Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2015

Βαρουφάκης: Γιατί κατεβαίνω με τον ΣΥΡΙΖΑ

Βαρουφάκης: Γιατί κατεβαίνω με τον ΣΥΡΙΖΑ

Ο Γιάννης ΒαρουφάκηςΟ Γιάννης Βαρουφάκης
“ Ο γνωστός οικονομολόγος εξηγεί τους λόγους για τους οποίους αποδέχτηκε την πρόταση να είναι υποψήφιος βουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ (Β ΑΘΗΝΩΝ) στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου ”
Του Γιάννη Βαρουφάκη
Παρασκευή, 09 Ιανουαρίου 2015 21:40
Πριν τις εκλογές του 2012 εξηγούσα, εδώ στο protagon, γιατί έφυγα. Σήμερα, επανέρχομαι μ’ άλλο ένα προσωπικό σημείωμα εξηγώντας γιατί επέστρεψα και μάλιστα με σκοπό να κατέβω στις εκλογές. Όπως σχεδόν όλες οι σύγχρονες νεοελληνικές ιστορίες έτσι κι αυτή η ιστορία ξεκινά με τη χρεοκοπία του ελληνικού δημοσίου περί τα τέλη του 2009, αρχές του 2010.

Πριν από πέντε χρόνια το ελληνικό κράτος πράγματι χρεοκόπησε κι η χώρα ήρθε αντιμέτωπη με μια σκληρή επιλογή μεταξύ (Α) της αποδοχής της χρεοκοπίας του κράτους μας, και (Β) της άρνησής της.

Αυτή η σκληρή επιλογή γρήγορα μεταφράστηκε στο δίλημμα μεταξύ του (Α) να πασχίσουμε ώστε πάση θυσία να λάβουμε το μεγαλύτερο δάνειο στην ανθρώπινη ιστορία με σκοπό τη συνέχιση των αποπληρωμών των δόσεών μας (υπό όρους λιτότητας που συρρικνώνουν τα εισοδήματα από τα οποία νέα και παλαιά δάνεια θα έπρεπε να αποπληρωθούν), ή (Β) να επιμείνουμε πάση θυσία στην αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους πριν συναφθεί οποιαδήποτε νέα δανειακή συμφωνία.

Από τον Ιανουάριο του 2010 επιχειρηματολογούσα ότι η «φυσική» τάση της καθεστηκυίας τάξης να μη θέλει να παραδεχθεί τα κακά μαντάτα, να αρνείται την πτώχευση, να προσποιείται ότι πρόκειται για πρόβλημα ρευστότητας (που αντιμετωπίζεται με δανεισμό) επεκτείνοντας τη χρεοκοπία στο μέλλον (μέσω των νέων δανείων), να επαφίεται σε δήθεν μεταρρυθμίσεις (που δεν την αγγίζουν), θα απέβαινε καταστροφική για τον τόπο και δηλητηριώδης για την Ευρώπη.

Σχεδόν πέντε χρόνια μετά, η απλή διαπίστωση ότι το ελληνικό δημόσιο πτώχευσε, και πως η πτώχευση δεν ξεπερνιέται με δανεικά και λιτότητα, χαρακτηρίζεται από τους κατέχοντες την εξουσία «πρόθεση να χρεοκοπήσω τη χώρα», όπως μόλις με κατηγόρησε η εκπρόσωπος της ΝΔ. Την κα Σπυράκη βέβαια πρόλαβαν χρόνια πριν οι εκπρόσωποι των κυβερνήσεων Παπανδρέου και Παπαδήμου που με ονόμαζαν «αρχιερέα της χρεοκοπίας». Κάτι σαν τους συγγενείς ασθενούς που χαρακτηρίζουν τον ογκολόγο που διέγνωσε καρκίνο ως θιασώτη της κακοήθειας, θεραπαινίδα του καρκίνου...

Παρά τη σφοδρότατη κριτική που άσκησα στην κυβέρνηση των κυρίων Παπανδρέου-Παπακωνσταντίνου από τα τέλη του 2009 μέχρι και το 2012 ήλπιζα ότι μπορούσα να φανώ χρήσιμος ως συνομιλητής όλων των πολιτικών κομμάτων (πλην των Ναζί) που ήθελαν να συζητήσουν τρόπους απόδρασης από το αδιέξοδο της εφαρμοζόμενης πολιτικής. Έκρινα ότι η καθίζηση της ελληνικής μακρο-οικονομίας ξεπερνούσε τις κομματικές (και τις προ του 2008) αντιπαραθέσεις και, για αυτό τον λόγο, ότι μπορούσε να σφυρηλατηθεί μια πλατειά υπερ-κομματική συναίνεση όσον αφορά τη στρατηγική απεγκλωβισμού από την ανατροφοδοτούμενη αλλά ανομολόγητη χρεοκοπία.

Πράγματι, το 2010 και το 2011 συχνά συνομιλούσα με υψηλόβαθμα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, της (τότε αντιμνημονιακής) ΝΔ, και με τον Αλέξη Τσίπρα προσωπικά. Σε δημοσιογράφους και φίλους που με ρωτούσαν αν θα με ενδιέφερε να κατέβω στον κοινοβουλευτικό-κυβερνητικό στίβο, η απάντησή μου ήταν εμφατικά αρνητική: «Νομίζω» απαντούσα συστηματικά, «ότι είμαι χρησιμότερος ως ειλικρινής συνομιλητής όλων παρά ως ένας ακόμα κομματικός που αναπαράγει, θέλοντας και μη, τη γραμμή του κόμματος το οποίο υπηρετεί, στρέφοντας τους υπόλοιπους εναντίον του.».

Εκείνη η περίοδος ανοικτών και χρήσιμων συζητήσεων έληξε με την ορκωμοσία της κυβέρνησης Παπαδήμου-Βενιζέλου η οποία περιχαράκωσε πλήρως τον Μνημονιακό χώρο πίσω από ένα τείχος σιωπής και κυνισμού. Από τις πρώτες μέρες ήταν προφανές ότι, με τις τύχες τραπεζιτών και συστημικών ΜΜΕ να κρέμονται από την υπογραφή και εφαρμογή του 2ου Μνημονίου, εξανεμίστηκε η οποιαδήποτε δυνατότητα διαλόγου με όσους συνδιαμόρφωναν, ή «βασίζονταν» στο, νέο δάνειο των 130 δισ. (και συγκεκριμένα των 50 δισ. που είχαν λαμβάνειν οι τράπεζες). Φαίνεται ότι τα «λεφτά ήταν πολλά» για να διατηρήσουν ανοικτές γραμμές επικοινωνίας όσοι επέλεξαν να υπηρετήσουν το «όραμα» της κυβέρνησης Παπαδήμου – ένα «όραμα» που, τουλάχιστον κατ’ εμέ, έδενε τη χώρα για δεκαετίες στη χρεοδουλοπαροικία (ωθώντας με στη συγγραφή άρθρου με τίτλο ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ) και οικοδομούσε (με τα «ζεστά» νέα δανεικά) τη νέα μορφή κλεπτοκρατίας που ονόμασα Πτωχοτραπεζοκρατία.

Κάπως έτσι φτάσαμε στις διπλές εκλογές του 2012 όταν για πρώτη φορά εξέφρασα ευθαρσώς την υποστήριξή μου στον ΣΥΡΙΖΑ ως το μόνο φιλοευρωπαϊκό κόμμα του οποίου η ηγεσία ήταν αποφασισμένη να έρθει αντιμέτωπη με την πικρή αλήθεια ότι η ευρωπαϊκή ηγεσία πορευόταν σε δρόμο αντι-Ευρωπαϊκό. Ότι αναλωνόταν σε ατραπούς που υπονόμευαν την ίδια τη Δημοκρατική Ευρώπη με την εμμονή σε τοξικές πολιτικές που στήθηκαν στην πλάτη της Ελλάδας προτού εξαχθούν στην υπόλοιπη Ευρώπη σκορπώντας παντού την ύφεση αρχικά, τον αποπληθωρισμό κατόπιν.

Από τότε τα γεγονότα ήρθαν καταιγιστικά να ενισχύσουν την άποψη εκείνη: Η αθέτιση της υπόσχεσης της συγκυβέρνησης να επαναδιαπραγματευτεί το χρέος, η απόρριψη από τους κυρίους Στουρνάρα και Σαμαρά της πρόσκλησης της κας Λαγκάρντ για σύμπραξη με το ΔΝΤ ώστε να κουρευτεί το χρέος μας προς την ΕΚΤ και στην ΕΕ, η επιθετική ανοησία του Greek Success Story, ο αυταρχισμός που ήρθε στο αποκορύφωμά του με το «μαύρο» στην ΕΡΤ (και έφερε την επανασύσταση της ΥΕΝΕΔ-ΝΕΡΙΤ), τα ακροδεξιά παίγνια με τη «σοβαρή Χρυσή Αυγή» (πριν την δολοφονία του Παύλου Φύσσα), το σκάνδαλο της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών (καθώς και τα φαντάσματα-ομόλογα που διακινούν μέχρι και σήμερα οι τραπεζίτες κάτω από το ραντάρ του Κοινοβουλίου και της κοινής γνώμης), η σικέ έξοδος στις αγορές του περασμένου Απριλίου, η προσποίηση ότι το χρέος έγινε (ως δια μαγείας) βιώσιμο και η χώρα όπου να 'ναι βγαίνει από τα Μνημόνια και κολυμπά χωρίς σωσίβια στις αγορές – όλα αυτά συνιστούσαν την εικόνα ενός καθεστώτος που μόνο στον φόβο των αδύναμων και στο ψέμα των επιτήδειων μπορεί να βασιστεί.

Τον περασμένο Απρίλιο ο Αλέξης Τσίπρας με τίμησε με την πρότασή του να είμαι στο ευρω-ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ. Αρνήθηκα επειδή σκέφτηκα ότι, αν είναι να συμμετάσχω στην εκλογική διαδικασία, αυτό θα είχε αξία μόνο για να επιστρατευτώ κάνοντας κάποια πολύ συγκεκριμένη δουλειά που να νιώθω ότι μπορώ (και που θέλω) να φέρω εις πέρας. Στην Ευρωβουλή, για την οποία δεν τρέφω καμία εκτίμηση, κάτι τέτοιο δεν θα ήταν δυνατόν. Πέντε χρόνια ατέρμονων εσωστρεφών συζητήσεων σε ένα δήθεν κοινοβούλιο (στερούμενο του δικαιώματος να νομοθετεί) δεν αποτελούσε σοβαρό λόγο να αφήσω τους φοιτητές μου και να ζητήσω την ψήφο των συμπολιτών μας.

Από τα μέσα του 2013 ξένιζα πολλούς αναγνώστες με την εκτίμηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κάνει τη διαφορά στην Ελλάδα μόνο και μόνο επειδή έχει τη δυνατότητα να αλλάξει, προς το καλύτερο, την Ευρώπη (βλ. άρθρα στη New York Times και Boston Review). Το ομολογουμένως «απρόσμενο» σκεπτικό μου στηριζόταν σε μια απλή λογική και για αυτό απέκτησε ερίσματα σε σοβαρούς κύκλους στο εξωτερικό (βλ. π.χ. εδώ, εδώ κι εδώ): Η Ευρώπη δεν έχει έλλειμμα καλών ιδεών και έξυπνων ανθρώπων. Ο μόνος λόγος που παραμένει καθηλωμένη σε αδιέξοδες πολιτικές είναι το πέπλο της σιωπής που καλύπτει τις διαβουλεύσεις σε συνόδους κορυφής, Eurogroup, Ecofin κ.λπ. Ένας Ευρωπαίος πρωθυπουργός να τολμήσει να πει την αλήθεια, να ξεκινήσει μια «απαγορευμένη» συζήτηση, αμέσως θα απελευθερώσει τους υπόλοιπους και θα δώσει το έναυσμα για τον θεραπευτικό διάλογο που έως σήμερα απλά δεν έχει τολμήσει κανείς να ξεκινήσει στην Ευρώπη. Δεν με ενδιαφέρει ποιος θα τον ξεκινήσει. Με ενδιαφέρει να ξεκινήσει. Ο Αλέξης Τσίπρας με έχει πείσει ότι, αν του δοθεί η ευκαιρία, θα το κάνει.

Όταν λοιπόν μου ζητήθηκε να βοηθήσω μια πιθανή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αναλαμβάνοντας κάποια συγκεκριμένη (κατ’ εμέ σημαντική) ευθύνη, μου ήταν ηθικά και πολιτικά αδύνατον να αρνηθώ, ιδίως όταν διαπίστωσα σύμπτωση απόψεων για τόσο για τον στόχο όσο και για τα μέσα. Αποδέχθηκα λοιπόν την πρόταση. Με μία διαφορά: Ποτέ μου δεν πίστεψα ότι εμείς οι οικονομολόγοι μπορούμε να λειτουργήσουμε ως τεχνοκράτες. Κι όταν προσποιούμαστε τους πολιτικά ουδέτερους τεχνοκράτες λειτουργούμε με τρόπο ακραίως πολιτικό και άκρως αναποτελεσματικό. Δεν είναι θέμα βούλησης. Ο οικονομολόγος δεν μπορεί, όσο και να το ποθεί, να είναι τεχνοκράτης επειδή τα οικονομικά θυμίζουν περισσότερο θεολογία μετά εξισώσεων παρά Φυσικοχημεία. Για αυτό δεν θα αποδεχόμουν να βοηθήσω από μια θέση διορισμένου δήθεν τεχνοκράτη. Για να βοηθήσω, όπως είπα στον Αλέξη Τσίπρα, χρειάζομαι τη δημοκρατική νομιμοποίηση που μόνο ο πολίτης μπορεί να προσφέρει. Στις κάλπες. Για αυτό τον λόγο κατεβαίνω υποψήφιος στις εκλογές. Γιατί στη Β’ Αθηνών; Επειδή πάντα εκεί ψήφιζα.

Κλείνω μοιραζόμενος μια μεγάλη αγωνία που μου προκαλεί η υποψηφιότητα: Κάθε φορά που παρακολουθώ πολιτικά ντιμπέιτ σκέφτομαι ότι είναι το αντίθετο του Σωκρατικού διαλόγου. Και να πειστεί ο Α από τη Β, αν το ομολογήσει «ζωντανά» στον αέρα ότι η Β τον έπεισε, ο Α θα αποκηρυχθεί από το κόμμα του. Αυτή η σκέψη «κλείνει» τον νου στα επιχειρήματα του άλλου μετατρέποντας τα ντιμπέιτ σε μονολόγους-παραστάσεις. Στον θάνατο της διαλεκτικής. 

Ως μη πολιτικός διατηρούσα το δικαίωμα να αλλάζω άποψη στη μέση μιας συζήτησης χωρίς δέσμευση από κανέναν. Θα καταφέρω να διατηρήσω αυτή τη δυνατότητα; Ή μήπως θα «προσαρμοστώ» πιστεύοντας στο αλάθητο της άποψής μου ή, ακόμα χειρότερα, της «γραμμής»; Η μόνη λύση είναι να παραμείνω μη πολιτικός. Να είμαι έτοιμος να πω πράγματα δυσάρεστα όταν κρίνω ότι πρέπει να ειπωθούν. Κάτι που απαιτεί να έχω την παραίτηση στο τσεπάκι έτοιμη να κατατεθεί τη στιγμή που συναισθανθώ πως μεταλλάσσομαι σε αυτό που πάντα απέρριπτα.

Ο Γιάννης Βαρουφάκης είναι υποψήφιος βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ στη Β' Αθηνών

ΠΗΓΗ: protagon.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)