Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2025

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ για Διονύση Σαββόπουλο

 


ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ

 
Ακολουθήστε

"Σβήνουν τα βήματα στη σκάλα κανείς
Θα πλανηθούμε μοναχοί
Θάλασσες πόλεις έρημοι σταθμοί
Αλλάζουν όλα εδώ κάτω με ορμή
Τι να καταλάβουμε οι φτωχοί"
Οι μεγάλοι καλλιτέχνες ανήκουν στο έργο τους - στην οραματική του συνθήκη, στο συμπαντικό χρέος του, στην ακρίβεια του αισθήματος που το καθορίζει. Οι μεγάλοι καλλιτέχνες υποφέρουν - επειδή δεν μπορούν να είναι άλλοι από αυτό που τάχθηκαν να είναι, σε όλη την εκστατική όσο δραματική διαδρομή του βίου: "Είδα την Άννα κάποτε" - "Είδα τη Σούλα και τον Δεσποτίδη". "Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη" - "Μυστικό τοπίο". Ναι, έτσι πάει. Αδιαίρετο. Πλήρες. Αποσπασματικό. Αντιφατικό. Ανεξήγητο. Λαϊκό. Αυτοκαταστροφικό. Λυτρωτικό. Το έργο, πάντα το έργο.
Τον συνάντησα τον χειμώνα του 1987 - 1988 στον ΣΕΙΡΙΟ του Μάνου Χατζιδάκι (έπαιζα πιάνο με τον Νίκο Παπάζογλου). Στο μικρό καμαρίνι του ο Σαββόπουλος από νωρίς κάθε βράδυ. Με το θάρρος της νιότης τον ρώτησα. Για πολλά. Μου απάντησε, με απόλυτη ειλικρίνεια. Ερχόταν ο Χατζιδάκις, λίγο πιο αργά. Παρατηρούσα τους δύο γίγαντες να συγκλίνουν, να αποκλίνουν, να σιωπούν. Να αγαπιούνται με την κοινή συνενοχή της γνώσης του μαρτυρίου της μεγάλης δωρεάς - του ταλέντου: Να ανακαλύπτεις το απόλυτα προσωπικό σύμπαν της Τέχνης σου, γνωρίζοντας πως το κεφάλι σου είναι πάντα "στον πάγκο του χασάπη". Ο Χατζιδάκις μου είχε πει: "Προσοχή, μη φύγει το πουλάκι από τον ώμο, μην πετάξει μακριά. Δεν επιστρέφει..."
Όταν ο Νίκος Πορτοκάλογλου ηχογραφούσε το υλικό του "Άσωτου υιού", μου ζήτησε να επιμεληθώ ενορχηστρωτικά την συμμετοχή του Σαββόπουλου. Μπήκαμε στο Polysound και ηχογραφήσαμε το "Να με προσέχεις". Έπαιζα πιάνο, κοντραμπάσο ο Βαγγέλης Κοντόπουλος, στην κονσόλα ο Γιώργος Καρυώτης. Ο μέγιστος τραγουδοποιός τραγουδούσε, δίπλα μας, με μάτια κλειστά. Στα ακουστικά μου αυτή η φωνή που μ' έκανε πολλές φορές να κλάψω, ακούγοντας την σε αριστουργήματα ποιητικά και μουσικά.
Τον κάλεσα στην Αστυπάλαια, στο εθελοντικό φεστιβάλ μας. Ήρθε (χωρίς αμοιβή), έπαιξε τον "Αριστοφάνη που γύρισε από τα θυμαράκια", τους δικούς του "Αχαρνής" του Αριστοφάνη. Τον ανακηρύξαμε επίτιμο δημότη. Έμεινε λίγες μέρες στο νησί. Με ένα τζιπάκι τον ξενάγησα σε παραλίες απόμακρες, μαγικές κι ονειρεμένες (λάτρευε τον Τσιτσάνη). Τον άκουγα να μιλάει χωρίς δισταγμό για "κάποια λάθη" - δεν θα τα αποκαλύψω, μου αρκεί που τα μοιράστηκε με απλότητα και καθαρή καρδιά. Σ' ένα καφενεδάκι οι μαγείρισσες γυναίκες του τραγούδησαν "Ας κρατήσουν οι χοροί", φέρνοντας του τον καφέ και τα καλούδια τους. Σηκώθηκε όρθιος, συγκινημένος. Έτσι όπως στάθηκε μπροστά στον Μίκη, στην Μητρόπολη. Κι έσκυψε το κεφάλι και μετά χαιρέτησε με το δεξί στον κρόταφο (captain my captain).
Δεν συμφωνώ πως η αντιμετώπιση ενός σημαντικού έργου (έργου ζωής) κάποια χρονική στιγμή από την κοινωνία (μια κοινωνία που μοιάζει με υπερφωτισμένο, "καμμένο" φωτογραφικό ενσταντανέ, έτσι που απροκάλυπτα κι αστόχαστα, μέσα στον βούρκο των "κοινωνικών δικτύων", έχει γνώμη και άποψη περί παντός του επιστητού) αποτελεί κριτήριο άξιο "τελικών" αναλύσεων. Η ζωή απεχθάνεται τις "τελικές λύσεις". Στο παρελθόν πολλές φορές ένα λαμπρό Έργο (από καλλιτέχνες ογκόλιθους) έχει τρεμοσβήσει κι υποχωρήσει (προσωρινά, φαινομενικά) ώσπου να του αποδοθεί η τελική υπεραξία του (παραδείγματα πολλά - ο ίδιος ο Σέξπιρ, ο Θεοτοκόπουλος, ο Βιβάλντι, ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ...). Το έργο του Σαββόπουλου - ο αγώνας και η αγωνία του - αποτελεί περιουσία και κληρονομιά πολύτιμη, εθνική και συγχρόνως παγκόσμια. Τι θα κάνουμε με αυτή την κληρονομιά (και με την αντίστοιχη όλων των μεγάλων μας), είναι δική μας ευθύνη.
"Γεννήθηκα στη Σαλονίκη. Να δω τους ποιητές πρόλαβα εγώ..."
Κι εμείς. Κι είμαστε ευγνώμονες.
Η ζωγραφιά του Αλέξη Κυριτσόπουλου. Από το εξώφυλλο του δίσκου με την πιο δίκαιη προτροπή (και συμβουλή μετά λόγου γνώσεως): ΜΗΝ ΠΕΤΑΞΕΙΣ ΤΙΠΟΤΑ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)