Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2021

Χρήστος Α. Χωμενίδης για τον ΜΙΚΗ

 Φίλοι Μίκη Θεοδωράκη/Mikis Theodorakis' friendsΧρήστος Χωμενίδης

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.
Για τον Μίκη, με τον Μίκη. Σήμερα στα «Νέα».
ΣΑΝ ΝΑ ΜΑΣ ΦΩΤΙΖΕ ΑΠΛΕΤΟ ΦΩΣ
«Έχεις ένα γράμμα από τον Μίκη Θεοδωράκη.» Ανοίγω τον φάκελο.
«Αγαπητέ μου Χρήστο Χωμενίδη, το βιβλίο σου το έχω μήνες τώρα στο πλευρό μου… Κατά καιρούς σού έγραφα όμως δεν στα έστελνα, γιατί δεν με ικανοποιούσαν. Γιατί; Γιατί έγραψες ένα αριστούργημα και ό,τι και αν σού πω θα είναι λίγο. Το βιβλίο σου είναι κλασικό με την έννοια του χρόνου. Θα παραμείνει…»
Μένω άναυδος. Διαβάζω και ξαναδιαβάζω, οι φράσεις του χορεύουν εμπρός στα μάτια μου. Το να ονομάζει ο Μίκης τον «Φοίνικά» μου αριστούργημα – σε ποια μεγαλύτερη τιμή θα μπορούσα να ελπίζω;
Λουσμένος με χρυσόσκονη, εν θερμώ, τού απαντάω.
«… Εάν εσύ, Μίκη, έζησες -όπως μού γράφεις- με Σολωμό, Παλαμά, Σικελιανό και Καρυωτάκη, εγώ έζησα με εσένα. Απ'τα δικά σου χέρια πήρα τη σκυτάλη τού απολλώνειου και του διονυσιακού. Της ελληνικής δηλαδή κοσμαντίληψης…
Το πρωί της 24ης Ιουλίου, οκτώ χρονών ήμουν, ξύπνησα και μού ανακοίνωσαν ότι είχαμε Δημοκρατία. Θυμάμαι τη μαμά μου να βάζει στο πικάπ, στη διαπασών, έναν παλιό σου δίσκο. Όχι με αγωνιστικά αλλά με χαρούμενα, με ξένοιαστα τραγούδια. Τη Μυρτιά, τη Μαργαρίτα-Μαργαρώ... Μαγεύτηκα.
Ήταν σαν να είχαν γκρεμιστεί όλοι οι τοίχοι και να φυσούσε μες στο σπίτι μας το δροσερότερο μελτέμι. Σαν να μάς φώτιζε άπλετο φως. "Είχα μιά θάλασσα στο νου κι ένα περβόλι του ουρανού..." Έτσι μού αποκαλύφθηκε το ελληνικό καλοκαίρι…»
Του το ταχυδρομώ. Κάποιες μέρες αργότερα, μού τηλεφωνεί ο φύλακας-άγγελός του. Η Ρένα Παρμενίδου. «Ο Μίκης θα ήθελε να σάς συναντήσει. Μπορείτε το Σάββατο, στις έξι το απόγευμα;» Αν μπορώ;
Νοιώθω λες και πηγαίνω σε ερωτικό ραντεβού. Δεν γίνεται να εμφανιστώ με άδεια χέρια – κάτι πρέπει να του πάρω! Ένα βιβλίο; Ένα ντιβιντί; (Ξέρω ότι διαβάζει μανιωδώς και παρακολουθεί, ξάγρυπνος μέχρι αργά τη νύχτα, ταινίες…) Σταματάω κάτω από την Πλατεία Συντάγματος και του αγοράζω ένα μπουκέτο αγριολούλουδα. Πρώιμα, αναγγέλλουν την άνοιξη του 2019.
Το σπίτι του, στην οδό Επιφανούς 1, στέκει σαν κάστρο, σαν παράρτημα της Ακρόπολης. Το εσωτερικό του εντούτοις δεν έχει τίποτα το πολυτελές. Τις προηγούμενες δύο φορές που τον είχα επισκεφθεί, είχαμε μείνει στο ισόγειο. Εκείνος ανακαθισμένος σε ένα στενό ντιβάνι, εγώ σε μια καρέκλα απέναντί του. Πίσω το πιάνο, πάντοτε ανοιχτό, με μία παρτιτούρα επάνω του. Και οι φωτογραφίες των εγγονών του.
Τώρα με υποδέχονται δυό μεγάλα φιλικά σκυλιά και μια χαμογελαστή ξένη κοπέλα. Με παραδίδει σε έναν κύριο, ο οποίος με οδηγεί σε ένα ασανσέρ βιδωμένο στον εξωτερικό τοίχο του σπιτιού, στο οποίο ίσα-ίσα χωράω. «Πατήστε το κουμπί 1» μού λέει. Βρίσκομαι μόνος μου στον πρώτο όροφο, σε μιάν ευρύχωρη παλιά κουζίνα. Διστάζω προς τα πού να κατευθυνθώ, ποια πόρτα να χτυπήσω.
Ακούω τη φωνή της Ρένας Παρμενίδου. «Ελάτε, ελάτε! Εδώ είμαστε!» Μπαίνω στην κάμαρα τού Μίκη. «Πείτε τα» κάνει η Ρένα και αποχωρεί.
Ίδιος λιοντάρι ξαπλωμένος στο φαρδύ κρεββάτι του. Φοράει μεταξωτές πυζάμες. Τα μαλλιά του χύνονται στο μαξιλάρι. Τα μπράτσα του είναι τρυπημένα από τις πεταλούδες του νοσοκομείου, τα δάχτυλά του ωστόσο και τα νύχια του φαίνονται δυνατά, νεανικά.
«Καλοσώρισες!» μού χαμογελάει. «Ψήλωσες!» με πειράζει. «Δεν θα σάς φτάσω φοβάμαι…» «Όχι πληθυντικοί και αηδίες! Μίκη θα με λες! Μακάρι να μπορούσα να σηκωθώ, να μετρηθούμε…» λέει με ευδιάκριτη πίκρα.
Και ξεκινάει. Να μού μιλάει -χειμαρρώδης όπως πάντα- για τα παιδικά του χρόνια, για το ξύπνημα της εφηβείας, για τα πρώτα βαλσάκια που συνέθετε στο βιολί του και οι γονείς του χόρευαν στο στενό σαλόνι τους. Στην Πάτρα, στην Κεφαλλονιά, στην Τρίπολη. «Όταν πεθάνω, εκεί θέλω να βρεθώ. Εγώ με το δοξάρι στο χέρι και η μαμά με τον μπαμπά να λικνίζονται… Εάν κάτι έκαναν καλό οι Γερμανοί ήταν σινεμά. Προπαγανδιστικός μεν ο κινηματογράφος τους αλλά εντυπωσιακότατος – κατέφυγαν μετά οι σκηνοθέτες και οι ηθοποιοί του στο Χόλλυγουντ και του έδωσαν νέα πνοή! Στην Τρίπολη, που λες, επί Κατοχής, είχαν φέρει τη “Ζωή του Μπετόβεν”. Πήγα με τον πατέρα μου και είδα, στο φινάλε, τον Μπετόβεν να κατεβαίνει μια μαρμάρινη σκάλα ενώ ακουγόταν η “Ενάτη Συμφωνία”. Συγκλονίστηκα! Άλλαξε, μέσα σε πέντε λεπτά, η ζωή μου! Τόσο ταράχτηκα που ανέβασα ψηλό πυρετό. Μόλις συνήλθα, λέω στον μπαμπά: “θα γίνω Μπετόβεν”. “Ο Μπετόβεν είναι ένας!” μού απαντάει. “Ένας ο Μπετόβεν κι ένας ο Μίκης!”….» Σταματάει, πίνει μια γουλιά νερό. Στον τοίχο απέναντι του, ένας χάρτης τού γαλαξία. Μα αντί για αστερισμούς, τα έργα του. Το «Άξιον Εστί» Μεγάλη Άρκτος, το «Μαουτχάουζεν» Κύκνος…
«Μα δεν σε φώναξα απόψε για να φλυαρήσουμε!» μού λέει. «Θέλω να μού διαβάσεις μια παράγραφο από το βιβλίο σου. Να την ακούσω με τη φωνή σου…» Βγάζει κάτω από τα σκεπάσματα τον «Φοίνικα». Έχει σημαδέψει τη σελίδα. «Υπό έναν όρον» τού κάνω. «Θα μού τραγουδήσεις κι εσύ, Μίκη, κάτι δικό σου.» «Πρώτα εσύ!» χαμογελάει πονηρά. Αισθάνομαι σαν μέσα σε όνειρο. Ξεκινάω.
«… Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί για χάρη τίνος δημιουργούμε. Για τον εαυτό μας; Για το κοινό; Από ανάγκη ή από φιλοδοξία; Καταλήγω ότι δημιουργούμε για το έργο το ίδιο… Το έργο μάς διαλέγει για να τού δώσουμε υλική υπόσταση. Κατασπαράζει τις σάρκες μας για να φτιάξει δικές του, ρουφάει το αίμα μας και τον αέρα που αναπνέουμε, ξαπλώνει ανάμεσα σε εμάς και στις γυναίκες μας και τελικά, με μια κλωτσιά, μάς πετάει από το κρεββάτι. Το έργο είναι τύραννος, ανθρωποφάγος – σε τρομάζω; …»
«Σειρά σου. Πες μου τα πρώτα μουσικά μέτρα από τον “Επιτάφιο”» τού ζητάω. «Την εισαγωγή από το “Γιέ μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου”.» «Πάρα-πάρα-παμ-παμ…» σιγοτραγουδάει.
Μου έρχεται αίφνης φαεινή ιδέα. «Γιατί δεν γράφεις, Μίκη, ένα καινούργιο τραγούδι; Και τώρα αμέσως, άμα θες! Θα σε βοηθήσω όπως μπορώ, θα βρούμε μαζί τους στίχους…»
Το βλέμμα του για πρώτη φορά σκοτεινιάζει. «Ξέρεις τι σημαίνει» μού λέει «να ξυπνάς ένα πρωί και να’σαι ενενηνταπέντε χρονών; Θα μπορούσα να φτιάξω και ένα και δέκα και εκατό τραγούδια ακόμα - κατέχω την τέχνη. Μα θα ήταν κατασκευές. Το πέλαγος μου έχει πιά σωθεί… Αρμενίστε εσείς, στα δικά σας πελάγη…»
Δεν είναι ο Μίκης που γνωρίζω. Μα είναι, σε εκείνα τα λόγια του, ο πιο ειλικρινής -και ο πιο γενναίος άρα- Μίκης.
«Κουράστηκα τώρα. Πήγαινε…» μού κάνει. «Θα τα πούμε μιάν άλλη φορά…» Δεν θα υπήρχε άλλη φορά. Το ξέραμε και οι δύο. «Να σου κλείσω την πόρτα;» τον ρωτάω. «Γιατί; Για να μην μπει ο Χάρος; Έννοια σου και τον έχω. Τον νικάω!»-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)