Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2025

Manos Lambrakis γαι Διονύση Σαββοπουλο

 Πρωτοσέλιδα Εφημερίδων 25.10.2025 (εξόδιος ακολουθία)


Manos Lambrakis

 
Ακολουθήστε

Τις τελευταίες ημέρες η απώλεια του Διονύση Σαββόπουλου προκάλεσε μια ιδιότυπη αναστάτωση. Όχι μόνο γιατί έφυγε ένας δημιουργός που σημάδεψε πέντε δεκαετίες μουσικής και λόγου, αλλά γιατί μαζί του ανασύρθηκαν όλα όσα η κοινωνία μας αρνείται να συμφιλιώσει: η πολιτική μνήμη, η θρησκευτική πίστη, η πνευματική ελευθερία, η έννοια της μεταμέλειας. Κάθε εποχή διαβάζει τον καλλιτέχνη που χάνει σύμφωνα με τα ενοχικά της αντανακλαστικά κι έτσι, ο Σαββόπουλος, αντί να αποχαιρετηθεί ως άνθρωπος της τέχνης, μετατρέπεται σε πεδίο ερμηνευτικών συγκρούσεων.
Σχολιάζεται διαρκώς το πώς, «από την Αριστερά πέρασε στη Δεξιά», σαν να πρόκειται για πολιτικό οδοιπορικό που χρειάζεται μετάνοια ή εξιλέωση.
Μα η πορεία του δεν υπήρξε γραμμική. Ήταν η πορεία ενός ανθρώπου που έμαθε ότι η ελευθερία δεν κατοικεί σε στρατόπεδα.
Από τον ρομαντισμό της νεότητας έως την πνευματική εγρήγορση των τελευταίων χρόνων, ο Σαββόπουλος κινήθηκε όχι ως ιδεολόγος, αλλά ως στοχαστής με την έννοια της αμφίσημης ηθικής διαύγειας, εκείνης δηλαδή που αρνείται την καθαρότητα ως μορφή βίας.
Το ίδιο και στη θεολογία του. Όμως, η δική του χριστιανική θρησκευτικότητα δεν υπήρξε ποτέ θρησκειολογική. Νομίζω ήταν βιωματική, σχεδόν υπαρξιακή. Ο Σαββόπουλος δεν προσέγγιζε τον Χριστό ως δόγμα, αλλά ως ερώτημα που δεν έψαχνε την πίστη, αλλά την αλήθεια του ανθρώπου μέσα στην πίστη. Και αυτό είναι ίσως που τον αποξένωσε τόσο από την πολιτική Αριστερά όσο και από τη συντηρητική Δεξιά — γιατί αμφότερες δεν αντέχουν την εσωτερική πολυπλοκότητα.
Μέσα σε αυτό το φορτισμένο κλίμα, παρεμβλήθηκε και η μεσημεριανή μου ανάρτηση τον επικήδειο λόγο του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη. Ένα κείμενο που, αντί να διαβαστεί ως στοχασμός πάνω στη σχέση τέχνης και εξουσίας, εκλήφθηκε ως πολιτική δήλωση. Η παρερμηνεία αυτή είναι αποκαλυπτική: μαρτυρεί πόσο λίγο έχουμε μάθει να διακρίνουμε το πολιτικό από το κομματικό, και το φιλοσοφικό από το ιδεολογικό. Το ζήτημα δεν είναι ποιος θα μιλήσει για τον Σαββόπουλο, αλλά αν μπορούμε να ακούμε τον νεκρό χωρίς να τον εργαλειοποιούμε.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν υπήρξε ούτε «δεξιός» ούτε «αριστερός»· υπήρξε το πεδίο μιας εσωτερικής μάχης ανάμεσα στην ειρωνεία και την πίστη, ανάμεσα στη σάτιρα και στη μεταφυσική. Γι’ αυτό και ο θάνατός του δεν χρειάζεται πολιτική ερμηνεία. Η οικογένειά του, με ευγένεια και σεβασμό, κάλεσε όσους θέλουν να προσέλθουν στον Άγιο Ελευθέριο από τις 8.30 έως τις 11.30 το πρωί για ένα τελευταίο αντίο — μακριά από τις δηλώσεις και τους θορύβους. Εκεί, στη μικρή Γοργοεπήκοο, η σιωπή θα είναι η μόνη γλώσσα που ταιριάζει σε έναν ποιητή του προφορικού λόγου.
Εξάλλου, αν ο ίδιος ή η οικογένειά του ήθελαν να αποκλείσουν οποιονδήποτε, θα το είχαν πράξει.
Δεν χρειάζεται να ερμηνεύουμε την επιθυμία του νεκρού. Χρειάζεται μόνο να σεβαστούμε το μέτρο της ζωής του.
Η κηδεία αυτή δεν είναι η κηδεία του Σεφέρη. Δεν είναι πολιτική τελετή, αλλά μια πράξη κοινής ευγένειας.
Όποιος επιθυμεί να σταθεί για λίγο μπροστά στο φέρετρο, χωρίς να συναντήσει πολιτικούς, χωρίς να δώσει σημασία στα μικρόφωνα και στις δηλώσεις, μπορεί να το πράξει, γιατί η τέχνη, ακόμη και μπροστά στον θάνατο, παραμένει τόπος ελευθερίας.
Ας τον αφήσουμε, λοιπόν, στην ησυχία του. Ο Σαββόπουλος δεν χρειάζεται υπερασπιστές ούτε αντιπάλους. Χρειάζεται μόνο εκείνους που μπορούν να σωπάσουν με σεβασμό. Η φωνή του θα αντηχεί πιο δυνατά μέσα στη σιωπή απ’ ό,τι σε κάθε λόγο που θα ειπωθεί.
Και αν κάτι μένει ως τελευταίο μάθημα, είναι ότι η τέχνη —όταν είναι αληθινή— δεν υπηρετεί την εξουσία ούτε την αντιπολίτευσή της. Υπηρετεί τη μνήμη, την ειρωνεία και την αλήθεια του ανθρώπου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)