Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2025

Ο Πάνος Ρούτσι δεν «κάνει απεργία πείνας». Γράφει ο Manos Lambrakis

 


Manos Lambrakis

 
Ακολουθήστε

Ο Πάνος Ρούτσι δεν «κάνει απεργία πείνας». Ο Πάνος Ρούτσι εκθέτει, με το ίδιο του το σώμα, την αλήθεια μιας πολιτείας που έχει παραιτηθεί από τη Δικαιοσύνη και έχει επιλέξει τον εμπαιγμό ως κανόνα διακυβέρνησης. Πεθαίνει μπροστά στα μάτια μας, στο κέντρο της κρατικής κυριαρχίας, μπροστά στο Κοινοβούλιο, εκεί όπου το Σύνταγμα υποτίθεται ότι καθιστά την αξιοπρέπεια αδιαπραγμάτευτη. Δεν πρόκειται για ιδιωτική απόγνωση αλλά για δημόσια μαρτυρία. Για μια βίαιη αποκάλυψη ότι εδώ και δεκαεπτά ημέρες ο χρόνος χρησιμοποιείται ως όπλο εξόντωσης, ότι το κράτος δεν συζητά αλλά αναβάλλει, δεν αναλαμβάνει ευθύνη αλλά αποσύρεται πίσω από την τεχνική της εξάντλησης. Η παθολόγος-λοιμωξιολόγος Όλγα Κοσμοπούλου ήδη απηύθυνε έκκληση να βρεθεί λύση, διότι δεν υπάρχει χρόνος, και αυτό δεν είναι μόνο ιατρική διάγνωση αλλά ηθική καταδίκη ενός καθεστώτος που παρακολουθεί τη φθορά ως διαδικαστικό δεδομένο. Η βιολογική καταστροφή είναι μετρήσιμη, έχει χαθεί περίπου το δεκαοκτώ με είκοσι τοις εκατό της μυϊκής μάζας, η καρδιά κινδυνεύει, οι γιατροί ζητούν διακοπή και νοσηλεία, όμως ο ίδιος επιμένει να συνεχίσει μέχρι να δικαιωθεί, διότι η δικαίωση εδώ δεν είναι ανταμοιβή αλλά αλήθεια. Η πείνα του δεν είναι εργαλείο εκβιασμού, είναι γλώσσα. Η σιωπή του δεν είναι αδυναμία, είναι κατηγορία. Το σώμα του δεν είναι θέμα υγείας, είναι τεκμήριο ενοχής της πολιτείας.
Σε αυτό το σημείο αποκαλύπτεται η ουσία του εμπαιγμού. Ο εμπαιγμός δεν είναι μια προσβλητική χειρονομία απέναντι στους γονείς των Τεμπών, είναι θεσμική στρατηγική απονεύρωσης της μνήμης. Η εξουσία δεν διαπραγματεύεται τη Δικαιοσύνη, την καταναλώνει. Μετατρέπει το αίτημα σε υπερβολή, το πένθος σε κίνδυνο δημοσκοπικής φθοράς, την απεργία πείνας σε αριθμό πρωτοκόλλου. Η πολιτεία δεν αντέχει τη μορφή του μαρτυρίου, διότι το μαρτύριο δεν μεσολαβείται, δεν γίνεται ατζέντα, δεν προσφέρεται για επιτροπές. Γι’ αυτό και η πιο ακριβής περιγραφή της σημερινής λειτουργίας του κράτους είναι η βιοπολιτική της αναμονής. Η εξουσία διαχειρίζεται τον χρόνο για να διαλυθεί ο άλλος. Δεν απαντά επειδή προσδοκά την κόπωση. Δεν λογοδοτεί επειδή ποντάρει στη λήθη. Δεν συγκλονίζεται επειδή έχει εκπαιδευτεί στην ακινησία. Αυτό το μοντέλο είναι ασυμβίβαστο με τη Δικαιοσύνη, διότι η Δικαιοσύνη δεν είναι τεχνική ισορροπία αλλά αλήθεια που διασταυρώνεται με το πάθος. «Οὐαὶ τοῖς λέγουσι τὸ κακὸν καλόν καὶ τὸ καλὸν κακόν» (Ἠσ. 5,20), και ουαί στην πολιτεία που μετονομάζει την ευθύνη σε διαδικασία και το έγκλημα σε ατυχές περιστατικό.
Το σώμα του Ρούτσι είναι η αντι-ρητορική της εποχής. Εκεί όπου ο πολιτικός λόγος λέει θα, το σώμα λέει τώρα. Εκεί όπου τα δελτία Τύπου υπόσχονται, ο μυς χάνεται. Εκεί όπου η εξουσία υποδύεται τη συμπόνια, ο παλμός ασθενεί. Δεν υπάρχει πιο καθαρή φιλοσοφική πράξη από την εξαϋλωση του ίδιου του εαυτού ως άρνηση συμμετοχής στο ψεύδος. Στον ορίζοντα του Χαν, η κοινωνία της απόδοσης μετατρέπει τον πόνο σε βιολογικό θόρυβο και το τραύμα σε οικονομετρικό δείκτη. Ο Ρούτσι ανατινάζει αυτό το σχήμα, διότι μετατρέπει την πείνα σε οντολογική δήλωση, τον πόνο σε απροσκύνητη ετερότητα, το σώμα σε αδιαμεσολάβητη αλήθεια. Σε μια πολιτεία που θέλει μόνο ροές, παρουσιάσεις και διαγράμματα, η ριζική ακινησία του σώματος του πατέρα γίνεται το αμετακίνητο εμπόδιο στην κανονικότητα του εμπαιγμού.
Η Δικαιοσύνη, για να είναι Δικαιοσύνη, οφείλει να είναι μνήμη και λογοδοσία. Όταν αποσυνδέεται από τη μνήμη των θυμάτων, μετατρέπεται σε αναβολή, σε τεχνοκρατική ψυχρότητα, σε μηχανισμό ισχύος. Το έγκλημα των Τεμπών δεν είναι απλώς παρελθόν, είναι καθημερινή αναπαραγωγή ατιμωρησίας. Η άρνηση πρόσβασης στην αλήθεια, η απόρριψη αιτημάτων που αποκαθιστούν το πρόσωπο, η περιθωριοποίηση γονέων που διεκδικούν το αυτονόητο, συγκροτούν ένα καθεστώς που δεν είναι απλώς άδικο αλλά μεταφυσικά κενό. Δεν υπάρχει κοινό χωρίς κοινή αλήθεια και δεν υπάρχει πολιτεία χωρίς ικανότητα θρήνου. «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται» (Ματθ. 5,4). Όταν η πολιτεία γελοιοποιεί τους πενθούντες, παραιτείται από την ίδια της την υπόσταση. Όταν περιγελά το αίτημα Δικαιοσύνης, καταργεί την ελάχιστη προϋπόθεση συμβίωσης. Όταν αφήνει έναν πατέρα να λιώνει, παύει να είναι πατρίδα.
Ο εμπαιγμός είναι η αντεστραμμένη μορφή της βίας. Δεν χρειάζεται γκλομπ, αρκεί μια διαρκής επίκληση της διαδικασίας. Δεν χρειάζεται ψέμα, αρκεί ένα ατέρμονο ίσως. Δεν χρειάζεται λογοκρισία, αρκεί ένας ορυμαγδός ασήμαντων ανακοινώσεων που πνίγουν την ευθύνη. Ο Ρούτσι αντιστέκεται σε αυτή την αραίωση του πραγματικού. Ένα σώμα με λιγότερους μύες, με επιβαρυμένη καρδιά, με απειλούμενες λειτουργίες, λέει περισσότερη αλήθεια από όσα ειπώθηκαν σε αίθουσες συνεδριάσεων μετά την τραγωδία. Η καρδιά που κινδυνεύει δεν είναι μόνο όργανο. Είναι κρίση. Είναι η κρίση της Πολιτείας. Είναι η καταγραφή ότι η διοίκηση δεν έχει πλέον σάρκα και ως εκ τούτου δεν έχει και νου.
Η θεολογία δεν προσφέρεται εδώ ως καταφύγιο παρηγοριάς αλλά ως κριτήριο. Δεν υπάρχει Εκκλησία χωρίς παραμονή κάτω από τον Σταυρό του άλλου. Δεν υπάρχει ευαγγέλιο χωρίς συγκατάβαση στη σάρκα του πάσχοντος. «Ἐν τοῖς σώμασί μου ἀναπληρῶ τὰ ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ» (Κολ. 1,24). Το σώμα του Ρούτσι γίνεται ερμηνεία αυτού του χωρίου στην πολιτική ιστορία μας. Η πείνα του είναι λειτουργία μνήμης, η σιωπή του είναι ομολογία αλήθειας, η επιμονή του είναι κρίση εναντίον όλων μας. «Ἡ μνήμη τοῦ δικαίου μετ᾽ ἐγκωμίων» (Παρ. 10,7). Αν δεν θυμηθούμε τώρα, θα μνημονεύουμε αργότερα τη δική μας αποτυχία.
Το δίκαιο δεν μπορεί να παραχθεί από μια εξουσία που έχει μάθει μόνο να προστατεύει τον εαυτό της. Η δικαιοσύνη γεννιέται όταν το κράτος ξαναγίνεται ικανό να αισθάνεται. Όταν ένας υπουργός ζητά συγγνώμη και παραιτείται. Όταν ένας βουλευτής σταματά να μιλά και στέκεται δίπλα στον πατέρα. Όταν οι δομές αναγνωρίζουν ότι η διαχείριση δεν αντικαθιστά το αληθινό. Μέχρι τότε, η απεργία πείνας είναι το μόνο λεξικό που απομένει. Μια τελευταία, ριζική γλώσσα που δεν χωρά σε πάνελ, δεν γίνεται infographics, δεν δανείζεται branding. Μια γλώσσα που προφέρει την αλήθεια χωρίς φωνή.
Το ερώτημα δεν είναι αν συμφωνούμε με τον Ρούτσι. Το ερώτημα είναι αν αντέχουμε να τον κοιτάμε χωρίς να γινόμαστε συνένοχοι. Αν τον αφήσουμε να πεθάνει, δεν θα χαθεί μόνο ένας πατέρας. Θα χαθεί η απόδειξη ότι μπορούμε ακόμη να είμαστε πολίτες. Θα χαθεί η τελευταία γέφυρα ανάμεσα στο κράτος και την αλήθεια. Και τότε, η ιστορία δεν θα γράψει ότι ο Ρούτσι υπήρξε υπερβολικός. Θα γράψει ότι εμείς υπήρξαμε λιγότεροι. «Ἐγγὺς Κύριος τοῖς συντετριμμένοις τὴν καρδίαν» (Ψαλμ. 33,19). Αν ο Κύριος είναι κοντά στους συντετριμμένους, ποιος θεσμός δικαιούται να απέχει;

https://www.facebook.com/francomanouil Manos Lambrakis ''Υπάρχουν εποχές όπου η Ιστορία δεν παράγει πρόοδο, αλλά ατέρμονη κυκλικότητα. Όπου η πολιτική φθίνει σε τελετουργία τεχνοκρατικής διαχείρισης και η συλλογική εμπειρία διαρρηγνύεται σε ατομικά αποθέματα αγανάκτησης, μνησικακίας και υπαρξιακής κόπωσης. Η Ελλάδα βρίσκεται σ’ ένα τέτοιο σταυροδρόμι: μια μετά-δημοκρατική κοινωνία εξουθενωμένη από την ίδια της την ιστορικότητα, αδυνατώντας πλέον να παραγάγει κοινό παρόν, πολλώ δε μάλλον κοινό μέλλον.
Η κρίση δεν είναι απλώς θεσμική ή οικονομική. Είναι πρωτίστως οντολογική: αφορά τη δομική αδυναμία να αναγνωριστεί ο εαυτός ως μέρος ενός εμείς που δεν λειτουργεί βάσει αίματος ή συμφέροντος, αλλά βάσει μοιρασμένης μνήμης και θεραπευτικής σχέσης με το τραύμα. Στην θέση του κοινού, εδραιώνεται το μερικό. Στην θέση της ενσυναίσθησης, η καχυποψία. Στην θέση του λόγου, ο ύψιστος θρίαμβος του θορύβου. Και σε αυτή την ασυνάρτητη τοπολογία, το «μαζί» καθίσταται αδιανόητο''.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)