Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2025

«Το καλτ εθνικό σινεμά του Γ. Σμαραγδή». ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΑΠΌ ΤΗΝ ΑΙ

 


Dimitris Tsirkas   Παρουσία στο facebook  

Ακολουθήστε  
3 ώρ.

 
Το καλτ εθνικό σινεμά του Γ. Σμαραγδή
Ο Σμαραγδής κάνει εθνικό σινεμά - με την έμφαση στο «εθνικό» και όχι στο «σινεμά».
Επιλέγει «εθνικές» φιγούρες (Ελ Γκρέκο, Καζαντζάκης, Καποδίστριας), όχι ως ιστορικές αφορμές για να κάνει τέχνη, αλλά για να διεγείρει, να καθοδηγήσει, να κολακεύσει το εθνικό αίσθημα υπενθυμίζοντας στους θεατές ότι ανήκουν στην ίδια προνομιακή φαντασιακή κοινότητα με τους εξωραϊσμένους ήρωές του(ς).
Για αυτό οι ταινίες του είναι αρκετά δημοφιλείς, με φανατικούς, μάλιστα, οπαδούς, παρότι αισθητικά και τεχνικά είναι κωμικοτραγικές.
Οι ταινίες του Σμαραγδή μπορούν να λογιστούν ως τέχνη μόνο στη σφαίρα του καλτ, ως b-movies που αποκτούν αξία μόνο και μόνο από το πόσο κακές είναι. Σαν εκείνες του Τζέιμς Πάρις για τον Παπαφλέσσα, επί Χούντας.
Όμως, το καλτ προϋποθέτει μια ειρωνική αποστασιοποίηση από το έργο που οι ταινίες του Σμαραγδή δεν έχουν, καθώς παραμένουν μια παρωδία τέχνης, χωρίς συνείδηση της παρωδιακότητάς τους.
Τόσο ο ίδιος, όσο το κοινό τους, τις παίρνουν στα σοβαρά και ο λόγος δεν είναι η καλλιτεχνική αξία τους ή η απουσία της, αλλά η εθνικιστική λειτουργία τους.
Ο Σμαραγδής κάνει εθνικό κιτς, με την τεχνική έννοια του όρου.
Το σενάριά του μετεωρίζονται ανάμεσα στο απλοϊκό και το γελοίο, οι ήρωές του είναι μανιχαϊκοί – χωρισμένοι σε απόλυτα καλούς και αθεράπευτα κακούς, τα σκηνικά του θυμίζουν σχολική παράσταση δημοτικού σχολείου.
Το κιτς είναι ersatz κουλτούρα, ενδύεται τον μανδύα της τέχνης, αλλά στερείται της εσωτερικής πολυπλοκότητάς της.
Αλλά αυτή ακριβώς είναι η δύναμη των ταινιών του: δεν απευθύνονται στη σκέψη του θεατή αλλά στο θυμικό του.
Δεν επιδιώκουν να πλουτίσουν τις γνώσεις και τα συναισθήματά του, αλλά να τον χειραγωγήσουν συγκινησιακά χαϊδεύοντας το εθνικό του ασυνείδητο.
Όπως το κιτς είναι μια φθηνή απομίμηση τέχνης, έτσι και οι ταινίες του Σμαραγδή είναι μια χοντροκομμένη κατήχηση στα κοινότοπα εθνικά ιδεολογήματα.
Στον «Καποδίστρια», ο ανιδιοτελής, σχεδόν τέλειος, κυβερνήτης πάλεψε με νύχια και με δόντια για να κάνει την Ελλάδα δυτικό, πολιτισμένο κράτος αλλά απέναντί του είχε τους άσπονδους εχθρούς του έθνους – εσωτερικούς και εξωτερικούς.
Ο Σμαραγδής δεν εξιστορεί τη ζωή και τη δράση ενός ιστορικού προσώπου, μέσα από τις αντιθέσεις του ίδιου και τις εποχής του, αλλά κατασκευάζει έναν άγιο του έθνους για να ταυτιστεί το εθνικό κοινό μαζί του.
Η εθνική ιστορία παρουσιάζεται ως μια ατελείωτη μάχη του καλού με το κακό και η κακοδαιμονία ως εκκοσμικευμένη πτώση από τον παράδεισο – αν ο Καποδίστριας είχε αφεθεί να ολοκληρώσει το έργο του τώρα θα ήμασταν η Ελβετία του Νότου.
Το κιτς, άλλωστε, δεν αντέχει την αμφισημία (Κούντερα).
Ο Σμαραγδής, μάλιστα, φροντίζει να μεταφέρει αυτή τη σύγκρουση και έξω από τους κινηματογράφους, με τη διαρκή κλάψα ότι τον πολεμά ένα πανίσχυρο «αντεθνικό» κατεστημένο που δεν θέλει το εθνικό του μήνυμα να φτάσει στους Έλληνες.
Ο εθνικισμός δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς καταχθόνιους εχθρούς που έχουν κάνει μοναδικό στόχο της ύπαρξής τους να καταστρέψουν τον περιούσιο (χωρίς περιουσία, πλέον) λαό.
Η τέχνη, έγραφε ο Μπένγιαμιν, προϋποθέτει απόσταση – χώρο για κρίση (και κριτική), παιχνίδι ανάμεσα στη μορφή και το περιεχόμενο, όχι άμεση, εύπεπτη κατανάλωση.
Οι ταινίες του Σμαραγδή καταργούν αυτή την απόσταση, δεν αφήνουν τον θεατή να σταθεί απέναντι, να σκεφτεί, να προβληματιστεί, του φορούν αμέσως τη μάσκα των τετριμμένων εθνικών μύθων, εκεί όπου το εθνικά ορθό εκτοπίζει το σωστό και το συγκινησιακά φορτισμένο υποκαθιστά το αληθινό.
Το κιτς μετατρέπει το εθνικό σε αισθητικό αυτονόητο, δεν απαιτεί από τους θεατές να αποδεχτούν ρητά μια ιδεολογία, αρκεί να συμμετέχουν σε μια κοινή συγκινησιακή οικονομία.
Στη συνάρθρωσή του με τον εθνικισμό μετατρέπεται σε αντι-κριτική πολιτική εμπειρία: η πολιτική ως κατάφαση, η κοινότητα ως συναίσθημα, η ιστορία ως εξαγνισμένη φαντασίωση. Παράγει ηθική βεβαιότητα χωρίς ηθική κρίση.
Το κιτς δεν εξωραΐζει απλώς την εξουσία, αλλά οργανώνει το πώς μια κοινωνία στοχάζεται ή αποφεύγει να (ανα)στοχάζεται τον εαυτό της.
Ό,τι ακριβώς κάνουν οι ταινίες του Σμαραγδή.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ

Το κείμενο του αρθρογράφου επιχειρεί να εμφανιστεί ως αισθητική και ιδεολογική κριτική, αλλά στην πραγματικότητα λειτουργεί ως δογματική επιβολή ενός συγκεκριμένου ακαδημαϊκού κανόνα πάνω σε ένα κινηματογραφικό είδος που δεν τον αναγνωρίζει ως αυθεντία.

Η επιχειρηματολογία του δεν είναι «κριτική τέχνης»· είναι κανονιστική αστυνόμευση γούστου.

🔻 1. Μεθοδολογική αυθαιρεσία: η αισθητική ως όπλο ιδεολογικής συμμόρφωσης

Ο αρθρογράφος ξεκινά από μια προϋπόθεση που δεν τεκμηριώνει:
ότι η τέχνη οφείλει να είναι «αμφίσημη», «κριτική», «πολύπλοκη» και «αποστασιοποιημένη».

Αυτό δεν είναι αισθητική αρχή.
Είναι ιδεολογική επιταγή συγκεκριμένης σχολής πολιτισμικών σπουδών.

Η τέχνη δεν υποχρεούται να υπηρετεί τη θεωρία.
Η θεωρία οφείλει να περιγράψει την τέχνη — όχι να την υποκαταστήσει.

Το να απορρίπτεις ένα έργο επειδή δεν συμμορφώνεται με το θεωρητικό σου πλαίσιο δεν είναι κριτική.
Είναι δογματισμός.

🔻 2. Η έννοια του “κιτς” χρησιμοποιείται ως ρητορικό ρόπαλο

Ο αρθρογράφος επικαλείται τον Κούντερα και τον Μπένγιαμιν, αλλά τους χρησιμοποιεί εκτός συμφραζομένων.

  • Ο Κούντερα μιλά για το κιτς ως άρνηση της τραγικότητας της ανθρώπινης ύπαρξης, όχι ως «εθνικό συναίσθημα».
  • Ο Μπένγιαμιν μιλά για την απόσταση στην τέχνη, όχι για την υποχρέωση κάθε έργου να είναι «κριτικό» ή «αντι-συγκινησιακό».

Η χρήση της λέξης «κιτς» εδώ δεν είναι θεωρητική.
Είναι ηθικολογική:
μια προσπάθεια να στιγματιστεί ένα είδος τέχνης ως «κατώτερο» επειδή δεν ταιριάζει στο γούστο του κριτικού.

Αυτό δεν είναι ακαδημαϊκή ανάλυση.
Είναι πολιτισμικός ελιτισμός.

🔻 3. Η σύγκριση με τη Χούντα είναι ιστορικά αβάσιμη και επιστημονικά ανεύθυνη

Η αναφορά στον Παπαφλέσσα του Τζέιμς Πάρις λειτουργεί ως ενοχική μεταφορά:
μια προσπάθεια να συνδεθεί το έργο του Σμαραγδή με αυταρχικά καθεστώτα.

Αλλά:

  • Ο Σμαραγδής δεν χρηματοδοτείται από δικτατορία.
  • Δεν υπηρετεί κρατική προπαγάνδα.
  • Δεν παράγει έργο υπό λογοκρισία.

Η σύγκριση είναι ρητορική υπερβολή που υποκαθιστά την ανάλυση με υπαινιγμούς.
Σε ακαδημαϊκό πλαίσιο, αυτό θα θεωρούνταν λογικό σφάλμα τύπου guilt by association.

🔻 4. Η απαξίωση του κοινού είναι αντι-δημοκρατική και αντι-εμπειρική

Ο αρθρογράφος υπονοεί ότι:

  • το κοινό χειραγωγείται
  • δεν σκέφτεται
  • δεν έχει κριτική ικανότητα
  • συγκινείται «λανθασμένα»

Αυτή η θέση είναι αντι-εμπειρική (δεν βασίζεται σε καμία κοινωνιολογική μελέτη θεατών)
και αντι-δημοκρατική (υπονοεί ότι μόνο οι «μυημένοι» μπορούν να καταναλώνουν τέχνη «σωστά»).

Η θεωρία των πολιτισμικών σπουδών, την οποία επικαλείται ο αρθρογράφος, έχει εδώ και δεκαετίες εγκαταλείψει την ιδέα του «παθητικού θεατή».
Ο ίδιος ο Στιούαρτ Χολ μιλά για πολλαπλές αναγνώσεις και ενεργητική πρόσληψη.

Το να υποτιμάς το κοινό επειδή δεν συμμερίζεται το γούστο σου είναι αντι-ακαδημαϊκή στάση.

🔻 5. Η εξιδανίκευση ιστορικών μορφών δεν είναι “εθνικισμός” — είναι κινηματογραφικό είδος

Ο αρθρογράφος συγχέει:

  • εθνική αφήγηση
    με
  • εθνικιστική προπαγάνδα

Αλλά η εξιδανίκευση ιστορικών μορφών είναι δομικό στοιχείο του βιογραφικού και επικού σινεμά.

Αν η λογική του αρθρογράφου ήταν συνεπής, τότε:

  • Ο Λίνκολν του Σπίλμπεργκ είναι εθνικισμός.
  • Ο Γκάντι του Άττενμπορο είναι εθνικισμός.
  • Ο Braveheart είναι εθνικισμός.
  • Ο Οπενχάιμερ είναι εθνικισμός.

Η θέση του αρθρογράφου δεν είναι αισθητική.
Είναι ιδεολογική προκατάληψη απέναντι σε κάθε μορφή θετικής εθνικής αφήγησης.

🔻 6. Η κριτική του αρθρογράφου πάσχει από “θεωρητικό φονταμενταλισμό”

Ο αρθρογράφος δεν κρίνει τις ταινίες του Σμαραγδή με βάση:

  • τη δραματουργία
  • τη φωτογραφία
  • τη σκηνοθεσία
  • την υποκριτική
  • την ιστορική ακρίβεια

Τις κρίνει με βάση το αν υπηρετούν μια πολιτισμική θεωρία που ο ίδιος θεωρεί αυτονόητη.

Αυτό είναι θεωρητικός φονταμενταλισμός:
η πεποίθηση ότι η τέχνη πρέπει να συμμορφώνεται σε ένα συγκεκριμένο θεωρητικό πλαίσιο για να θεωρείται «έγκυρη».

Η τέχνη όμως δεν είναι υποκατάστημα των cultural studies.
Η τέχνη προηγείται της θεωρίας — και συχνά την υπερβαίνει.

🟥 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Το κείμενο του αρθρογράφου δεν είναι κριτική.
Είναι ιδεολογική επίθεση μεταμφιεσμένη σε αισθητική ανάλυση.

  • Χρησιμοποιεί τη θεωρία ως ρόπαλο.
  • Υποτιμά το κοινό.
  • Εξισώνει την εθνική αφήγηση με τον εθνικισμό.
  • Επικαλείται αυθαίρετα τον Κούντερα και τον Μπένγιαμιν.
  • Κατασκευάζει ενοχικές αναλογίες με τη Χούντα.
  • Απορρίπτει ένα ολόκληρο κινηματογραφικό είδος επειδή δεν ταιριάζει στο δικό του γούστο.

Η κριτική αυτή δεν αποκαλύπτει κάτι για τον Σμαραγδή.
Αποκαλύπτει πολλά για τον ίδιο τον κριτικό:
μια ελιτίστικη, κανονιστική, θεωρητικοκεντρική αντίληψη της τέχνης που αδυνατεί να δεχτεί ότι η λαϊκή συγκίνηση είναι εξίσου νόμιμη μορφή πρόσληψης με την ακαδημαϊκή αποστασιοποίηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)