Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2021

ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ ΠΟΙΕΙΝ, Μίκης Θεοδωράκης, «Πώς βλέπει από το ύφος της αριστοτέλειας σκέψης ένας κοινός θνητός τα πεπραγμένα του βίου και του έργου του;» 12 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2020. Καταχώρηση από: Σπύρος Αραβανής

 

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης 24-3-2000

`

Αγαπητέ κ. πρύτανη, αξιότιμοι κύριοι καθηγητές, αγαπητοί φίλοι,

Η απόφαση της Συγκλήτου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης να με αναγορεύσει επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Μουσικής είναι για μένα πραγματικά μεγάλη τιμή και θα ήθελα να σας ευχαριστήσω όλους γι’ αυτό.

Πώς βλέπει από το ύφος της αριστοτέλειας σκέψης ένας κοινός θνητός τα πεπραγμένα του βίου και του έργου του; Αυτή είναι η πρόκληση, έτσι τουλάχιστον την εννόησα, και αυτό θα έπρεπε να είναι το περιεχόμενο της σημερινής ομιλίας μου. Πλην όμως ο χρόνος δεν το επιτρέπει, ενώ από την άλλη πλευρά το Τμήμα του οποίου έχω την τιμή να γίνω επίτιμος διδάκτωρ είναι το Μουσικό, ως εκ τούτου λοιπόν θα περιοριστώ στη σκιαγράφηση των μεγάλων συντεταγμένων που οδήγησαν τα βήματα μου στο χώρο της μουσικής και γενικότερα της τέχνης.

Η μουσική, ξεκινώντας από το βασικό της κύτταρο, το μέλος – μελωδία – τραγούδι, που φυσικά εμπεριέχει το ρυθμό, αποτελεί τον πρώτο ψυχικό-πνευματικό δεσμό που συνδέει τα άτομα κάθε τοπικής κοινότητας. Η ιδιότητα να δημιουργώ μελωδίες υπήρξε για μένα ένα μέσο έκφρασης με το οποίο άρχισα να χτίζω τον εαυτό μου και ένας τρόπος επικοινωνίας και συμφιλίωσης με τους «άλλους», τους εκτός του

κύκλου της οικογενείας, που με φόβιζαν όπως το σκοτάδι.

Γρήγορα συνειδητοποίησα ότι με περίμενε ένα μακρύ και αινιγματικό ταξίδι προς το μέλλον, που όφειλα να το κάνω με «άλλους», χωρίς να γνωρίζω τους κανόνες αυτής της υποχρεωτικής συνύπαρξης.

Το μόνο που είχα έως τότε εκτιμήσει, έξω από το οικογενειακό καταφύγιο, ήταν η φύση, τα χρώματα, οι ήχοι και ό,τι άλλο μας μεταφέρουν οι αισθήσεις. Ο φυσικός και ο ζωικός κόσμος με γοήτευαν, σε αντίθεση με τον ανθρώπινο, που τον αισθανόμουν σαν απειλή. Και όμως, όπως είπα προηγουμένως, θα έπρεπε να συνυπάρξω και να συνταξιδέψω, μέσα από τα άγνωστα μονοπάτια των γεγονότων, συντροφιά με έναν κόσμο που με απειλούσε και με φόβιζε.

Όταν έφηβος πια συνειδητοποίησα τον κίνδυνο, έκανα φυλακή το δωμάτιό μου, αρνούμενος να κοιτάξω την πραγματικότητα κατάματα. Δυο ολόκληρα χρόνια κράτησε αυτή η απομόνωση μου, ώσπου ήρθαν να με ξυπνήσουν τα ιστορικά γεγονότα: οι Γερμανοί είχαν καταλάβει τη μικρή μας πόλη. Ως και μέσα στο ίδιο μας το σπίτι εγκαταστάθηκαν δυο συνταγματάρχες της Βερμαχτ, δίνοντάς μου να καταλάβω ότι η ζωή μας είχε αλλάξει ριζικά, παίρνοντας ένα καινούριο νόημα, τον αγώνα για την ελευθερία.

Δεν είχε τίποτε το ηρωικό και επιφανειακώς αξιοσημείωτο ο αγώνας για την ελευθερία εκείνων των πρώτων χρόνων της Κατοχής. Έως ότου, στις 25 Μαρτίου του 1943, τότε που έγινε η πρώτη διαδήλωση μπροστά στο κενοτάφιο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, μπήκαν στη ζωή μας οι λέξεις «Εθνική Αντίσταση», με ό,τι συνεπάγεται. Έως τότε η λέξη που ταίριαζε ήταν η λέξη «Νύχτα». Είχε νυχτώσει πάνω από την πόλη μας και η οσμή του θανάτου είχε διασκορπίσει πάνω από τους κατοίκους ένα ανεπαίσθητο στρώμα τέφρας, που διαπερνούσε το δέρμα μεταφέροντας στον πυρήνα της ζωής μια απειλή θανάτου. Αυτή η οσμή του θανάτου καθοδηγούσε τώρα τη ζωή μας και είναι εκπληκτικό το πόσες και ποιες άμυνες δημιουργούνται μέσα σου από το τίποτε όταν πρόκειται να υπερασπίσεις αυτή την αδύνατη φλόγα που πασχίζει να μη σβήσει από τον άνεμο: τη ζωή σου.

Σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχει συλλογική άμυνα. Το βλέπεις κι εσύ ότι θα πρέπει να σωθείς μόνος σου, και βιολογικά αλλά και προπαντός υπαρξιακά. Η απειλή της σάρκας, σε μένα τουλάχιστον, γιγάντωνε μέσα μου τις ψυχικές δυνάμεις. Ίσως γιατί τότε ήμουν νέος και τη φροντίδα της επιβίωσης την είχε αναλάβει ο πατέρας μου, που μου επέτρεπε να ψάχνω για διεξόδους σε περιοχές πνευματικές, μυστηριακές, ερεθισμένος από την οσμή του θανάτου και γεμάτος ερωτηματικά για τη μοίρα του ανθρώπου και για την αξία της ίδιας της ζωής.

Ο ποιητής Χατζόπουλος εξέφραζε τότε περισσότερο από κάθε άλλον την τραυματισμένη μου ευαισθησία, που ανταποκρίθηκε στην πρόκληση των στίχου του. Συνέθεσα τότε, στα δεκαέξι δεκαεφτά μου χρόνια, δύο τραγούδια, «Το Φθινόπωρο» και το «Τώρα που Πεθαίνουν τα Λουλούδια», που η δύναμη τους ήταν τέτοια, ώστε να καλύψουν όλη τη μετέπειτα ζωή μου. Απόδειξη ότι το πρώτο έγινε ο βασικός θρήνος της Μήδειας και το δεύτερο ο τελικός θρήνος της Αντιγόνης. Όχι, δεν ήταν μια συνηθισμένη επιστροφή στο παρελθόν οι επιλογές αυτές, όπως έκανε λ.χ. ο Μπετόβεν, όταν πήρε μια μελωδία των δεκαέξι χρόνων του για να κάνει τον Ύμνο της Χαράς. Όπως είπα, αυτά τα δυο τραγούδια φύτρωσαν πάνω σε μια υπερώριμη ευαισθησία που τα εξακόντισε στο μέλλον, έτσι που να πασχίζω σε όλη μου τη ζωή να φτάσω τη μυστηριακή τους δύναμη.

Ήταν φυσικό και αναμενόμενο η επιλογή του μέλους-τραγουδιού ως οργανικής προέκτασης ποιητικού κειμένου που να ανταποκρίνεται στις αισθητικές ανάγκες της εποχής να είναι ο μοναδικός τρόπος μουσικής έκφρασης, δεδομένου ότι δεν είχα ακόμα ούτε καν υποψιαστεί το μαγικό κόσμο της συμφωνικής μουσικής που με περίμενε απ’ την άλλη όχθη της ζωής μου.

Όμως τα σημαντικότερα τραγούδια εκείνης της εποχής δεν ήταν προορισμένα να ρίχνουν γέφυρες προς τους άλλους. ‘Αλλωστε, όπως είπα, την εποχή εκείνη της «Μεγάλης Νύχτας», τότε που οι ατομικές άμυνες οδηγούσαν σε μοναχικούς δρόμους απελπισίας τους ανθρώπους, το πρόβλημα ήταν να σταθείς στα πόδια σου όπως όπως, με μια βραστή πατάτα, με ένα ποίημα και μ’ ένα τραγούδι. Ήμουν πραγματικά ευλογημένος που μπορούσα να κλείνω όλες τις κουρτίνες γύρω μου, ζεσταίνοντας την παγωμένη ψυχή μου με την άχνα εκείνων των πληγωμένων τραγουδιών μου. Και ήταν πληγωμένα, έσταζαν αίμα, γιατί και οι στίχοι έσταζαν αίμα, καθώς αντανακλούσαν την ασήκωτη μοίρα του ανθρώπου.

Ποια ήταν τάχα η μουσική που ταίριαζε στην ομαδική ψυχολογία εκείνων των καιρών; Όταν οι άνθρωποι προχωρούσαν ψαύοντας στα σκοτάδια διαγράφοντας την ατομική τους πορεία με ατέλειωτα ζιγκ ζαγκ; Με τεθλασμένες γραμμές (όπως εκείνη η γραμμή του πυρετού), που η καθεμιά έτεμνε την άλλη προσφέροντας ψευδαισθήσεις επαφών, ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο για στιγμιαία περάσματα, συγκρούσεις, που όλα μαζί δημιουργούσαν μια χαοτική βουή, θα ‘λεγα, κι όχι μουσική, όπως τουλάχιστον την εννοούσαμε ως τότε εμείς οι θρεμμένοι με μονοφωνικά ακούσματα;

Η πολυφωνία με περικύκλωνε ως καθημερινό βίωμα, χωρίς να υποψιάζομαι ότι υπάρχει ήδη η τεχνική που την εκφράζει. Κι αυτή η τεχνική είχε ένα όνομα: κοντραπούντο. Φθόγγος έναντι φθόγγου. Εις τα καθ’ ημάς, αντίστιξη. Μελωδική γραμμή σε μοναχική πορεία, όπου συμπλέκεται με άλλες μελωδίες, ανεξάρτητες η μία προς την άλλη, συμπλέουσες αλλά ποτέ ταυτιζόμενες, όπως συμβαίνει μέσα στην κάθετη αρμονική γραφή. Όπως ακριβώς και οι άνθρωποι της εποχής εκείνης. Έτσι τουλάχιστον τους έβλεπα, όμως προπαντός τους ένιωθα τότε.

Στους Δρόμους τον Αρχάγγελου μιλώ προπαντός για την εξωτερική όψη της ζωής μου. θα το διατύπωνα με τη φράση «Εγώ και τα γεγονότα» ή «Εγώ μέσα στα γεγονότα». Όμως τα γεγονότα, σαν τα κύματα, προχωρούν πάντα στην επιφάνεια της ζωής, ενώ λίγο πιο κάτω, όπως συμβαίνει με τη θάλασσα, αρχίζει ο μυστηριακός κόσμος του βυθού.

Δεν είχα ως τώρα ούτε καιρό ούτε διάθεση να μιλήσω γι’ αυτόν. ‘Αλλωστε σε ποιους να μιλήσω και για ποιους να μιλήσω; Καλώς ή κακώς, η ασφυκτική μοναξιά μου με είχε αποκόψει οριστικά και τελεσίδικα, με είχε εξοστρακίσει απ’ τη γενική κοίτη, είχα αρχίσει να γίνομαι ρυάκι, παραπόταμος. Θα ‘πρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να τρέξουν τα νερά μου παράλληλα δίνοντας την ψευδαίσθηση της κοινής κοίτης, ενώ απλώς υπήρξε κοινή πορεία, έως ένα σημείο, για να χωρίσουν αυτή τη φορά οριστικά οι δρόμοι μας προτού παγιδευτούμε στο μέγα τέλμα με την παραπλανητική αίσθηση του ωκεανού. Όμως αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Γυρίζοντας πίσω στα χρόνια εκείνα της «Μεγάλης Νύχτας», εκ των υστέρων μπορώ να πω ότι γνωρίζω τις αιτίες που με έσπρωχναν τότε να γνωρίσω τα μυστικά -τις κλειδαριές- που θα μου άνοιγαν τις πόρτες του μαγικού κόσμου της αντίστιξης, του κοντραπούντο, που αντιστοιχούσε απόλυτα στις αισθητικές ανάγκες όπως τις έπλαθαν οι ολοένα ωριμάζουσες ψυχικές και πνευματικές ανησυχίες. Όμως, όπως καταλαβαίνετε, η επιλογή αυτού του συγκεκριμένου τρόπου έκφρασης -ακόμα και σήμερα, θα έλεγα, και όχι μόνο σε κείνες τις συνθήκες γνώσεων του κοινωνικού συνόλου γύρω από τη μουσική- είναι σαν να διάλεγες το πιο μοναχικό μονοπάτι που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς.

Ήμουν ένας Κολόμβος που αποφάσιζα να διασχίσω τον άγνωστο ωκεανό ψάχνοντας για την άγνωστη ήπειρο όχι με πλοία, με πληρώματα και με εφόδια, αλλά μόνος σε μια βάρκα μ’ ένα φλασκί πόσιμο νερό. Αυτή η εικόνα νομίζω ότι χαρακτηρίζει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο την πραγματική μου θέληση, στάση αλλά και πορεία, την ουσιαστική μου διαδρομή κάτω από τους παφλασμούς των κυμάτων.

Ένας έφηβος, λοιπόν, απομονωμένος σ’ ένα οροπέδιο της Αρκαδίας, στέλνει μυστικά σήματα Μορς προς τον άγνωστο κόσμο της αντίστιξης – άγνωστο φυσικά για τη χώρα μας για τα 999%ο των ανθρώπων. Περίεργη και συναρπαστική στ’ αλήθεια επιλογή, που και μόνο να την έλεγες θα σ’ έπαιρναν για αλαφροΐσκιωτο.

Όμως η εσωτερική μου ώθηση ήταν τόσο δυνατή, ώστε να διαπεράσει όλα τα σκοτάδια, να εξουδετερώσει τα εμπόδια και να με φέρει πρόσωπο με πρόσωπο με τις μουσικές όπου το κοντραπούντο δέσποζε όπως ο ήλιος στον ουράνιο θόλο.

Στα 1943 ο Μπαχ, ο Χέντελ και ο Μπετόβεν ήταν οι τρεις μορφές που θα με οδηγούσαν στα άδυτα των άδυτων της αντιστικτικής τέχνης. Είχα στο μεταξύ μπει στην τάξη σύνθεσης του Φιλοκτήτη Οικονομίδη στο Ωδείο Αθηνών, έτσι που σε λιγότερο από δύο χρόνια μπορώ να πω ότι ήμουν απόλυτος γνώστης των μυστικών της μουσικής τεχνικής, με κορυφαίες επιδόσεις στη φούγκα και στην αντίστιξη.

‘Αλλωστε την ίδια εποχή άρχισα τη σύνθεση του πρώτου μου συμφωνικού έργου, της Συμφωνίας αρ. 1, με κείμενα δικά μου, για μεικτή χορωδία και διπλό κουαρτέτο εγχόρδων, με τη σφραγίδα της αντίστιξης. Λίγο αργότερα, στα 1945-1946-1947, συνέχισα την ίδια πορεία με το Τρίο, το Σεξτέτο και τα Πρελούντια για πιάνο, τελευταίο έργο πριν τη σύλληψη μου και την πρώτη εκτόπιση μου στην Ικαρία, κάτι που ήταν επόμενο να με κλονίσει συθέμελα. Εντούτοις και τον επόμενο χρόνο, στα 1948, όταν συνελήφθην για δεύτερη φορά και ξαναπήγα στην Ικαρία κι από κει στη Μακρόνησο, συνεχίστηκε ουσιαστικά η ίδια υπόγεια διαδρομή κάτω από την επιφάνεια των κυμάτων με το πρώτο μέρος της Πρώτης Συμφωνίας (δεν έχει σχέση με τη Συμφωνία αρ.1), που αποτελεί και το κορύφωμα της αντιστικτικής μου γραφής.

Ακόμα και η εξορία, ακόμα και η Μακρόνησος δε στάθηκαν ικανά να με οδηγήσουν στην ταυτοφωνία, στην αρμονική γραφή, στην κάθετη γραφή, όπου το δάσος και οι κολόνες των φθόγγων υποβαστάζουν το σώμα της μελωδίας. Τι σημαίνει αυτό από την άποψη της διπλής μου πορείας: της μιας στο φως της μέρας και στις κορφές των γεγονότων-κυμάτων και της άλλης της αυστηρά προσωπικής, της μοναχικής, μέσα στο μυστηριακό κόσμο των βυθών που είναι οι μυστικές πτυχές της ψυχής μας;

Σημαίνει απλώς ότι δεν είχα συμφιλιωθεί ακόμα με τους άλλους, έστω κι αν μοιραζόμουν μαζί τους το πικρό ψωμί της εξορίας και τη δίψα του πέτρινου νησιού, της Μακρονήσου. Κι ακόμα δεν είχα προσαρμοστεί ούτε είχα αποδεχτεί το

νόμο της βίας και του πολέμου, το νόμο του μίσους, που τώρα είχε μεταμφιεσθεί σε εμφύλιο, άρα απεχθέστερο, σχεδόν ακατανόητο.

Στην πραγματικότητα θεωρούσα τον εαυτό μου προνομιούχο που μπορούσα να ζω αυτή τη διπλή ζωή, να σκύβω πάνω απ’ το πεντάγραμμο και ως δια μαγείας να σβήνω τον αποκρουστικό κόσμο των ανθρώπων και να ξαναβρίσκω τον κόσμο των μαγικών ήχων με μοναδικό αποδεκτή τον ίδιο τον εαυτό μου.

Εκτός από την Πρώτη Συμφωνία, που συνέθεσα σ’ εκείνα τα πέτρινα χρόνια, υπάρχουν και μια σειρά άλλα έργα, όλα συμφωνικά, όλα με μοναδικό αποδέκτη τον εαυτό μου, τα περισσότερα άγνωστα στο ελληνικό κοινό, όμως αυτό μου ήταν αδιάφορο, γιατί όπως είπα η επιλογή ήταν όλη δική μου.

‘Αλλωστε ποιον και πώς να συναντήσεις με τη μοναχική βάρκα στο μέσο του Ατλαντικού ωκεανού; Που φυσικά στην πραγματικότητα δεν επρόκειτο για έναν ωκεανό, τον Ατλαντικό ή άλλον, αλλά για την Ελλάδα του Εμφυλίου Πολέμου, που μόνο με αφρισμένο πέλαγος θα μπορούσε να την παρομοιάσει κανείς.

Ακολούθησαν τα τέσσερα χρόνια μετά το τέλος του Εμφυλίου, που τα έζησα στην Κρήτη και στην Αθήνα και που τα περιγράφω συχνά μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας -ιδίως τους μήνες που ακολούθησαν το τέλος των εχθροπραξιών και μου ήταν ακόμα δύσκολο να προσγειωθώ στην πραγματικότητα- στον τέταρτο και πέμπτο τόμο των Δρόμων του Αρχάγγελου. Εκεί μπορεί να δει κανείς καθαρά την ψυχική μου κυρίως κατάσταση εκείνης της εποχής και τα πρώτα μου βιώματα με την επαφή μου με την καινούριο κατάσταση, που είχε δημιουργήσει ουσιαστικά το τέλος μιας εποχής.

Πράγματι, αν ήθελε να δώσει κανείς κάποιο τίτλο στη δεκαετία ’40-’50, θα την αποκαλούσε Η ‘Ανοδος, η Δοκιμασία και το Τέλος της Απροσδιόριστης Ελληνικής Αριστεράς.

Και χρησιμοποιώ το χαρακτηρισμό «απροσδιόριστη», γιατί δε βρίσκω άλλον καλύτερο για να αποδώσω το εύρος αυτής της Αριστεράς που, αριθμητικώς μεν, από τους πενήντα χιλιάδες ψηφοφόρους του Κ.Κ.Ε. του 1936 έφτασε στον ιλιγγιώδη αριθμό των εκατομμυρίων μελών και οπαδών του ΕΑΜ και που ποιοτικώς ξεκινούσε από τούς ακραίους σταλινικούς για να καταλήξει στους απλούς ριζοσπαστικούς πατριώτες, χωρίς συγκεκριμένο ιδεολογικό προσδιορισμό. Όμως, ανεξάρτητα από το βαθμό ιδεολογικής συνειδητοποίησης, έβραζαν όλοι στο ίδιο καζάνι, υπέστησαν εξίσου τις συνέπειες του πολέμου, στιγματίστηκαν εξίσου από τους παραληρούντες νικητές, που τους έβαλαν ομαδικώς τη στάμπα «πολίτες β’ κατηγορίας», που αυτομάτως τοποθετούσε στο περιθώριο της εθνικής ζωής όσους είχαν την τύχη να γυρίσουν στις εστίες τους ζωντανοί και ακέραιοι, αφήνοντας πίσω τους χιλιάδες εξόριστους, φυλακισμένους, εκπατρισμένους και νεκρούς.

Μετά τα τέσσερα χρόνια, που τα βίωσα κι εγώ όπως όπως, ως «πολίτης β’ κατηγορίας», κατόρθωσα τελικά να δραπετεύσω κυριολεκτικά, για να βρεθώ στο Παρίσι, κλείνοντας έως το 1960 αυτή την παράξενη, αν μη τι άλλο, δεκαετία.

Είναι περίεργο πάντως ότι, χάρη στην εκτίμηση που μου έδειξαν τότε όλοι σχεδόν οι παράγοντες της μουσικής μας ζωής, καθηγητές, μαέστροι, μουσικοί, ευτύχησα να δω να παίζεται το σύνολο των συνθέσεών μου από το 1946 έως το 1950. Έργα μουσικής δωματίου και έργα συμφωνικά. Τα τελευταία από την ΚΟΑ και τη Συμφωνική του Ραδιοφώνου. Τότε είχα και τις πρώτες μου παραγγελίες για χοροδράματα και μουσική για τον κινηματογράφο και ραδιοφωνικά σκετς. Έτσι ήμουν πια υποχρεωμένος να εγκαταλείψω τις προσωπικές μου αναζητήσεις στο χώρο της σύνθεσης και να προσαρμόσω τη μουσική μου στις απαιτήσεις των παραγγελλόντων, που φυσικά κάθε άλλο παρά τα συμφωνικά μου γυμνάσματα θα ήθελαν.

Όμως στο Παρίσι, έχοντας μια ισχνή έστω υποτροφία, ήμουν και πάλι ελεύθερος να ξαναγυρίσω στους δικούς μου μουσικούς κόσμους, φτάνοντας τις αναζητήσεις μου συχνά στα άκρα των ερευνητικών μου προσπαθειών. Η παρισινή μου περίοδος είναι εκείνη των πιο καθαρόαιμων συμφωνικών μου έργων, της Σουίτας αρ.1 για ορχήστρα και πιάνο, της Σουίτας αρ. 2 για ορχήστρα, της Σουίτας αρ. 3 για χορωδία και ορχήστρα, του Κοντσέρτου για πιάνο, του Οιδίποδα Τυράννου, της Πασακάλιας για 2 πιάνα, των δύο Σονατίνων για βιολί και πιάνο, των τριών μπαλέτων με θέμα τους Εραστές του Τερουέλ και τέλος του μπαλέτου Αντιγόνη, που ανέβηκε στην Όπερα του Λονδίνου (Κόβεντ Γκάρντεν) τον Νοέμβριο του 1959.

Δυο μήνες πριν τη νέα δεκαετία του ’60, τη δεκαετία που άλλαξε άρδην τη μουσική μου διαδρομή αλλά και την ίδια τη ζωή μου, μελοποίησα τον Επιτάφιο, ανοίγοντας το δρόμο της έντεχνης λαϊκής μουσικής, που δυο από τα κορυφαία έργα της θα ακούσετε σ’ αυτό το διήμερο. Σήμερα ένα απόσπασμα από το ‘Αξιον Εστί και αύριο ολόκληρο το Πνευματικό Εμβατήριο. Είναι η δεκαετία που νομίζω όλοι γνωρίζετε καλά, αλλά που έχει κι αυτή τα μυστικά της, τους δικούς της κώδικες και γενικά την αθέατη πλευρά της.

Η σημερινή μέρα, όπως θα διαπιστώσατε ίσως, μου έδωσε την ευκαιρία για μια -θα έλεγα- «εκ βαθέων» εξομολόγηση. Υπάρχουν, στον καθένα μας, νομίζω, μυστικά επτασφράγιστα. Η αποκάλυψη των βιωμάτων μου σε σχέση με τα εξωτερικά ερεθίσματα σε εποχές φορτισμένες με ιστορία ως κύριων πηγών της δημιουργικής μου προσπάθειας, ιδιαίτερα στο χώρο της συμφωνικής μουσικής, μπορεί να αποτελέσει έναυσμα για μια διαφορετική προσέγγιση και μελλοντική ανάλυση της ελληνικής μουσικής και ειδικότερα της δικής μου από τυχόν μελετητές.

Θα πρέπει να πω εδώ ότι τα ευρωπαϊκά πρότυπα μουσικολογικής ανάλυσης δε μας βοηθούν, δεδομένου ότι τα μέτρα σύγκρισης μεταξύ της ευρωπαϊκής και της ελληνικής μουσικής είναι τελείως διαφορετικά. Εκεί η έντεχνη μουσική υπήρξε ενταγμένη απολύτως στα συγκεκριμένα ιστορικά κοινωνικά πλαίσια των αριστοκρατικών μεγαλοαστικών τάξεων, για τις οποίες οι καλές τέχνες αποτελούσαν το αντικείμενο μιας υψηλού επιπέδου ψυχαγωγίας. Για κάθε τέχνη είχαν διαμορφωθεί κανόνες, μορφές και λειτουργικότητες, στις οποίες θα έπρεπε να προσαρμοστεί ακόμα και η μεγαλύτερη μεγαλοφυΐα.

Σε αντίθεση με τον απόλυτα δομημένο κόσμο της ευρωπαϊκής έντεχνης μουσικής, η διαδρομή η δική μας στο χώρο της συμφωνικής μουσικής διαφοροποιείται ως προς δυο βασικές κατευθύνσεις: πρώτον, είναι απαλλαγμένη από την ηγεμονική εποπτεία μιας αριστοκρατικής πελατείας, που θεωρούσε τη συγκεκριμένη μουσική ως ένα ιδιόκτητο προνόμιο της και, δεύτερον, η μουσική γενικά εξακολουθεί να αποτελεί βασικό στοιχείο έκφρασης για το μέσο Έλληνα, γεγονός που φορτίζει τον Έλληνα συνθέτη με διαφορετικές ευθύνες και στόχους. Του δίνει μεγαλύτερες ελευθερίες, ενώ παράλληλα τον φορτώνει με μεγαλύτερα βάρη, γιατί τον υποχρεώνει να κινείται συνεχώς σε περιοχές ανεξερεύνητες, με βασική επιδίωξη να εκφράσει μουσικά, μέσα από τα δικά του βιώματα, τη συλλογική ευαισθησία ενός λαού σε αναζήτηση του ίδιου του εαυτού του.

Με αυτές τις γενικές σκέψεις, ας μου επιτραπεί να ευχηθώ και να ελπίσω ότι το Μουσικό Τμήμα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου θα τολμήσει να κάνει τη μεγάλη τομή, τη μεγάλη στροφή, και να ρίξει τους προβολείς των ερευνών του πάνω στη ζώσα ελληνική μουσική πραγματικότητα.

Σας ευχαριστώ.

   πηγη εδω

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)