Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2025

Από τη συλλογή Η παραμυθένια πολιτεία (1947) του Νικηφόρου Βρεττάκου

 


Κωνσταντίνα Τσιαντή

Δεν είναι πια το πολυβόλο που θα κρίνει τη λευτεριά.
Δεν είναι πια οι βασανιστές που θα μας καταλύσουν.
Δεν είναι κείνος που θα βγει να σ’ αντιμετωπίσει,
παιδί του αγέρα με τη φυσαρμόνικα!
Άγαλμα του πεζοδρομίου που σε φυσά ο μαΐστρος
στο ένα σου πόδι ενώ σφυρίζεις τους καημούς της πατρίδας
με μια φωνή σαν του ρυακιού που κελαηδεί μες στην καρδιά σου,
-μικρή καρδιά της λευτεριάς που τρέμει όπως η πούλια-
παιδί του αγέρα με τη φυσαρμόνικα!
Αγκάλιασε τις πιπεριές της λεωφόρου το αίμα σου.
Έγινε το αίμα σου πουλί κι ανέβη να μας κελαηδήσει
πάνω απ’ τα κυπαρίσσια του Συντάγματος:
«Τιτίβ, τιτσίου! Μη φοβόσαστε!»
Έγινες το πουλί κι η μυγδαλιά, το άστρο και το παράθυρο.
Ζωγραφισμένο από τις αστραπές στην πόρτα μας,
που την αγκάλιαζεν ο θάνατος τη νύχτα να την παραβιάσει,
έσπρωχνες το σκοτάδι μόνο σου! Και μεις, τι να σου ειπούμε;
Μια τέτοια μέθη αθανασίας δεν τη χωρά η καρδιά μας,
παιδί του αγέρα με τη φυσαρμόνικα!
Και μεις, ποιητή των ποιητών, πώς να σε τραγουδήσουμε!
Σύντροφε της ελπίδας μας, πες μας πώς να σε ειπούμε!
Πες μας, γιατί υποφέρουνε τα χείλη μας!
Δε θέλουμε τα λόγια μας να πέσουνε στο χώμα,
δε θέλουμε να χάσουμε μια τέτοια αποστολή!
Αλλιώς καλύτερα να βγαίναμε να σκοτωθούμε στη μάχη,
αλλιώς καλύτερα να φεύγαμε στους ωκεανούς με τα καράβια,
παρά να κλέβουμε τα ψίχουλα του ψωμιού των απελπισμένων,
όταν εσύ φρουρείς μονάχο τα στενά της νύχτας,
παιδί του αγέρα με τη φυσαρμόνικα!
Θα βγω στον κάμπο να μαζέψω τα πεσμένα φώτα του ήλιου
να πλάσω τις ακτίδες του – τούτο το καλοκαίρι,
να πλάσω τις αχτίδες του σε φύλλα, για να γράψω
τον ουρανό και το τραγούδι σου, Ελληνόπουλο,
γιατί το χώμα δε με φτάνει! Δε με φτάνει το αίμα μου!
Γιατί τα δάκρυα δε φτάνουνε να πλάσω τον πηλό μου!
Τι να το κάνω το σπίτι μου! Έξω σε τραγουδάνε,
έξω μιλούν για σένανε· δε μου φτάνει η φωνή μου!
Θα τρέξω εκεί που σ’ άκουσα να λες «Όχι» στο θάνατο,
θα τρέξω εκεί που πήγαινες σφυρίζοντας αντίθετα
στ’ αστροπελέκι, αντίθετα στη διαταγή και στο γλυκό
ψωμί της γης, αντίθετα
στα γαλανά σου μάτια που ήταν για τον έρωτα!
Και θα τινάξω τους καημούς σου από τις πιπεριές!
Και θα μαζέψω τις φωνούλες σου! Και θα σκεπάσω της ποίησής μου
την Άγια Τράπεζα με τ’ αλατζένιο σου πουκάμισο!
Και θα μαζέψω τ’ αγριολούλουδα, σα να σηκώνω τη σημαία σου
για να τη στήσω με το χάραμα στην είσοδο της πατρίδας,
στην είσοδο του χρόνου και των καραβιών. Σα να σηκώνω
τον «Άρτο» της Ελλάδας απ’ την άσφαλτο,
διάτρητον απ’ τις σφαίρες των εχθρών! Να σε σηκώσω
και να σε βάλω σ’ ένα μπρούτζινο βάθρο και να σφυρίζεις
στο ένα σου πόδι, γέρνοντας αμέριμνα στον ώμο σου,
κάτω απ’ τα συννεφάκια των καιρών
μες στην πλατεία του Συντάγματος!
Πώς να σε ιδώ! Πώς να σε ειπώ! Πώς να σε ζωγραφίσω,
παιδί του αγέρα με τη φυσαρμόνικα!
Από τη συλλογή Η παραμυθένια πολιτεία (1947) του Νικηφόρου Βρεττάκου
Πίνακας Anthony Falbo

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)