Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Τρίτη 27 Μαΐου 2025

Ομιλία του Μίκη Θεοδωράκη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών 27/5/1996

 

Δημοσιεύσεις στις Ενημερώσεις

Σαν σήμερα, στις 27 Μαίου 1996:
Αναγόρευση του Μίκη Θεοδωράκη σε επίτιμο Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών
Ομιλία του Μίκη Θεοδωράκη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών 27/5/1996
Στα 1943, πριν πενήντα τρία ολόκληρα χρόνια, έδινα μαζί με άλλους υποψήφιους, μέσα σ’ αυτή την ίδια αίθουσα, εξετάσεις, προκειμένου να εισαχθώ σι η Νομική Σχολή.
Αυτή ήταν η επιθυμία του πατέρα μου, για τον οποίο η τέχνη και ειδικότερα η μουσική δεν μπορούσαν με κανέναν τρόπο να θεωρηθούν φυσιολογικά επαγγέλματα, που να εξασφαλίζουν όχι μόνο οικονομικά αλλά ίσως περισσότερο κοινωνικά το μέλλον ενός νέου πολίτη και ανθρώπου.
Έτσι, όλο το θέρος του 1943, πριν τις εξετάσεις, αφιερώθηκα σε εντατική μελέτη, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας το είχε αναλάβει η γυμνασιάρχης κυρία Κακριδή, σύζυγος του μεγάλου Έλληνα φιλολόγου, ο οποίος τότε, και λόγω της περίφημης «δίκης των τόνων», ήταν ένα από τα περισσότερο προσβεβλημένα πρόσωπα της αθηναϊκής κοινωνίας.
Όπως καταλαβαίνετε, εκείνο που με τραβούσε σαν μαγνήτης στο σπίτι του Κακριδή δεν ήταν τόσο τα λατινικά και το συντακτικό, όσο ο μύθος του Έλληνα φιλολόγου-φιλοσόφου, που με τα συγγράμματα του αναστάτωνε τα νερά όχι μόνο της φιλολογικής αλλά και αυτής της ίδιας της εθνικής μας ζωής.
Φαίνεται πράγματι ασύλληπτο πώς ήταν δυνατό να θεωρείται ισότιμος με τους σημερινούς τηλεοπτικούς αστέρες ένας σεμνός εργάτης των γραμμάτων, ένας αφοσιωμένος στο πνεύμα, ένας λειτουργός του πολιτισμού.
Και όμως γύρω μας τότε υπήρχε η ξένη κατοχή. Ο πόλεμος μαινόταν σε όλα τα μέτωπα. Η πείνα μόλις και είχε ξεπεραστεί, αφήνοντας πίσω της δεκάδες χιλιάδες θύματα. Και έξω από το πανεπιστήμιο κυκλοφορούσαν ξένοι στρατιώτες και οχήματα με το σήμα της σβάστικας.
Σ’ αυτή την αίθουσα, καθηγητές και υποψήφιοι φοιτητές είχαν γίνει φαντάσματα του εαυτού τους από την πείνα. Τα ρούχα τους ήταν φτηνά και η όψη τους χλομή. Όμως στα μάτια όλων υπήρχε μια φλόγα και στην έκφραση τους κυριαρχούσε μια ανεξήγητη μέθη. Μια βαθύτατη χαρά για τη ζωή. Όμως προπάντων ένας απέραντος έρωτας για την ελληνική ιδέα, την ελληνική γλώσσα, τους μύθους και τους στίχους απ’ την Αντιγόνη και τον Όμηρο έως τις Σουλιώτισσες και τον Κωστή Παλαμά.
Φυσικά μου ήταν αδύνατο να φανταστώ τότε πως, υστέρα από μισό αιώνα, θα ήμουν το τιμώμενο πρόσωπο μέσα στην ίδια αίθουσα.
Αυτή η ενότητα του χώρου, σε συνδυασμό με το απροσμέτρητο χάσμα του χρόνου, με υποχρεώνει να θέσω δυο βασικά ερωτήματα:
Τι σχέση έχω σήμερα με το δεκαοκτάχρονο υποψήφιο φοιτητή που ήταν καθισμένος, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, σε κάποια γωνιά αυτής της αίθουσας;
Είμαστε οι ίδιοι σήμερα με τους Έλληνες εκείνης της εποχής; Η Ελλάδα είναι η ίδια;
Ειλικρινά δυσκολεύομαι να απαντήσω… ιδιαίτερα στο δεύτερο ερώτημα. Γιατί στο πρώτο η απάντηση είναι σαφής, παρότι σύνθετη. Και έχει σχέση με το κατά πόσο μπορεί να είναι κανείς ο ίδιος, όταν όλοι και όλα έχουν αλλάξει γύρω του…
Στην πραγματικότητα ζούσα από τότε μέσα στην ερημιά του πλήθους. Ίσως γιατί από την εποχή της εφηβείας μου στόχευσα σταθερά σε μια χίμαιρα, που την αγάπησα και της αφοσιώθηκα ψυχή τε και σώματι, αδιαφορώντας τελικά αν θα μπορούσε ποτέ να γίνει πραγματικότητα. Έτσι ζούσα σε μια διαφορετική πραγματικότητα, που για μένα ήταν και είναι η πραγματικότητα της πραγματικότητας.
Ήταν και είναι ένα όραμα από ιδέες και ήχους. Μια χίμαιρα ελληνική με χιτώνες και ιάμβους, που με βοήθησε να προχωρώ χτίζοντας από δω κι από κει δύο παράλληλους κόσμους με κοινή κοίτη και θεμέλια. Το πολιτικό όραμα και το μουσικό σύμπαν, τα δύο στοιχεία της προσωπικής μου χίμαιρας, είχαν κοινή ρίζα την ανάγκη της έκφρασης μιας κοσμοθεωρίας και μιας στάσης ζωής που έβγαιναν μέσα από τα έγκατα της ανθρωποκεντρικής και ελληνοκεντρικής μου συνείδησης. Και ίσως αυτή η καθ’ όλα ουτοπική μορφή της αντίληψης μου για τη ζωή να ήταν που με οδήγησε σε μια συνεπή και τραυματική σύγκρουση με τις τρέχουσες αντιλήψεις και καταστάσεις.
Ωστόσο το ταξίδι υπήρξε συναρπαστικό. Βγαίνοντας τότε απ’ αυτή την αίθουσα τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών, που για τις ανάγκες των διαγωνισμών είχε μετατραπεί σε μια μεγάλη σχολική τάξη, και μόλις πάτησα την άσφαλτο της οδού Πανεπιστημίου, άρχισα την πορεία μου στη ζωή με σταθερά βηματισμό, που δε σταμάτησε ποτέ και με τίποτε… Και μόνο να ζεις στο φως της Αθήνας αποτελεί μέγιστη δωρεά. Γιατί, πέρα από τη δωρεά της ζωής, έχεις προικιστεί και με τη δωρεά της ουσίας της ζωής, που είναι η ελληνική φύση, η ελληνική γλώσσα, το ελληνικό ήθος, η ελληνική κληρονομιά.
Για μένα τα στοιχεία αυτά υπήρξαν τα μόνα που όχι μόνο συνταίριαζαν αλλά και ξεπερνούσαν και τα πλέον ακραία οράματα και τους πνευματικούς ακροβατισμούς μου στον κόσμο των καθαρών ιδεών και των συμπαντικών αρμονικών νόμων. Τι μεγαλύτερη τύχη και βαθύτερη ευτυχία για έναν κοινό θνητό από το να μπορεί να συνταιριάζει τον έσω κόσμο του με τον έξω; Μόνο που και οι δύο δεν ήταν ορατοί, δεν ήταν υπαρκτοί παρά μόνο για όσους είχαν μάτια για να τους βλέπουν και ευαίσθητες κεραίες για να δέχονται τα μυστικά μηνύματα τους.
Από καιρού εις καιρόν μεγαλοπρεπείς ιστορικοί άνεμοι τέντωναν τη χορδή του ελληνικού λαού, σε σημείο που να δημιουργούνται αυξανόμενες παλμικές κινήσεις. Κι αυτές με τη σειρά τους κατέληγαν σε ήχους αρμονικούς. Τότε η Ελλάδα μετατρεπόταν σε ένα γιγαντιαίο μουσικό αρμόνιο, πάνω στο οποίο ο ερμηνευτής-λαός, πατώντας τα πλήκτρα, συνέθετε έργα συμπαντικά, αντάξια των προγόνων του και των νόμων της παγκόσμιας αρμονίας.
Όμως ευθύς μετά επερχόταν η κόπωση και η παρακμή, η χαρά των ερπετών και των αρουραίων, ο θρίαμβος των γκάλοπ με τις δημοτικότητες και τις ακροαματικότητες, η ώρα των εμπόρων των σαπισμένων ονείρων.
Σ’ αυτές τις δύσκολες ώρες, ο εραστής των ιδεών δεν έχει παρά να υψώσει το βλέμμα του προς τους ιερούς πάλλευκους βράχους, που επιμένουν να στέκονται όρθιοι και ωραίοι στο μέσο των ιστορικών διαδρομών και των ανθρώπινων δοκιμασιών.
Δεν έχεις τότε παρά να κατηφορίσεις προς τους Στύλους του Ολυμπίου Διός και από κει, παίρνοντας μια βαθιά αναπνοή, να εφορμήσεις προς τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Δεξιά σου το θέατρο του Διονύσου. Τι παίζουν σήμερα; Τους Πέρσες του Αισχύλου! Να τος και ο ποιητής, συλλογισμένος στέκεται κάτω απ’ τη σκιά των κυπαρισσιών, ανήσυχος για την έκβαση της παράστασης. Οι απαιτητικοί Αθηναίοι έρχονται με περιέργεια να δουν επί σκηνής τα ίδια – δικά τους- πάθη, όπως τα έζησαν προσφάτως στο Μαραθώνα.
«Καλημέρα, ω Αισχύλε!»
«Ποιος είσαι;” με ρωτά ενοχλημένος.
“Ευλογημένος να είσαι”, του λέω. “Βλέπω απ’ τον εγκέφαλό σου να αναπηδά μια λάμψη τόσο δυνατή, που είναι ικανή να μας κάψει για να μας λυτρώσει ύστερα από δυόμισι χιλιάδες χρόνια… Σε ευγνωμονούμε…”
«Ποιος είσαι;» με ρωτά ξανά και η φωνή του τώρα ραγίζει…
«Η Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών» του απαντώ και νιώθω πως η φωνή μου χάνεται στους αιώνες, «σε πλήρη απαρτία, μαζί με μερικούς άλλους εραστές του ωραίου και του αληθινού, σκύβει και σου φιλά την άκρη των ποδιών σου…»
Στη χώρα μας, η μεγάλη πολιτιστική, έντεχνη και λαϊκή παράδοση καθώς και οι συγκεκριμένες κοινωνικές και ιστορικές εξελίξεις δημιούργησαν τις βάσεις για το μαζικό πολιτιστικό κίνημα.
Πηγή: mikisguide


Όλες οι αντιδράσεις:
8

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)