Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2025

Mανώλης Ρασούλης - Manolis Rasoulis

 


Mανώλης Ρασούλης - Manolis Rasoulis

 
Ακολουθήστε

«Φίλε θεατή, έξοδοοος!» φώναξε για τελευταία φορά ο σπουδαίος τραγουδοποιός Διονύσης Σαββόπουλος και πέρασε στην αιωνιότητα.
Θερμά συλλυπητήρια στην οικογένειά του.
Λίγα λόγια από την αυτοβιογραφία του Μανώλη Ρασούλη, "Οι βερβελίδες της Αμάλθειας", για τον Νιόνιο, τον μεγάλο εκδρομέα, φίλο και συμπορευτή του:
«"Είναι ζωή αυτή η νεκροφάνεια;" ρωτούσε κάθε τόσο ο Διονύσης το κοινό-κενό και γύρναγε και με κοίταζε με απορία και φόβο.
«Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας, είναι πολύ ζαχαρωμένα,
ταιριάζουν για σοκολατόπαιδα, μα δεν ταιριάζουνε με μένα»
Ήταν το τραγούδι που είχαμε σαν σύνθημα εγώ και ο Διονύσης κρατώντας τσίλιες στον Φώντα Λάδη και γεμίσαμε την περιοχή της Δεξαμενής συνθήματα φωτιά, "Ή θα κοιμάσαι, ή θα θυμάσαι" λίγες μέρες πριν τη δικτατορία.
«Να το πάρεις το κορίτσι και αν δεν ξέρεις το χορό του Ησαΐα θα στον μάθει ο παπάς- φίλε θεατή, έξοδοοος!», φώναζε στο φινάλε της παράστασης του / μας στο Ζυγό το 1977.
«Κάποια φάτσα θα δω ν' αρπαχτώ να κάνω την παράσταση» μου 'λεγε στο Ζυγό πριν βγει στο πάλκο. «Γράψε μου ένα μονόπρακτο και θα σου δώσω 1.500 δραχμές τη μέρα».
Του 'γραψα ένα, το 'παιζε ο Πουλικάκος μ' έναν άλλο, ακροβάτη, δε δέχτηκα χρήματα. Του χρώσταγα απ' αυτά που έμαθα κοντά του δύο χρόνια στους «Αχαρνής».
Και από πιο πριν. Από το 1964 που γνωριστήκαμε. Στου Λοΐζου το σπίτι. Και σχεδόν μέναμε εκεί, μποέμ, που δεν είχαμε πού την κεφαλήν κλίνη στις μεγάλες πείνες, στις μεγάλες προσδοκίες.
Αργότερα στο Ολυμπιακό, μ' έβαλε και του απήγγειλα ένα ποιηματάκι, μπροστά σε 80.000 κόσμο. Ήταν μία πανδαισία, μία πορεία κερδισμένη πόντο-πόντο (πριν αρχίσει, στα υπόγεια του σταδίου, κάποιος ακατανόμαστος έκανε απόπειρα να με πνίξει).
Θυμάμαι στις μπουάτ της Πλάκας δούλευε καθημερινά για το μεροκάματο.
Μια φορά, πήγα μ' ένα γνωστό μου, ήμασταν δυο και έπαιξε για μας τους δυο.
Όμως λίγο αργότερα σε μία μπουάτ, με την Αρλέτα νομίζω και τη Χωματά, συγκέντρωνε πολύ κόσμο. Τότε ήταν που πήγε ο Λαδάς και του φώναξε απ' την πόρτα:
« Ώστε ο χαφιές που σε ακολουθεί ε; Εσένα σύντομα θα σου βγάλω το μουστάκι τρίχα- τρίχα».
Όπερ και εγένετο μετά τις 21 Απρίλη του 1967. Τον πιάσαν και τον σακάτεψαν στη φάλαγγα.
Πήγαινα με την Άσπα και του πηγαίναμε φαγητό. Η Άσπα αστόπαιδο και ακομπλεξάριστο, τα 'βαζε άσκημα με τους φύλακες.
Ένα βράδυ μες στη δικτατορία, πριν τον πιάσουν, έστειλε με μία κασέτα το τραγούδι για τον Αλέξη Ασλάνογλου. Τ' ακούγαμε, 5-6 ήμασταν, κι είχαμε μείνει σύξυλοι, συγκλονισμένοι.
Όταν τελειώσαμε στην Πλάκα τις παραστάσεις «Αχαρνής» κλπ., αποφασίσαμε να κάνουμε τουρνέ ανά την Ελλάδα, συμφωνώντας να παίρνουμε στα ίσα τα μεροκάματα, το ίδιο και ο Νιόνιος, να κουβαλάμε όλοι, έτσι και έγινε. Ξεκινήσαμε απ' το Ηράκλειο.
Κατέβηκα κάποιες μέρες πριν τις δύο παραστάσεις στον «Ντορέ» (δεν υπάρχει πια).
Έφαγα τα πόδια μου, αυτοσχεδίαζα ιδιοφυώς, πούλαγα εισιτήρια στις καφετέριες. Έγινε χαμός.
Δυο μέρες τίγκα. Έπαιρνα το βαλιτσάκι με τα λεφτά απάνω στη σκηνή. Ο Νιόνιος μ' αγκάλιασε με πολλή συγκίνηση. Το Ηράκλειο μας εγγυήθηκε την υπόλοιπη τουρνέ.
Τη Σαλονίκη την ανέλαβε ο Παπάζογλου. Κι εκεί σουξέ.
Τον θυμάμαι τον Νιόνιο να βοηθά στο κουβάλημα. Ήταν συμπαθέστατος. Δεν πιστεύω πολύ στα σοβιέτ πλέον, αλλά είναι μία λύση σε κάποια συγκυρία.
Σ' ένα χρόνο του πήγα κάτι τραγούδια που γράφαμε με ένα νεότατο συνθέτη, το Νίκο Ξυδάκη, που μου 'χε συστήσει ο Ηλίας Λιούγκος, γείτονάς του και γείτονάς μου, στην παράσταση των «Αχαρνέων» του Νιόνιου.
Δέχτηκε να τα κάνει παραγωγή στη LYRA.
Φτασμένος και εμπνευσμένος τροβαδούρος, μ' ανέλαβε αυταρχικά, αλλά ευεργέτησε το προϊόν.
Το ηχογραφήσαμε στο «Αγροτικόν» στην Παπάφη. Στο υπόγειο του τέως ταχυδρομείου.
Λένε πως άλλαξε το ρού του ελληνικού τραγουδιού.
Έγινε τις Πόπης, το έλα να δεις και της πουτάνας το κάγκελο μαζί.
Χορέψτε γιατί χανόμαστε.
Έβγαλα και το «Αυγό», έφερα και το βιβλίο του Osho «Η Κρυμμένη Αρμονία. Ομιλίες πάνω στις ρήσεις του Ηράκλειτου». Έγινε τις τρελής του φεγγαριού.
Οι βίοι μας σχεδόν παράλληλοι. Ενίοτε χρυσή χιαστί. Από το '64 και μετά όλο και ήμασταν σχεδόν σιαμαίοι. Σημειώστε ότι όταν έγινα το '63 κολαούζο και παρατρεχάμενος του Θεοδωράκη, στο γραφείο του Μίκη υπήρχε ένα δωματιάκι το οποίο παραχώρησε ο Πάγκαλος (έτσι κι αλλιώς το οίκημα ήταν του παππού του Θόδωρου) να μένει ο Νιόνιος με τον όρο να σκουπίζει κάνα πάτωμα. Νothing.
Ερχόταν τότε μια φουριόζα φοιτήτρια, κοντή, αλλά ο Θεός να σε φυλά, έπαιρνε αμπάριζα και καθάριζε τα πάντα: ήταν η Αλέκα Δρόσου, ή αργότερα, Αλέκα Παπαρήγα.
Ο Νιόνιος ψιλοέγραφε και στη «Δημοκρατική Αλλαγή» όπου δούλευα ως κλητήρας και συναντιόμασταν και κει. Συναντήθημεν 2-3 φορές στο Παρίσι όπου είχε πάρει ένα σχεδόν μπλαζέ ύφος Τζον Λένον. Άφησε τους Μπιτλς να τον επηρεάσουν κάργα.
Χάθ'καμαν.
Μετά τη δικτατορία ξανασυναντήθημεν και θήτεψα δύο χρόνια στους «Αχαρνής» όπου είδα και θαύμασα το άψογο στιλ του. Την ακρίβειά του, τη γοητεία του, τη διδασκαλία του. Απόκτησα τόνους πλαστικότητας και ετοιμάστηκα για να πάω επιτέλους στον Osho.
Όταν γύρισα με τη μάλα και τα μπορντό αιφνιδιάστηκε έως αντέδρασε. Άρχισε από τότε ένα μάταιο αγώνα, ελληνικάριο, με θούρια και σημαίες, ώσπου έγραψε και κείνο το εύστοχο «Κωλοέλληνες» και πέρασε δεύτερη περίοδο Μπουμπουλίνας, απομόνωσης πανταχόθεν, ώστε αναγκάστηκε να πάει στη Νέα Υόρκη να βρει δουλειά στην μπουάτ «Μικρόκοσμος» όπου έπαιξα κι εγώ το '81-'82 μ.Χ.
Γράφω 6 Μαρτίου, δίπλα στο Τολό κι εννοώ το υπέροχο τραγούδι του «Κιλελέρ» όπου λέει «6 Μαρτίου 1910» ένα τραγούδι απ' τα καλύτερα που 'χουν γραφτεί στην ελληνική γλώσσα. Και ταυτόχρονα αναφέρομαι στην ημερομηνία 6 Μαρτίου όπου συνέλαβαν τον Osho στο σπίτι του Κούνδουρου και τον απέλασαν με το χειρότερο τρόπο και ίσως να φχαριστήθηκε βαθιά ο Νιόνιος.
Πάντως στις 6 Μαρτίου του 2010, κάλεσα τον Νιόνιο στον ΙΑΝΟ να μιλήσουμε γι' αυτό το ιστορικό γεγονός που κουβαλάει το τραγούδι σαν γύρη, αυτή τη μνήμη και φυσικά να το τραγουδήσει. Ήρθε.
Μίλησα εγώ κι ένας βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, ο Παπαδημούλης (ο Ανδρουλάκης που θα 'ρχόταν βρήκε δικαιολογία και την έκανε η κατσίκα) κι ο Νιόνιος το τραγούδησε μ' ένα πιάνο. Μπροστά σε λίγο κόσμο όμως ήταν ένα ΓΚΛΑΝ!!
Καθώς ήπια με έναν καφέ μετά του είπα ότι θα ήθελα να βρεθούμε για να καφέ και ότι τον αγαπάω. «Σου 'χω πολλά καρφιά», μου είπε.
Ξαναβρεθήκαμε στο Λυκαβηττό στα 85α γενέθλια του Μίκη Θεοδωράκη. Τραγουδήσαμε στη σειρά μας ο καθείς. Ο Μίκης μου 'χε πει ότι θα καθόμασταν δίπλα του εγώ, ο Νιόνιος και ο Κηλαηδόνης. Έκατσαν ο Νιόνιος κι η Παπαρήγα. Οι δύο που σκούπιζαν στο γραφείο του στην Ομόνοια το '64. Δεν έσπρωξα να πάω να κάτσω δίπλα. Φαίνομαι στη φωτογραφίες μαζί, είμαι και στην εκπομπή του Σπύρου Παπαδόπουλου δίπλα στο Μίκη και τον Πάγκαλο, αρκεί.
Θα 'θελα να παίξουμε μία φορά μαζί με τον Νιόνιο. Είμαι κι εγώ εκδρομεύς του '65. Κουβαλάω κι εγώ πια μια ιστορία τραγουδιού τε και ιστορικών συμβάντων.
Καλό είναι να θυμούνται οι παλαιοί και να μαθαίνουν οι νέοι.
Είναι καλλιτέχνης, δεν είναι ο Μεσσίας. Εχει μία σπάνια μεταδοτικότητα, κι αυτό τον φορτώνει με μια ασήκωτη ευθύνη και ίσως φιλαυτία. Ενίοτε χάνει το μέτρο του οποίου ομιλεί. Και ποιος δεν το χάνει;
Μας συνδέουν όμως σχεδόν 50 χρόνια κοινής μοίρας.
Δεν είναι και λίγο.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)