Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2025

ΟΔ. ΕΛΥΤΗΣ / ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ (απόσπασμα)

 Γεώργιος Εργείλαος Τσιπάς

Επυροβόλησα την ερημιά.. με κόκκινο..
Μόνος..
Είπα:Δεν θάναι η μαχαιριά βαθύτερη απ την κραυγή.. κι είπα: δεν θάναι το άδικο τιμιώτερο απ το αίμα..
Είπα: με μόνο τ άσπιλο,του νου μου θα κτυπήσω
..προδόθηκα κι απόμεινα στον κάμπο μόνος
...
Τις ημέρες μου άθροισα και δε σε βρήκα
πουθενά, ποτέ, να μου κρατείς το χέρι
στη βοή των γκρεμών και στων άστρων τον κυκεώνα μου!
Πήραν άλλοι τη Γνώση και άλλοι την Ισχύ
το σκοτάδι με κόπο χαράζοντας
και μικρές προσωπίδες, τη χαρά και τη θλίψη,
στη φθαρμένη την όψη αρμόζοντας.
Μόνος, όχι εγώ, προσωπίδες δεν άρμοσα,
τη χαρά και τη θλίψη πίσω μου έριξα,
γενναιόδωρα πίσω μου έριξα
την Ισχύ και τη Γvώση.
Τις ημέρες μου άθροισα κι έμεινα μόνος.
Είπαν άλλοι: γιατί; κι αυτός να κατοικήσει
το σπίτι με τις γλάστρες και τη λευκή μνηστή.
Άλογα τα πυρρά και τα μαύρα μού άναψαν
γινάτι γι' άλλες, πιο λευκές Eλένες!
Γι' άλλη, πιο μυστικήν αντρεία λαχτάρησα
κι από κει που με μπόδισαν, ο αόρατος, κάλπασα
στους αγρούς τις βροχές να γυρίσω
και το αίμα πίσω να πάρω των νεκρών μου των άθαφτων!
Είπαν άλλοι: γιατί; κι εκείνος να γνωρίσει
κι εκείνος τη ζωή μέσα στα μάτια του άλλου.
Άλλου μάτια δεν είδα, δεν αντίκρισα
παρά δάκρυα μέσα στο Κενό πού αγκάλιαζα
παρά μπόρες μέσα στη γαλήνη πού άντεχα.
Τις ημέρες μου άθροισα και δε σε βρήκα
και τα όπλα ζώστηκα και μόνος βγήκα
στη βοή των γκρεμών και στων άστρων τον κυκεώνα μου!
γ΄
Μόνος κυβέρνησα * τη θλίψη μου
Μόνος αποίκησα * τον εγκαταλειμμένο Μάιο
Μόνος εκόλπωσα * τις ευωδιές
Επάνω στον αγρό * με τις αλκυονίδες
Τάισα τα λουλούδια κίτρινο * βουκόλισα τους λόφους
Επυροβόλησα την ερημιά * με κόκκινο!
Είπα: δε θα 'ναι η μαχαιριά * βαθύτερη από την κραυγή
Και είπα: δε θα' ναι το Άδικο * τιμιότερο απ' το αίμα!
Το χέρι των σεισμών * το χέρι των λιμών
Το χέρι των εχτρών * το χέρι των δικών
Μου, εφρένιασαν εχάλασαν * ερήμασαν αφάνησαν
Μία και δύο * και τρεις φορές
Προδόθηκα κι απόμεινα * στον κάμπο μόνος
Πάρθηκα και πατήθηκα * σαν κάστρο μόνος
Το μήνυμα που σήκωνα * τ' άντεξα μόνος!
Μόνος απέλπισα * το θάνατο
Μόνος εδάγκωσα * μες στον Καιρό με δόντια πέτρινα
Μόνος εκίνησα * για το μακρύ
Ταξίδι σαν της σάλ * πιγγας μες στους αιθέρες!
Ήταν στη δύναμή μου η Νέμεση * το ατσάλι κι η ατιμία
Να προχωρήσω με τον κορνιαχτό * και τ' άρματα
Είπα: με μόνο το σπαθί * του κρύου νερού θα παραβγώ
Και είπα: με μόνο το Άσπιλο * του νου μου θα χτυπήσω!
Στο πείσμα των σεισμών * στο πείσμα των λιμών
Στο πείσμα των εχτρών * στο πείσμα των δικών
Μου, ανάντισα κρατήθηκα * ψυχώθηκα κραταιώθηκα
Μία και δύο * και τρεις φορές
Θεμέλιωσα τα σπίτια μου * στη μνήμη μόνος
Πήρα και στεφανώθηκα * την άλω μόνος
Το στάρι που ευαγγέλισα * το 'δρεψα μόνος!
ΟΔ. ΕΛΥΤΗΣ / ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ (απόσπασμα)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)