερις σηκώθκε στο ποδάρ’!»
Ανήμερα του Αγίου Βασιλείου, στο γιορτινό τραπέζι, η κουβέντα ήρθε και στους ναυαγούς.
«Εγώ τον ζήλεψα...» αποκρίθηκε ο Δημήτρης. «Να τον βλέπατε πώς μιλούσε, πώς παρηγορούσε… Χαμογελαστός, γλυκομίλητος… Και τι, δεν καταδέχτηκε να πάρει ούτε ένα γρόσι! Πήγαιναν να τον δώσουνε, κι αυτός τα γύριζε πίσω. “Κράτα τα, κορίτσι μ', για τα γιατρικά”, “κράτα τα, γιαγιά, να πάρεις λίγο κρεατάκι για τον παππού”, “να πάρεις ένα ρουχάκι στο παιδί”, «γιορτές είναι, θα σε χρειαστούνε»… Όλοι τον κοίταζαν στα μάτια, τον αγκάλιαζαν… τι να σας πω! Στ’ αλήθεια τον ζήλεψα. Πολύ θα ήθελα να είμαι στη θέση του».
Γεώργιος Μάνος
Η ΨΥΧΗ ΤΟΥΣ ΟΜΩΣ ΕΜΕΙΝΕ ΠΙΣΩ
Απόσσπασμα
Γλωσσάρι.
Σφάλιε = σφάλι(σ)ε, κλείσε. Σφαλίζω = κλείνω
Αζάς = προεστός, δημογέροντας
Αθηνόδωρος Δημητρίου = Έλληνας πρόκριτος, τσορμπατζής της Ραιδεστού με πολλά στρέμματα, τα οποία το 1913 οι Τούρκοι τα απαλλοτρίωσαν και τον ίδιο τον εξόρισαν.
Γύρισε καβάκι = αναποδογύρισε, γύρισε τούμπα
Καβούνι = πεπόνι
Καβουρμάς = κρέας βρασμένο στο λίπος του χωρίς νερό
Κόρφος = λιμανάκι
Κοσεύω = τρέχω
Λαρδί = παστό λίπος χοιρινού
Μουχαμπέτι = κουβεντολόι να περνάει η ώρα
Μουχτάρης = εκλεγμένος πρόεδρος του χωριού
Μποκλατίζω = εξαντλούμαι, εξουθενώνομαι, παραδίνομαι, χάνω τις δυνάμεις, παραλύω
Μποστάνι = χωράφι με καρπούζια και πεπόνια
Νυχτέρι = νυχτερινή συγκέντρωση φίλων και συγγενών στο σπίτι, συνήθως τον χειμώνα, για να περάσουν κουβεντιάζοντας τη βραδιά.
Ροδόστο = Ραιδεστός
Σαβουρντάω = πετάω κάτι με δύναμη καταγής
Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο, κείμενο που λέει "ΓΕΩΡΓΙΟΣ EMM. ΜΑΝΟΣ ΞΕΡΙΖΩΘΗΚΑΝ TO '22, ΞΕΝΙΤΕΥΤΗΚΑΝ TO '60 Η ΨΥΧΗ ΤΟΥΣ όμως EMEINE ΠΙΣΩ Ιστορικό μυθιστόρημα 2 AILOGOS & eikona"
162
20 σχόλια
9 κοινοποιήσεις
Μου αρέσει!
Σχόλιο
Κοινοποίηση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)