Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2025

Petros Tatsopoulos/ Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΌ ΤΗΝ ΑΙ

 

ΑΙ: ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΤΑΤΣΟΠΟΥΛΟΥ

(ρητορική, επιχειρηματολογία, ιδεολογική λειτουργία)

1. Ρητορική υπεροψίας αντί επιχειρηματολογίας

Το κείμενο ξεκινά με μια κλασική τακτική:
ορίζει τον αντίπαλο ως “πνευματικά νωθρό”, “ανορθολογικό”, “αποβλακωμένο”.
Αυτό δεν είναι επιχείρημα· είναι προκαταβολική απαξίωση του αναγνώστη που δεν συμφωνεί.

Η στρατηγική αυτή:

  • δεν αποδεικνύει τίποτα

  • απλώς δημιουργεί ένα “ηθικό ύψωμα” για τον συγγραφέα

  • μετατρέπει την ορθολογικότητα σε ταυτότητα, όχι σε μέθοδο

Με άλλα λόγια: ο Τατσόπουλος δεν υπερασπίζεται τον ορθολογισμό· τον ιδιοποιείται.


2. Αντιμετωπίζει τη λαϊκή θρησκευτικότητα ως παθολογία

Η κριτική του στην ανορθολογική αφήγηση των σειρών είναι εύλογη.
Αλλά το κάνει με τρόπο που:

  • εξισώνει τη λαϊκή πίστη με ψυχιατρική διαταραχή

  • παθολογικοποιεί το θρησκευτικό βίωμα

  • ακυρώνει κάθε δυνατότητα πολιτισμικής ανάλυσης

Αντί να εξετάσει γιατί η θρησκευτική μυθοπλασία έχει απήχηση,
απλώς δηλώνει ότι το κοινό είναι “ανίκανο”.

Αυτό είναι αντι-κοινωνιολογικό, αντι-ιστορικό, και τελικά αντι-ορθολογικό.


3. Συγχέει δύο επίπεδα:

α) την κριτική στην παραγωγή

β) την κριτική στο κοινό

Η ορθή στόχευση θα ήταν:

  • πώς οι παραγωγές κατασκευάζουν μια ψευδοϊστορική αφήγηση

  • πώς η Εκκλησία και τα μοναστήρια χρηματοδοτούν πολιτισμικά προϊόντα

  • πώς η αγορά επιβραβεύει το θαύμα ως θέαμα

Αντί γι’ αυτό, ο Τατσόπουλος επιλέγει την εύκολη λύση:

“Το κοινό είναι αμόρφωτο, άρα φταίει”.

Αυτό είναι ελιτισμός, όχι ανάλυση.


4. Απουσία ιστορικής μεθοδολογίας

Ο συγγραφέας:

  • δεν εξετάζει πώς λειτουργεί η αγιολογική παράδοση

  • δεν αναλύει τη σχέση Εκκλησίας–κράτους στη μεταπολίτευση

  • δεν αγγίζει το ζήτημα της πολιτισμικής ηγεμονίας

  • δεν αναφέρεται σε καμία θεωρία για τη λαϊκή θρησκευτικότητα (π.χ. Weber, Geertz, Asad)

Αντί αυτών, χρησιμοποιεί:

  • ειρωνεία

  • υπερβολή

  • σαρκασμό

  • προσωπικές εντυπώσεις

Αυτό δεν είναι “δολοφονία της ιστορίας”.
Είναι δολοφονία της ανάλυσης.


5. Ηθικολογική καταγγελία αντί πολιτικής ανάγνωσης

Το κείμενο δεν απαντά στο βασικό ερώτημα:

Γιατί η ελληνική κοινωνία καταναλώνει τέτοιες αφηγήσεις;

Πιθανές απαντήσεις που δεν εξετάζει:

  • ανάγκη για συλλογική παρηγοριά

  • έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς

  • πολιτισμική συνέχεια της ορθόδοξης παράδοσης

  • κρατική ανοχή/στήριξη της θρησκευτικής μυθοπλασίας

  • κρίση νοήματος μετά από δεκαετίες οικονομικής πίεσης

Αντί να αναλύσει, ο Τατσόπουλος κηρύσσει.


6. Η ειρωνεία ως υποκατάστατο σκέψης

Η ειρωνεία είναι χρήσιμο εργαλείο.
Αλλά όταν γίνεται κύριο επιχείρημα, τότε:

  • κρύβει την απουσία δομικής ανάλυσης

  • δημιουργεί ψευδαίσθηση διαύγειας

  • μετατρέπει την κριτική σε stand-up

Το κείμενο λειτουργεί περισσότερο ως σάτιρα παρά ως κριτική ιστοριογραφίας.


7. Αντιφατική χρήση του “ορθολογισμού”

Ο Τατσόπουλος:

  • καταγγέλλει τον ανορθολογισμό

  • αλλά χρησιμοποιεί ρητορικά σχήματα ανορθολογικής υπεραπλούστευσης

  • δεν τεκμηριώνει με ιστορικές πηγές

  • δεν παραθέτει εναλλακτική μεθοδολογία

Ο ορθολογισμός δεν είναι ύφος.
Είναι διαδικασία.

Και το κείμενο δεν την ακολουθεί.


? ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ

Το κείμενο του Τατσόπουλου:

  • έχει εύστοχες παρατηρήσεις για την ψευδοϊστορική μυθοπλασία

  • αλλά τις πνίγει σε ρητορική υπεροψίας

  • δεν προσφέρει ανάλυση, μόνο καταγγελία

  • δεν εξετάζει δομές, μόνο άτομα

  • δεν φωτίζει μηχανισμούς παραγωγής μύθου, μόνο γελοιοποιεί το κοινό

Είναι ένα κείμενο που θέλει να είναι ορθολογικό,
αλλά τελικά λειτουργεί ως ηθικολογικός καθρέφτης του ίδιου φαινομένου που καταγγέλλει.


Petros Tatsopoulos · Ακολουθήστε  1 ημ.  
Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
☀️
Ο ορθολογισμός θέλει κόπο. Από την άλλη μεριά, ο ανορθολογισμός δεν θέλει κόπο, ούτε καν τρόπο• ακόμη και ατημέλητος, ακόμη και ατσούμπαλος, ακόμη και απροκάλυπτα ψευδόμενος, ο ανορθολογισμός εμφανίζεται πάντοτε ως πιο θελκτικός από τον ορθολογισμό, ακριβώς επειδή δεν απαιτεί την παραμικρή διανοητική προσπάθεια από τους «οπαδούς» του, απεναντίας, προϋποθέτει ότι διαθέτουν μια πνευματική νωθρότητα στα όρια της παθολογικής ιδιωτείας. Προτού προχωρήσουμε παρακάτω, επιτρέψτε μου και μια προσωπική νότα: λίγα μόλις εικοσιτετράωρα αφότου έκλεισα τα εξήντα έξι μου χρόνια, ποτέ δεν θα πίστευα (εάν μου το λέγατε δύο ή τρεις δεκαετίες νωρίτερα) πως θα ξημέρωνε κάποτε μια ημέρα κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο όπου όλες οι παραπάνω κοινότοπες διαπιστώσεις θα θεωρούνται κάθε άλλο παρά αυτονόητες, πόσο μάλλον θα χρήζουν ερμηνείας.
Δύο κινηματογραφικές παραγωγές και μια τηλεοπτική (που, από τις 29 Ιανουαρίου του 2026, θα σερβιριστεί και ως κινηματογραφική) θα μας προσφέρουν αφειδώλευτα το πρωτογενές υλικό για την ανάπτυξη της συλλογιστικής μας. Αφορούν και οι τρεις υπαρκτά ιστορικά πρόσωπα με πέραν πάσης αμφιβολίας θρησκευτικό υπόβαθρο: τον άγιο Νεκτάριο, τον άγιο Παϊσιο και τον Ιωάννη Καποδίστρια. Πρέπει ευθύς εξ αρχής να διευκρινίσουμε ότι στην περίπτωση του τρίτου, του Καποδίστρια, μπορεί η θρησκευτική του ταυτότητα να μην αμφισβητείται, αλλά σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις την έθεσε δίχως δισταγμό σε δεύτερη μοίρα, όταν ήρθε σε σύγκρουση με την εθνική του ταυτότητα ή ακόμη και με την κοινή λογική του: τον Απρίλιο του 1828 έκλεισε τις εκκλησίες για αόριστο χρονικό διάστημα προκειμένου να αντιμετωπίσει επιδημία πανώλης (αναμφίβολα συνέβαλε στην απόφασή του και το γεγονός ότι είχε σπουδάσει ο ίδιος γιατρός στην Πάδοβα και είχε ασκήσει την ιατρική προτού τον κερδίσει η διπλωματία), ενώ τον Φεβρουάριο της ίδιας χρονιάς είχε ήδη απορρίψει με αποτροπιασμό το κατάπτυστο «τελεσίγραφο» του οικουμενικού πατριάρχη Αγαθάγγελου Α΄ για να καταθέσει τα όπλα και να εξασφαλίσει το έλεος του Σουλτάνου –«μη χάνετε την πολύτιμον ταύτην περίστασιν», του έγραφε ο Αγαθάγγελος, «την οποίαν μετά ταύτα θα ζητήσετε χωρίς να δυνηθήτε να την εύρητε». Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι τόσο ο Νεκτάριος όσο και ο Παϊσιος, μολονότι θρυλείται ότι θεράπευσαν πλήθος καρκινοπαθών πριν και μετά (!) το θάνατό τους, δεν κατάφεραν να σώσουν από την επάρατο νόσο τον εαυτό τους –ένα από τα πολλά «οξύμωρα» που θα βρίσκουμε συνεχώς μπροστά μας, καθώς θα εξετάζουμε πιο επισταμένα τον βίο και την πολιτεία τους.
Το πρόβλημα λοιπόν –η παθογένεια, εάν προτιμάτε- δεν ξεκινάει από την ενασχόλησή μας με υπαρκτά θρησκευόμενα έως και θρησκόληπτα ιστορικά πρόσωπα, αλλά από τη στιγμή που ενστερνιζόμαστε τη θρησκευτική τους «ματιά» ως εργαλείο ιστορικής έρευνας: τηρουμένων των αναλογιών (και συγγνώμη για την αμετροέπεια του παραδείγματος) θα ήταν σαν να αποφασίζαμε να αφηγηθούμε την ιστορία ενός σχιζοφρενούς υιοθετώντας πλήρως τη σχιζοφρένειά του. Εν προκειμένω, τρεις διαφορετικοί σεναριογράφοι –η Γελένα Πόποβιτς, ο Γιώργος Τσιάκκας και ο Γιάννης Σμαραγδής- αναλαμβάνουν να μας διηγηθούν την ιστορία του Νεκταρίου, του Παϊσίου και του Καποδίστρια αντιστοίχως, όχι ως ένα εκλαϊκευμένο μάθημα Ιστορίας, αλλά ως ένα τερατολογικό υβρίδιο, όπου Ιστορία και Θρησκευτικά συγχέονται σε βαθμό αξεδιάλυτο.
Πιο μετριοπαθής από τους τρεις είναι αναμφίβολα η Γελένα Πόποβιτς. Στην ταινία της «Ο άνθρωπος του Θεού», ένα μεγάλο εισπρακτικό σουξέ του 2021 (μεσούσης ακόμη της πανδημίας), τα «θαύματα» του Νεκταρίου, δίχως λεπτό να αμφισβητούνται, μεταφέρονται υπαινικτικά στην οθόνη, του τύπου «εντάξει, είμαστε θαυματοποιοί, αναιρούμε κατά βούληση τους συμπαντικούς νόμους, αλλά δεν το κάνουμε και θέμα» -με μία τρανταχτή όσο κι ευτράπελη εξαίρεση στο τέλος: ο Μίκι Ρουρκ, παραπληγικός μετά από ατύχημα, σηκώνεται υγιέστατος από το κρεβάτι του μόλις ο –καρκινοπαθής σε τελικό στάδιο- Νεκτάριος/Σερβετάλης στο διπλανό κρεβάτι τού λέει ναζιάρικα: «Ίσως ο Θεός να σου κάνει μια έκπληξη» (προφανώς ο Θεός εκείνη την ημέρα ήταν σε mood να σώσει μονάχα τον έναν από τους δύο).
Αντιθέτως, στον τηλεοπτικό «Παϊσιο» (μια παραγωγή και αυτή, όπως και η προηγούμενη, του ηγούμενου Εφραίμ και της μονής Βατοπαιδίου), οι σεναριακοί υπαινικτικοί τόνοι εξαφανίζονται. Οι παραγωγοί της σειράς, εμψυχωμένοι ίσως από τη θερμή υποδοχή που επιφύλαξαν οι θεατές στον ανορθολογισμό του «Νεκταρίου», δίνουν το ελεύθερο στον σεναριογράφο Γιώργο Τσιάκκα να ξεσαλώσει: «θαύματα» με τσιμέντα, αρκούδες, καρκινοπαθείς, φίδια, Σαολίν –κυριολεκτικά the sky is the limit (όπου κι εγκαθίσταται βεβαίως ο Παϊσιος μετά θάνατον, δίχως να κοπάζει ο θαυματουργικός του οίστρος). Μιλάμε για ένα κανονικό πανηγύρι του ανορθολογισμού ή/και ένα πανηγύρι της αποβλάκωσης, όπου κινείς υποψίες και μόνο στην υπόνοια ότι μπορεί να σου περνάει σαν αστραπή κάπου-κάπου από το μυαλό κάποια ορθολογική αμφιβολία γύρω από τα τηλεοπτικά τεκταινόμενα. Τίποτε δεν πλασάρεται ως θρησκευτικός συμβολισμός. Όλα πλασάρονται ως ιστορικά συμβάντα. «A true story», όπως προμόταρε ο Τέρι Γκίλιαμ τις «Περιπέτειες του Βαρόνου Μινχάουζεν».
Εκ πρώτης όψεως, ο «Καποδίστριας» του Γιάννη Σμαραγδή σεναριακά κινείται κάπου ενδιάμεσα στους θαυματουργικούς υπαινιγμούς του «Νεκταρίου» και στη θαυματουργική ευκοιλιότητα του «Παϊσίου» -μονάχα εκ πρώτης όψεως όμως, καθώς κι εδώ δεν αμφισβητείται το θεμελιώδες: η παρέμβαση υπερφυσικών δυνάμεων από το Επέκεινα εις τον ρουν της Ιστορίας. Στον «Καποδίστρια» του Σμαραγδή, η Παναγία η ίδια, αυτοπροσώπως, εμφανίζεται μόνο τρεις φορές, αλλά και τις τρεις σε κομβικά σημεία: την πρώτη φορά σώζει τη ζωή του νεαρού Καποδίστρια όταν πέφτει από ένα άλογο, τη δεύτερη τού υποδεικνύει για στενό συνεργάτη έναν ντεκαφεϊνέ Ρασπούτιν (δίχως, φευ, τη σεξουαλική βουλιμία και τη μοχθηρία του πρωτοτύπου) και την τρίτη (συγγνώμη για το spoil, αλλά εδώ μιλάμε για «καρατσεκαρισμένα» ιστορικά γεγονότα) μόλις παραλαμβάνει τη ψυχή του άρτι δολοφονηθέντος Κυβερνήτη για να την οδηγήσει στο επουράνιο βασίλειο. Την αφελή απορία «γιατί η Παναγία σώζει τον εκλεκτό της από πτώση αλόγου, αλλά δεν αποτρέπει τη δολοφονία του;» μπορούμε κάλλιστα να την προσθέσουμε στον μακρύ κατάλογο των περιοδικών εμφανίσεων κι εξαφανίσεων της Παναγίας («γιατί η Παναγία εμφανίζεται στο αλβανικό μέτωπο», λόγου χάριν, «αλλά εξαφανίζεται από την Αθήνα κατά τον επερχόμενο κατοχικό λιμό;»), χωρίς να διατηρούμε την αυταπάτη ότι θα μεταπείσουμε έστω κι έναν από εκείνους που πιστεύουν στις καθημερινές υπερφυσικές παρεμβάσεις, όχι μόνο για τη σωτηρία του περιούσιου έθνους μας, μα και για να μην μπλέξει ο κανακάρης τους με κακές παρέες. Βλέπετε, δεν μιλάμε για ένα ακροατήριο (τεράστιο, εάν κρίνουμε από την τηλεθέαση ή/και τα εισιτήρια) εκπαιδευμένο να ερμηνεύει εύστοχα τις δολοφονίες ιστορικών προσώπων. Μιλάμε για ένα ακροατήριο εθισμένο να προσπερνάει αδιάφορο και ασυγκίνητο τη δολοφονία της Ιστορίας.
--------------------------------------------------------------------------
Πέτρος Τατσόπουλος "The TOC" 29 Δεκεμβρίου 2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)