Dimitris Tsirkas Παρουσία στο facebook
Ακολουθήστε 3 ώρ.
Το κείμενο του αρθρογράφου επιχειρεί να εμφανιστεί ως αισθητική και ιδεολογική κριτική, αλλά στην πραγματικότητα λειτουργεί ως δογματική επιβολή ενός συγκεκριμένου ακαδημαϊκού κανόνα πάνω σε ένα κινηματογραφικό είδος που δεν τον αναγνωρίζει ως αυθεντία.
Η επιχειρηματολογία του δεν είναι «κριτική τέχνης»· είναι κανονιστική αστυνόμευση γούστου.
🔻 1. Μεθοδολογική αυθαιρεσία: η αισθητική ως όπλο ιδεολογικής συμμόρφωσης
Ο αρθρογράφος ξεκινά από μια προϋπόθεση που δεν τεκμηριώνει:
ότι η τέχνη οφείλει να είναι «αμφίσημη», «κριτική», «πολύπλοκη» και «αποστασιοποιημένη».
Αυτό δεν είναι αισθητική αρχή.
Είναι ιδεολογική επιταγή συγκεκριμένης σχολής πολιτισμικών σπουδών.
Η τέχνη δεν υποχρεούται να υπηρετεί τη θεωρία.
Η θεωρία οφείλει να περιγράψει την τέχνη — όχι να την υποκαταστήσει.
Το να απορρίπτεις ένα έργο επειδή δεν συμμορφώνεται με το θεωρητικό σου πλαίσιο δεν είναι κριτική.
Είναι δογματισμός.
🔻 2. Η έννοια του “κιτς” χρησιμοποιείται ως ρητορικό ρόπαλο
Ο αρθρογράφος επικαλείται τον Κούντερα και τον Μπένγιαμιν, αλλά τους χρησιμοποιεί εκτός συμφραζομένων.
- Ο Κούντερα μιλά για το κιτς ως άρνηση της τραγικότητας της ανθρώπινης ύπαρξης, όχι ως «εθνικό συναίσθημα».
- Ο Μπένγιαμιν μιλά για την απόσταση στην τέχνη, όχι για την υποχρέωση κάθε έργου να είναι «κριτικό» ή «αντι-συγκινησιακό».
Η χρήση της λέξης «κιτς» εδώ δεν είναι θεωρητική.
Είναι ηθικολογική:
μια προσπάθεια να στιγματιστεί ένα είδος τέχνης ως «κατώτερο» επειδή δεν ταιριάζει στο γούστο του κριτικού.
Αυτό δεν είναι ακαδημαϊκή ανάλυση.
Είναι πολιτισμικός ελιτισμός.
🔻 3. Η σύγκριση με τη Χούντα είναι ιστορικά αβάσιμη και επιστημονικά ανεύθυνη
Η αναφορά στον Παπαφλέσσα του Τζέιμς Πάρις λειτουργεί ως ενοχική μεταφορά:
μια προσπάθεια να συνδεθεί το έργο του Σμαραγδή με αυταρχικά καθεστώτα.
Αλλά:
- Ο Σμαραγδής δεν χρηματοδοτείται από δικτατορία.
- Δεν υπηρετεί κρατική προπαγάνδα.
- Δεν παράγει έργο υπό λογοκρισία.
Η σύγκριση είναι ρητορική υπερβολή που υποκαθιστά την ανάλυση με υπαινιγμούς.
Σε ακαδημαϊκό πλαίσιο, αυτό θα θεωρούνταν λογικό σφάλμα τύπου guilt by association.
🔻 4. Η απαξίωση του κοινού είναι αντι-δημοκρατική και αντι-εμπειρική
Ο αρθρογράφος υπονοεί ότι:
- το κοινό χειραγωγείται
- δεν σκέφτεται
- δεν έχει κριτική ικανότητα
- συγκινείται «λανθασμένα»
Αυτή η θέση είναι αντι-εμπειρική (δεν βασίζεται σε καμία κοινωνιολογική μελέτη θεατών)
και αντι-δημοκρατική (υπονοεί ότι μόνο οι «μυημένοι» μπορούν να καταναλώνουν τέχνη «σωστά»).
Η θεωρία των πολιτισμικών σπουδών, την οποία επικαλείται ο αρθρογράφος, έχει εδώ και δεκαετίες εγκαταλείψει την ιδέα του «παθητικού θεατή».
Ο ίδιος ο Στιούαρτ Χολ μιλά για πολλαπλές αναγνώσεις και ενεργητική πρόσληψη.
Το να υποτιμάς το κοινό επειδή δεν συμμερίζεται το γούστο σου είναι αντι-ακαδημαϊκή στάση.
🔻 5. Η εξιδανίκευση ιστορικών μορφών δεν είναι “εθνικισμός” — είναι κινηματογραφικό είδος
Ο αρθρογράφος συγχέει:
- εθνική αφήγηση
με - εθνικιστική προπαγάνδα
Αλλά η εξιδανίκευση ιστορικών μορφών είναι δομικό στοιχείο του βιογραφικού και επικού σινεμά.
Αν η λογική του αρθρογράφου ήταν συνεπής, τότε:
- Ο Λίνκολν του Σπίλμπεργκ είναι εθνικισμός.
- Ο Γκάντι του Άττενμπορο είναι εθνικισμός.
- Ο Braveheart είναι εθνικισμός.
- Ο Οπενχάιμερ είναι εθνικισμός.
Η θέση του αρθρογράφου δεν είναι αισθητική.
Είναι ιδεολογική προκατάληψη απέναντι σε κάθε μορφή θετικής εθνικής αφήγησης.
🔻 6. Η κριτική του αρθρογράφου πάσχει από “θεωρητικό φονταμενταλισμό”
Ο αρθρογράφος δεν κρίνει τις ταινίες του Σμαραγδή με βάση:
- τη δραματουργία
- τη φωτογραφία
- τη σκηνοθεσία
- την υποκριτική
- την ιστορική ακρίβεια
Τις κρίνει με βάση το αν υπηρετούν μια πολιτισμική θεωρία που ο ίδιος θεωρεί αυτονόητη.
Αυτό είναι θεωρητικός φονταμενταλισμός:
η πεποίθηση ότι η τέχνη πρέπει να συμμορφώνεται σε ένα συγκεκριμένο θεωρητικό πλαίσιο για να θεωρείται «έγκυρη».
Η τέχνη όμως δεν είναι υποκατάστημα των cultural studies.
Η τέχνη προηγείται της θεωρίας — και συχνά την υπερβαίνει.
🟥 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Το κείμενο του αρθρογράφου δεν είναι κριτική.
Είναι ιδεολογική επίθεση μεταμφιεσμένη σε αισθητική ανάλυση.
- Χρησιμοποιεί τη θεωρία ως ρόπαλο.
- Υποτιμά το κοινό.
- Εξισώνει την εθνική αφήγηση με τον εθνικισμό.
- Επικαλείται αυθαίρετα τον Κούντερα και τον Μπένγιαμιν.
- Κατασκευάζει ενοχικές αναλογίες με τη Χούντα.
- Απορρίπτει ένα ολόκληρο κινηματογραφικό είδος επειδή δεν ταιριάζει στο δικό του γούστο.
Η κριτική αυτή δεν αποκαλύπτει κάτι για τον Σμαραγδή.
Αποκαλύπτει πολλά για τον ίδιο τον κριτικό:
μια ελιτίστικη, κανονιστική, θεωρητικοκεντρική αντίληψη της τέχνης που αδυνατεί να δεχτεί ότι η λαϊκή συγκίνηση είναι εξίσου νόμιμη μορφή πρόσληψης με την ακαδημαϊκή αποστασιοποίηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου