Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2021

Γεώργιος Μάνος ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΗΤΑΝΕ ΑΛΛΙΩΣ

 Ο Georgios Manos έκανε ένα σχόλιο. Georgios Manos


Αύγουστος 1922

Νοσοκομείο Προύσας
«Φύγε, γέρο! Άσε με εμένα. Μη χασομεράς!
Μονάχα, παρακαλώ το Θεό να είναι παλικάρια…
Να μη με πειράξουνε… όντας έρτουνε…»
Τον περασμένο μήνα (Ιούλιο 1922), σ’ ένα περίπολο στο Εσκί Σεχίρ, με βρήκε μια σφαίρα κάτω απ’ το γόνατο και μ’ εστειλαν στο νοσοκομείο της Προύσας. Την παραμονή της Παναΐας διαδόθηκε πως οι Τούρκοι μάς χτύπησαν στο Αφιόν Καραχισάρ. Ούλοι το πήραμε αψήφιστα. Σάματις πρώτη φορά μας βάρεσαν οι Τούρκοι; Μα πάντοτες έχαναν. Την άλλην ημέρα, απ’ τα συννεφιασμένα μούτρα που είχανε οι γιατροί και οι αξιωματικοί, φαίνουνταν πως τα πράματα δεν πάαιναν καλά. Αμμά από κανενού το μυαλό δεν πέρναγε αυτό που θα* να πάθουμε. Σαν πέρασε της Παναΐας, ήρθε το μαύρο μαντάτο. «Το μέτωπο έσπασε! Ο στρατός μας νικήθηκε!». Πώς αφήνει το αστροπελέκι τα δέντρα κούτσουρα, μαύρα; Έτσι απόμναμε κι εμείς! Κανείνας δε φαντάζουνταν πως αυτός ο στρατός θα ήρχουνταν η ώρα να νικηθεί.
Τις κατοπινές ημέρες, κοπάδια οι πρόσφυγες κόσευαν απ’ τα τροϋρινά χωριά φορτωμένοι με τους μπόγους τους και βολεύουνταν στα χάνια και στις αποθήκες μεταξιού. Θάρρευαν οι καημένοι πως, επειδής η Προύσα είχε στρατό, θα γλίτωναν. Πολλοί έφευγαν με το τρένο για τα Μουδανιά. Μέρα με την ημέρα, ώραν την ώρα, ο κόσμος περίσσευε.
Ώσπου, στις 23 Αυγούστου, ημέρα Τρίτη, μαθαίνουμε πως απαγορεύτηκε στα τρένα να παίρνουνε κόσμο. Θα κουβαλούσανε, λέει, τις φαμίλιες των αξιωματικών και τα πολεμοφόδια απ’ τις αποθήκες του στρατού.
Και μέσα σ’ ούλα αυτά, ακούγεται κι εκείνη η κουβέντα που τρόμαξε ακόμα και τους πιο θαρρετούς. «Έρχουνται οι Τούρκοι! Θα μας σφάξουνε ουλουνούς, Παναΐτσα μ’!». Αυτό ήτανε! Πώς απλώνει ο αγέρας ο τρελός τη φωτιά; Έτσι απλώθηκε κι ο τρό μος. Στο νοσοκομείο παραζάλη! Γιατροί και νοσοκόμες να φωνάζουνε, αρρώστοι να σηκώνουνται άρον άρον απ’ τα κρεβάτια τους και να φεύγουνε… Απόξω, φωνές, κλάματα… Κόσμος να πλαλεί στο καλντερίμι… Ένα πράμα, τι να σας πω! Σε λίγο, έρχεται μια νοσοκόμα. «Όσοι είναι ικανοί, να εγκαταλείψουν το νοσοκομείο και να ακολουθήσουν τον πληθυσμό», λέει και χάνεται.
Στο διπλανό κρεβάτι, ήτανε ένα λεβεντόπαιδο απ’ την Καλαμάτα, ο Κλέαρχος, με κομμένο το δεξί ποδάρι κάτ’ απ’ το γόνατο. Τόνε φώναζα «αρκαντάς» κι εκείνος με φώναζε «γέρο». Όπως ήτανε φασκιωμένος, τον έβλεπα και τόνε καίγουνταν η καρδιά μου. Τι θα γένουνταν το χάλι του! Πετάχτηκα απ’ το κρεβάτι. «Γέρο, φεύγεις;» με ρώτηξε. «Όχι, αρκαντάς. Πααίνω να ρωτήξω για σένα», τόνε είπα. «Είσαι καλός άνθρεπος!» μ’ αποκρίθηκε. Βγαίνοντας απ’ το θάλαμο, πέφτω απάν’ σ’ ένανα γιατρό. Τόνε ρωτώ τι θα γένουν οι ανήμποροι. «Υπάρχει σχέδιον εκκενώσεως του νοσοκομείου. Όλοι θα προωθηθούν εις ασφαλές καταφύγιον», με λέει ζαλισμένος και χάνεται κι αυτός.
Γυρίζω και το λέω στον Κλέαρχο. Δε μ’ έκρινε. Ήταν αντρειωμένο παλικάρι. Έκατσα πλάι του και τον έπιασα το χέρι. Βούρκωσε. Στο διάδρομο ακούγουνταν τρεξίματα, βογκητά, φωνές. Οι θάλαμοι ευκαίρωναν. Δεν ήξευρα τι να κάμω. Σκέφτηκα να τόνε πάρω στα χέρια και να βγούμε όξω, μα κι εγώ κουσουρλής ήμουνα, ίσαμε πού μπόρεγα να τόνε πάω; Εκείνες τις ώρες τα χάνεις. Δεν ξεύρεις ποιο είναι το σωστό.
«Φύγε, γέρο! Άσε με εμένα. Μη χασομεράς! Μονάχα, παρακαλώ το Θεό να είναι παλικάρια… Να μη με πειράξουνε… όντας έρτουνε…» είπε με παράπονο κι έγειρε το κεφάλι πλαΐως*.
Ένας κόμπος με σφάλιξε το λαιμό. Τον έσφιξα γερά το χέρι. Γύρισε, με κοίταξε στα μάτια και μ’ έγνεψε να φύγω. Δεν μπορούσα να σηκωθώ. «Στο καλό…, γέρο!» με είπε, σαν είδιε που δίσταζα. Αγκαλιαστήκαμε. Φάνηκε πιο δυνατός από μένα. Εγώ μουγκάθηκα. Δεν μπόρεσα μήτε καλήν τύχη να τόνε πω. Η φωνή μου δεν έβγαινε. Ένιωθα λύπη βαθιά, αμμά και ντροπή, που τον άφηνα μονάχο. Από τότες…, ούλο τόνε φέρνω ομπρός μου. Εκείνο το παράπονο… στα μάτια του…
Γεώργιος Μάνος
ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΗΤΑΝΕ ΑΛΛΙΩΣ
Ιστορικό αφήγημα
Εκδόσεις Λόγος & Εικόνα
Απόσπασμα
Η φωτογραφία από "1922 - Cognosco Team"
Μπορεί να είναι εικόνα 3 άτομα
Στέλλα Τεργιακή, Στάθης Βακάλης και 557 ακόμη
81 σχόλια
73 κοινοποιήσεις
Μου αρέσει!
Σχόλιο
Κοινοποίηση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)