Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2025

Κωστής Μοσκώφ (1939 –1998)

 μ



μικρή και μεγάλη οθόνη

 
Ακολουθήστε

Κωστής Μοσκώφ (Θεσσαλονίκη, 15 Νοεμβρίου 1939 – Θεσσαλονίκη, 29 Ιουνίου 1998), ήταν Έλληνας ποιητής, ιστορικός, δοκιμιογράφος, συγγραφέας και δημοσιογράφος. Κατέλαβε σημαντικές διοικητικές και όχι μόνο θέσεις ενώ θεωρείται ένας από τους αξιόλογους εκπροσώπους της αριστερής διανόησης και της μεταπολεμικής λογοτεχνίας της Θεσσαλονίκης. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 15 Νοεμβρίου του 1939. Ο πατέρας του Ηρακλής Μοσκώφ ήταν καπνέμπορος από τον Πόντο ενώ η μητέρα του Αμίνα Αρριγκόνι είχε ιταλική[3] και ισπανοεβραϊκή καταγωγή. Ο παππούς του, Πιέτρο Αρριγκόνι αρχιτέκτονας στο επάγγελμα, έχει χαρίσει μερικά χαρακτηριστικά αρχιτεκτονικά δείγματα στη Θεσσαλονίκη. Η πρώτη κατοικία της οικογένειας ήταν στην περιοχή της Διαγωνίου. Σπούδασε στα Αμερικανικά Κολέγια Αθηνών και Θεσσαλονίκης, στη Νομική Σχολή του Α.Π.Θ., στο Ecole des Hautes Etudes στη Σορβόνη Αναγορεύτηκε διδάκτωρ Ιστορίας και Ανθρώπινης Σκέψης στην Ανώτερη Σχολή Σπουδών στο Παρίσι. Ασχολήθηκε ενεργά με τα κοινά. Επί τρεις τετραετίες ήταν ο πρώτος σε προτίμηση δημοτικός σύμβουλος της Θεσσαλονίκης. Μάλιστα, για ένα διάστημα διετέλεσε δήμαρχος Θεσσαλονίκης, ως πλειοψηφήσας δημοτικός σύμβουλος μετά τον θάνατο του Μιχάλη Παπαδόπουλου (Φεβρουάριος 1982). Ακόμα, ήταν υποψήφιος βουλευτής με το Κ.Κ.Ε, σύμβουλος του Υπουργείου Πολιτισμού και Διευθυντής του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών. Το 1956 συμμετείχε στην πολιτική νεολαία του Γρηγορίου Λαμπράκη, έχοντας επηρεαστεί από τον Οδηγό για τον σοσιαλισμό του Τζορτζ Μπέρναρντ Σω. Από το 1989 και εξής, έδρασε ως Μορφωτικός Σύμβουλος της Ελληνικής Πρεσβείας στην Αίγυπτο. Αξίζει να σημειωθεί ότι, κατά την παραμονή του στην Αίγυπτο, συνέβαλε στη λειτουργία της κατοικίας του Κ. Π. Καβάφη ως μουσείο, ενώ θέσπισε και το λογοτεχνικό βραβείο «Καβάφη» (1991 κ.ε.) Στο μουσείο αυτό, για επτά έτη, πραγματοποιούνταν το ετήσιο λογοτεχνικό συνέδριο για το έργο του Αλεξανδρινού ποιητή. Επιπρόσθετα, ήταν Εκπρόσωπος του Ιδρύματος του Ελληνικού Πολιτισμού στη Μέση Ανατολή, το οποίο επί των ημερών του πραγματοποίησε σειρά από εκδόσεις (μεταφράσεις Ελλήνων λογοτεχνών στην αραβική γλώσσα και το αντίστροφο) και εκδηλώσεις με στόχο τη σύσφιξη των Ελλήνων με την «καθ' ημάς Ανατολή», κατά την προσφιλή του έκφραση. Έγραψε αξιόλογο ιστορικό έργο και ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την ανθρωπογραφία, την κοινωνιολογία και την ιστορία της Ελλάδας. Ως δημοσιογράφος εργάστηκε από το 1988 συμμετέχοντας στη Διαδημοτική Ραδιοφωνία Ένατο Κύμα και στην εφημερίδα Πρώτη. Παντρεύτηκε το 1967 την Πόπη Πασχαλίδου και απέκτησε δύο παιδιά. Το 1970 διαγνώστηκε με καρκίνο στους λεμφαδένες, από τον οποίο και κατέληξε τελικά. Πέθανε στη Θεσσαλονίκη στις 29 Ιουνίου του 1998. Αναπαύεται στο πατρικό του κτήμα στον Πλαταμώνα όπου και συνέγραψε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του. Πέντε έτη μετά το θάνατό του, πραγματοποιήθηκε εκδήλωση τιμής στη μνήμη του στο Κάστρο του Πλαταμώνα (Σεπτέμβριος 2003) Το έργο του Μοσκώφ ήταν πολυπληθές και ποικίλο. Διακρίθηκε σε μία πλειάδα μορφών γραπτού λόγου και συγκεκριμένα στην ποίηση, το πεζογράφημα, το δοκίμιο και το άρθρο. Στις βασικές του επιρροές ανήκουν ο Κ. Π. Καβάφης, ο Αμερικανός ποιητής Έζρα Πάουντ, ο Σαλβαντόρ Κουαζιμόντο και μοντέρνοι Εβραίοι ποιητές Η επιρροή που του άσκησε η αριστερή διανόηση διαπερνά βαθύτατα το έργο του. Μολονότι μαρξιστής, προσπάθησε να ξεπεράσει με το ιστορικό του έργο τη μηχανιστική οπτική της μαρξιστικής ιστοριογραφίας. Συνέδεσε τον κομμουνισμό με τον ορθόδοξο Χριστιανισμό και την ιστορικοϋλιστική μεθολογία με τη μεταφυσική του τελευταίου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας μαρξιστικής θεολογίας.[9] Παρόμοιους στόχους είχε και με τη συγγραφή γεωγραφίας, πολιτικής ιδεολογίας και, εν τέλει, λογοτεχνίας. Το πρώτο του βιβλίο Η εθνική και κοινωνική συνείδηση στην Ελλάδα - Ιδεολογία του μεταπρατικού χώρου (1972) αναπαράγει την έννοια που πρώτος πρότεινε ο Φερνάν Μπρωντέλ για τη «μακρά διάρκεια της Ιστορίας». Η ποίησή του κινήθηκε θεματικά γύρω από τον έρωτα και την ιστορία. Κεντρική θέση στο έργο του κατέχει η γενέτειρα Θεσσαλονίκη. Ο ίδιος έγραψε στο βιβλίο του Θεσσαλονίκη 1700-1912: Τομή της μεταπρατικής πόλης: «Η αίσθηση του άλλου, ο έρωτας εντοπίζεται στον άνθρωπο της Θεσσαλονίκης, όπου και αν αυτός βρίσκεται και όπου τον έχει τοποθετήσει η θέση του μέσα στο σύστημα». Επιπροσθέτως, ο πεζογράφος Γιώργος Ιωάννου τον καταλογίζει, μαζί με τον ίδιο και το Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη στους Θεσσαλονικείς συγγραφείς οι οποίοι κατέχονται από «το σύμπλεγμα του ιδιοκτήτη αυτής της πόλης ή του ιδιοκτήτη της ιδέας αυτής της πόλης».
___ Ποιητικές συλλογές
Ποιήματα (1987)
Για τον έρωτα και την επανάσταση (1989, ποίημα)
_____ Δοκίμια
Η κοινωνική συνείδηση στην ποίηση της Θεσσαλονίκης (1974)
Η εθνική κοινωνική συνείδηση στην Ελλάδα. Ιδεολογία του μεταπρατικού χώρου (1978)
Η πράξη και η σιωπή. Τα όρια του Έρωτα και της Ιστορίας» (Δοκίμια Ι) (1979)
Η πράξη και η σιωπή. Τα όρια του έρωτα και τα όρια της ιστορίας (Δοκίμια ΙΙ) (1983)
Λαϊκισμός ή πρωτοπορία; (1984)
________ Πεζογραφία
Η σάρκα σου όλη (1998, αφήγημα)
Στα όρια του έρωτα και της ιστορίας. Προσωπική εξομολόγηση (1997, αυτοβιογραφία)
__________ Μεταφράσεις - ανθολογίες
Αραβική ποίηση: 20ος αιώνας (1994)
Εβραϊκή ποίηση (1997, ανθολόγηση)
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
Θεσσαλονίκη (1999)
Ενδοσκεληδόν (2008)
_________________ Άλλα έργα
Εισαγωγικά στο κίνημα της εργατικής τάξης στην Ελλάδα (1978)
Θεσσαλονίκη: 1700-1912, τομή της μεταπρατικής πόλης (1979)
Η διοργάνωση του επαναστατικού μας ονείρου (1987, δοκ.)
______________________ Ανέκδοτα έργα
Γεωγραφία (γεωγραφική καταγραφή της ελλαδικής ενδοχώρας)
Ο Αμνός του Κυρίου (μυθιστορία)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)