Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2025

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ

 


Πρόσωπα

Γεννήθηκα το 1941.
Μετά το Δημοτικό πήγα στη σχολή
ηλεκτρολόγων, στη Διπλάρειο Σχολή.
Αποφοίτησα αριστούχος
και σύμφωνα με τον κανονισμό
είχα δικαίωμα να κάνω αίτηση
για υποτροφία στη Γερμανία.
Όμως απέρριψαν την αίτησή μου
γιατί ήμουν γιος κομμουνιστή.
Στεναχωρήθηκα, αλλά αν είχα φύγει
δε θα είχα μπει στο σινεμά.
Δούλεψα ηλεκτρολόγος στις οικοδομές.
Άρχισα να βλέπω κινηματογράφο.
Επειδή στο Δημοτικό έπαιζα
στα σκετσάκια εθνικών εορτών,
και όλοι έλεγαν ότι ήμουν καλός,
μου τη σβούριξε να πάω να γίνω
ηθοποιός.
Στη σχολή είχα συμμαθητή
έναν ηλεκτρολόγο κινηματογράφου
και τον ρώτησα αν θα μπορούσα
να πάω να δουλέψω κι εγώ εκεί.
Με έφερε σε επαφή.
Μάζευα τα καλώδια, σκούπιζα
το πλατό, πήγαινα τους καφέδες,
αλλά με το που είδα την κάμερα,
κόλλησα.
Μια μέρα, ένας οπερατέρ,
ο Γιώργος Καβάγιας,
με ρώτησε αν ήθελα
να δουλέψω βοηθός του. Δέχτηκα.
Ο Γιώργος έπαιξε μεγάλο ρόλο
στη διαμόρφωσή μου γιατί,
καθώς πολλές φορές έμενα σπίτι του
για να προλάβουμε το πρωινό γύρισμα,
μου έδινε να διαβάσω βιβλία
και άκουγα κλασσική μουσική.
Επίσης, τραβούσαμε φωτογραφίες
και τυπώναμε μαζί.
Προσπαθούσα να μάθω
όσα περισσότερα μπορούσα και ό,τι
μου αναθέτανε να το κάνω τέλεια.
Στο σπίτι του είχαν μια υπηρέτρια.
Πηγαινοερχόταν σαν σκιά.
Πάντοτε αθόρυβα, με το κεφάλι σκυφτό.
Δεν διακρινόταν το πρόσωπό της,
ήταν στο ημίφως. Ήταν μια φιγούρα,
ενώ η κυρία του σπιτιού, η μητέρα
του Γιώργου, ήταν ορατή, την έβλεπες.
Και λέω κοίτα να δεις,
πώς κινείται μέσα στο ίδιο φως η μία,
που είναι αρχόντισσα,
και πώς κινείται η άλλη, η υπηρέτρια.
Σκεφτόμουν,
για να ερμηνεύσει ο φωτογράφος
τον χαρακτήρα της υπηρέτριας,
δεν πρέπει να τη φωτίσει.
Αν τη φωτίσει, την έχασε.
Έχασε το συναίσθημα
που πρέπει να δώσει στον θεατή.
Πρέπει να την αφήσει στη σκιά.
Είδα τη σχέση
του φωτός με τον άνθρωπο
και πόσο μπορεί να τον επηρεάσει.
Και άρχισα να καταλαβαίνω
ότι με το φως μπορείς να ερμηνεύσεις
χαρακτήρες, καταστάσεις, συναισθήματα.
Μετά πήγα βοηθός του Νίκου Γαρδέλη,
δίπλα στον οποίο έμαθα επίσης πολλά.
Στον ''Φόβο'' του Κώστα Μανουσάκη
ανακάλυψα έναν άλλο κινηματογράφο
και μια εντελώς άλλη οπτική
τόσο θεματικά όσο και σκηνοθετικά.
Είχε πια ακουστεί ότι ήμουν καλός βοηθός
και μια μέρα με καλούν από τη Φίνος Φιλμ,
το όνειρο κάθε Έλληνα τεχνικού
του κινηματογράφου.
Όταν μπήκα στο γραφείο
του Φιλοποίμενος Φίνου, μου λέει:
''Σε θέλω για μια ταινία.''
''Μάλιστα'', του λέω, και τον ρωτάω
ποιος θα είναι ο οπερατέρ. Μου λέει:
''Εσύ θα είσαι.''
Δεν το φοβήθηκα
γιατί είχα πάρει τις βάσεις.
Κι έτσι έκανα την πρώτη μου ταινία,
''Ξυπόλητος Πρίγκιπας'', έγχρωμο
σινεμασκόπ του Γιάννη Δαλιανίδη.
Ακολούθησαν
η μία ταινία μετά την άλλη,
πολλές με τον Ντίνο Δημόπουλο
αλλά και με τον Σταύρο Τσιώλη
το ''Κατάχρησις Εξουσίας''.
Είχα την τύχη να βρίσκομαι πάντα την
κατάλληλη στιγμή στο κατάλληλο μέρος
κι εν τέλει να περάσω απ' όλα τα είδη.
Η πρώτη μου ταινία εκτός Φίνου
ήταν ο ''Ιωάννης ο Βίαιος''
της Τώνιας Μαρκετάκη.
Με σημάδεψε,
φοβόμουν ότι δε θα τα βγάλω πέρα,
ότι δεν ήμουν στο ύψος της.
Είχα δει μια ξένη ταινία εποχής
κι αυτό με οδήγησε στην Πινακοθήκη.
Σκέφτηκα ότι οι ζωγράφοι
ήταν οι πρώτοι φωτογράφοι.
Μελετώντας πίνακες συνειδητοποίησα
ότι η προσοχή μου πήγαινε σ' ένα σημείο
κι έλεγα γιατί δεν πάει παραπέρα;
Εκεί ανακάλυψα ότι το φως,
το χρώμα και η σύνθεση του κάδρου,
ήταν τα στοιχεία που οδηγούσαν
το βλέμμα μου.
Κάτι που μπορούσα να εφαρμόσω
στον κινηματογράφο.
Κάτι διέκρινε σε μένα ο Θόδωρος
Αγγελόπουλος και μου ζήτησε να κάνω
τη φωτογραφία στη μικρού μήκους
ταινία του ''Η Εκπομπή''.
Δέσαμε και μου πρότεινε
την ''Αναπαράσταση''.
Όταν γυρίζαμε την ταινία
''Μέρες του '36'' συνέβη το εξής:
Ο Φίνος έλεγχε τα φίλτρα που του
έστελνε η Κόντακ το καθένα ξεχωριστά.
Είχε πετάξει στο καλάθι ένα που
έβγαζε περισσότερα καφέ και κίτρινα.
Το πήρα κι έκανα μια δοκιμή
που ενθουσίασε τον Θόδωρο.
Με αυτό το φίλτρο
κάναμε όλη την ταινία και όλοι
αναρωτιόντουσαν πώς το πέτυχα.
Ένα βράδυ χτύπησε το τηλέφωνο
και ήταν ο Τσαρούχης από το Παρίσι.
Είχε δει τις ''Μέρες του '36'' και ήθελε
να αναλύσει μαζί μου το φως της ταινίας,
Αργότερα του φώτισα
τις ''Τρωάδες''.
Είχα βρει ένα ημερολόγιο
των τσιμέντων ΗΡΑΚΛΗΣ
με ζωγραφιές του Τσαρούχη.
Το Λαύριον, το καφενείο Το Νέον,
και συνειδητοποιώ ότι αυτά είναι
ο ''Θίασος''.
Ο Θόδωρος δεν ήθελε ήλιο,
ίσως και κάπως συμβολικά,
ήθελε να δείξει την Ελλάδα σκοτεινή.
Η παλέτα χρωμάτων του Τσαρούχη,
ήταν καθοριστική.
Βλέπω τώρα τον ''Θίασο''
και λόγω έλλειψης μέσων
έχει πολλά τεχνικά προβλήματα.
Αλλά εξακολουθώ
να βλέπω την Ελλάδα του Τσαρούχη.
Μια πραγματική Ελλάδα.
Η Ευρώπη με ανακάλυψε
από τον Θόδωρο Αγγελόπουλο,
από την 'Κραυγή Γυναικών''
του Ζυλ Ντασέν,
αλλά και από μία ταινία που γύρισε
στην Ελλάδα ο Λάζλο Μπένεντεκ.
Με την ταινία ''Australia''
του σκηνοθέτη Ζαν Ζακ Αντριάν,
με τους Τζέρεμι Άιρονς και Φανί Αρντάν,
βραβεύτηκα στη Βενετία. Κατάλαβα
ότι το όνομά μου κυκλοφορούσε πολύ.
Είπα να κάνω μια δοκιμή
και να εργαστώ στη Γαλλία.
Στο φιλμ ''Ιφιγένεια'', του Κακογιάννη,
επειδή το δράμα παιζόταν μεταξύ της
Κλυταιμνήστρας και του Αγαμέμνονα,
ήθελα να γυρίσω τη σκηνή τους στη σκιά
και πίσω να καίγεται το σύμπαν
από το φως.
Δε με άφησε ούτε δοκιμή να κάνω,
κι έσκασα...
Πήγα στην Αμερική
για μια ταινία με τον Χάρβεϊ Καϊτέλ
και την Εμανουέλ Μπεάρ.
Διαπίστωσα ότι το φως
της Νέας Υόρκης ήταν πολύ μπλε.
Έδωσα αυτό που έβλεπα κι έγραψαν
ότι κανείς δεν την είχε φωτογραφίσει
ξανά έτσι.
Στην Ισλανδία, όπου επίσης έκανα
ένα φιλμ, το φως είναι ψυχρό, γυάλινο.
Το φως το χωρίζω σε τρεις κατηγορίες:
Το μεσογειακό, το βορειοευρωπαϊκό
και το αφρικανικό.
Εννοώ της Σαχάρας,
όπου το φως διαλύει τα πάντα.
Νωρίς το πρωί
υπάρχουν κάποιες φωτοσκιάσεις
και βλέπεις τους αμμόλοφους,
αλλά μόλις ανέβει ο ήλιος είναι ένα
ίσιο τοπίο όπου δεν υπάρχει τίποτα.
Προχωράει ο άνθρωπος μέχρι
που χάνεται, γίνεται μια κουκίδα.
Έχω δουλέψει στο Μαρόκο,
στην Τυνησία και στην Αλγερία, όπου
όμως το φως είναι σαν της Ελλάδας.
Παρατηρώντας τους ανθρώπους
καταλαβαίνεις πόσο τους επηρεάζουν
το φως και οι κλιματικές συνθήκες.
Κάθε φορά που τέλειωνα μια ταινία
είχα αγωνία αν τα κατάφερα,
δεν έπαιρνα χαμπάρι τί είχα κάνει.
Με ρώτησε ο Ακίρα Κουροσάβα
στο φεστιβάλ Βενετίας
πώς έβγαλα το μαύρο
στα κοστούμια του ''Μεγαλέξανδρου''
και δεν ήξερα τί να του πω.
Κάτι είχε ωριμάσει μέσα μου
και με οδηγούσε στο σωστό δρόμο.
Αλλά δεν ήξερα τί ήταν αυτό,
κι ακόμα δεν το ξέρω.
Γιώργος Αρβανίτης
19 Αυγούστου
Παγκόσμια Ημέρα Φωτογραφίας
.........................................................................
Πηγές:
lifo. gr
Απόσπασμα από συνέντευξη
στον Χρήστο Παρίδη.
Απόσπασμα από το βιβλίο:
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ ΜΙΑ ΖΩΗ ΣΤΟ ΦΩΣ
Πηγή φωτογραφίας: finosfilm. com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)