Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2024

Μ Θεοδωράκης-Μ Κατσαρός ΚΑΤΑ ΣΑΔΔΟΥΚΑΙΩΝ: 1 Το σχήμα μου (presto)


Μιχάλης Κατσαρός, Κατά Σαδδουκαίων (1953)

 Τα μελοποιημένα ποιήματα

 

ΤΟ ΣΧΗΜΑ ΜΟΥ

Θα προσπαθήσω να δώσω το σχήμα μου

όπως συντρίβεται σε δυο λιθάρια.

 

Θέλω να μιλήσω απλά για την αγάπη

και παρεμβαίνουν οι θύελλες

παρεμβαίνει το πλήθος

το τρομερό ηφαίστειο που λειτουργεί

κάτ’ από πέτρες.

Τα φριχτά ερωτήματα παραμένουν επίμoνα

μαύρα υγρά ακατανόητα

ο πύργος μας καίγεται.

Δεν έχομε τίποτα να σας πούμε

έτσι που όλα προδοθήκανε

από πίστη σε πίστη

από υπόγειο σε υπόγειο

από πρόσωπο σε πρόσωπο.

 

Βαθιά στις ρίζες του δέντρου σας

μαζί με τους τυφλοπόντικους

μαζί με τους καταποντισμένους πίθηκους

σε σκοτεινούς υποχθόνιους κρότους

ασθμαίνοντας μετατοπίζομαι

-ανακατωμένοι οι βρόγχοι-

βαθιά στα ξερά λιβάδια σας

πέφτει καινούρια αθόρυβη βροχή.

 

Κάποτε θ’ ανεβούμε καθώς προζύμι

ο σιδερένιος κλοιός θα ραγιστεί

τα όρη σας όπως πυκνά σύννεφα θα χωριστούν

οι κόσμοι θα τρίξουν

στις έντρομες αίθουσες οι ρήτορες θα σωπάσουν

και θ’ ακουστεί η φωνή μου:

«Οι νέοι πρίγκηπες με σάλπιγγες και νέες

στολές

οι νέοι συμβουλάτορες οι νέοι παπάδες

οι νέοι πρόεδροι και τα συμβούλια και οι

επιτροπές

όλοι οι μάγοι προφεσόροι…»

 

Περιμένετε αύτη τη φωνή.

Έτσι θ’ αρχίζει.

 

II

ΤΥΦΛΗ ΕΠΟΧΗ

Άγνωστη μέρα δείξε μας το πρόσωπο σου.

 

Κάτω στο βάθος

τόσα πέλματα βαριά

τόση βουή με καταρράχτες

ακούγονται να σπάζουν επιφάνειες

κατρακυλάν στις φλέβες μας ποτάμια εγώ

με φωτεινό το μέτωπο να χάνομαι

να μην μπορώ να καταλάβω

πως γίνηκε ν’ αναζητάμε δράμα

τώρα που όλα στερεώθηκαν επίσημα

τώρα που ένας πρίγκηπας επέθανε

τώρα που οι δείχτες ύψωσαν τα φέρετρα

κει που βουλιάζουν οι αετοί τις ώρες.

 

Άγνωστη μέρα δείξε μας το πρόσωπο σου.

Δείξε μας δείξε μας το μπόι σου.

Μέρα με τις πληγές ορθές στο βάδισμα σου

εγώ μαζί με το Βλαδίμηρο

θα σε στεγάσουμε

να μη φοβάσαι

οι άλλοι πέτρωσαν δίπλα στους χωροφύλακες

έντρομοι θα σαλπίσουν

θα κλείσουν οι πύλες

θα κλείσουν τα τείχη

θα παρατάξουν τα στρατεύματα

εσύ θα τους διαπερνάς αθόρυβα

θα προβαδίζεις

και πίσω θα σ’ ακολουθάν

οι Ασσύριοι οι Βαβυλώνιοι οι Ιουδαίοι

οι Ισπανοί

πριν προδοθούν τα όνειρα

οι Γάλλοι μεταλλωρύχοι

ο σύντροφός μου Γκαρώ πριν γίνει διευθυντήριο

οι πρόεδροι θ’ αλλάξουν έντρομοί τα διατάγματα

οι άλλοι θα υποκρίνονται τους έμπιστους

εγώ μαζί με την ακολουθία μου

θ’ ανακηρύσσομαι ήρωας

το άργυρο σπαθί των ιπποτών θα λάμπει

ο πρίγκηπας ένα χλωμό παιδί με πορφυροϋν χιτώνα

πάλι θα στερεώνονται οι αυλοκόλακες

κι εγώ θα φεύγω

θ’ αναζητάω έντρομος την όψη σου.

Κάτω

στο βάθος

τόσα πέλματα βαριά.

Ακούω να ’ρχεται καινούριο βήμα.

 

III

ΕΠΡΕΠΕ ΤΩΡΑ

Έπρεπε τώρα να κάνω αυτό το διάβημα.

Ο πύργος χωρίς τους φρουρούς χωρίς

υπαλλήλους

υψώθηκε όλος μπετόν και αδιάτρητά τα

τεράστια τείχη.

Έπρεπε τώρα να βρω τα κλειδιά που πετάξαν

μες στο βαθύ πηγάδι οι υπηρέτες φεύγοντας.

Γύρω τα τείχη πιο ψηλότερα απ’ το μπόι μου

τα άδεια δωμάτια χρόνια τα στόλιζα

με πράσινες λάμπες

έψαχνα στα σκονισμένα υπόγεια

κουβάλαγα σπάνιες πέτρες σπάνια γέλια

σπάνιο θάνατο

όμως ανέβαιναν οι ποταμοί με μουσικές

πλημμύριζαν το μεγάλο σαλόνι

κι εκεί όλα μαρμάρωναν.

 

Χρόνια αναμεσά σε μάρμαρα

οι άγρυπνοι λύχνοι δε φώταγαν

όλο και απουσίαζαν.

Όμως επέμενα.

Τους συνωμότες τους χτύπησα.

Δεν έδινα το λόγο στα πουλιά.

Εγώ εξουσίαζα.

 

Απάντησέ μου εσύ.

Τα σκοινιά δεν κατάλαβες στο λαιμό μας;

Δεν υπάρχει λοιπόν σωτηρία για τούτο το

πλάσμα σου;

Δε βρίσκω το ρήγμα σ’ αυτό το μπετόν

σ’ αυτά τα παλιά τα πηγάδια –

στις ρίζες έψαξα παντού

κλειστές και δε μιλάνε.

 

Κι έτσι απόμεινα με γεμάτα τα χέρια

αυτό το βαρύ δυναμίτη

που ώρα σε ώρα σκάζοντας θα με τινά; ζει-

Γι’ αυτό είναι που γυρίζω τρέχοντας

από σταθμό σε σταθμό

από τοίχο σε τοίχο

γεμάτος με δύναμη άχρηστη

και ξέρω πως σπαταλιέται.

Γι’ αυτό είναι που σκάβω με τα νύχια μου

αυτές τις ξερές ημερομηνίες

μήπως αστράψει κάποτες μια λύση.

 

Αυτό δε λέει πως μπορεί πάντα ν’ απουσιάζει.

 

Το ζήτημα έχει πια τεθεί:

Ή θα εξακολουθούμε να γονατίζουμε

όπως αυτός ο δραπέτης

η θα σηκώσουμε άλλον πύργο ατίθασο

απέναντί τους.

 

IV

ΔΩΡΙΕΙΣ

Μπορούσα βέβαια να βρίσκομαι πρώτος

αναμεσά στους οπλισμένους Δωριείς

ντυμένος την περιλάλητη αμφίεσή τους

μπορούσα βέβαια

κι όχι τυχαία.

 

Όμως σε τι θα ωφελούσε την υπόθεση μας

όλη μου η μεγαλοπρέπεια

όλες μου οι φωνές μέσα στα τείχη;

 

Οι ποταμοί θα γύριζαν κύκλο στα περιθώριά μου

οι ελπίδες μου φτηνές παλιές πραμάτειες

να υποκρίνομαι τον άθεο και τον καταλυτή

εγώ ο πιο ειλικρινής νέος με τα όνειρα

εγώ ο θερμός ανδαλουσιανός

μέσα σ’ αυτά τα απαίσια σίδερα της πανοπλίας.

Για τούτο παρέμεινα με τα κουρέλια μου

όπως με γέννησε η Γαλλική Επανάσταση

όπως με γέννησε η απελευθέρωση των νέγρων

όπως με γέννησες μάνα μου Ισπανία

ένας σκοτεινός συνωμότης.

 

Και τώρα – απ’ έξω απ’ τα στρατεύματα

κοιτάζω την ένδοξη πόλη

οπού ξαπλώνει ράθυμα

πόρνη και δυναμίτης –

κοιτάζω τούτη την πόλη που την περικυκλώσαν τα φρούρια

αύτη που με γέννησε και δεν έχει πια όνομα

δεν έχει αναμμένη φωτιά –

κοιτάζω και υψώνω θεριό τη φωνή μου

μήπως μ’ ακούσουν.

 

Η κίνηση μέσα στα τείχη μας είναι σημαντική .

 

V

ΣΤΟ ΝΕΚΡΟ ΔΑΣΟΣ

Στο νεκρό δάσος των λέξεων προχωράω.

Ανάβω τα χλωμά φανάρια στους δρόμους

προσπαθώ ν’ αναστήσω.

Τα ονόματα που πυρπόλησαν τις καρδιές

σε μυστικές συνεδριάσεις

τα ονόματα που οδήγησαν όλα δολοφονούνται.

 

Ώ Ρόζα Λούξεμπουργκ. Λένιν, ποιητές.

Ώ Τέλμαν Τάνεφ

παγωμένοι σε επίσημες τελετές.

 

Πως θα ξαναβαπτίσουμε τις πυρκαγιές

ελευθερία, ισότητα. Σοβιέτ, εξουσία;

 

Εγώ ένδοξος γράφω

σ’ όλα τα όνειρά σας: Ελευθερία.

 

Ω Ρόζα Λούξεμπουργκ, Λένιν, ποιητές.

Ω Τέλμαν Τάνεφ

δαφνοστεφείς ήρωες

μυθικά πρόσωπα

ελάτε.

Εγώ έχω μέσα στη θύμησή μου

την ώρα που ανέβαινε το πλήθος στις

σκάλες

με τη φωτιά κρατώντας τη μεγάλη ταμπέλα

Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ.

Πως θα ξαναβαφτίσουμε τις πυρκαγιές

ελευθερία, ισότητα. Σοβιέτ, εξουσία;

 

ΙV

ΞΑΝΘΟΣ ΟΜΟΡΦΟΣ

Στις έξι και τριάντα στη Ρώμη

να μπαίνεις σαν έμπορος η καμηλιέρης

μεταμορφωμένος σε συνοδό χρυσού

και άσημο επισκέπτη –

κι όμως στον κόρφο σου να φέρνεις μυστικά γράμματα

του Δεκριανοϋ –

κι αμέσως να διαδίδεται στις αγορές

μετά στα ανάκτορα

ότι κατέφθασε ένα πρόσωπο

ν’ ανατινάξει την πόλη.

 

Ο γραμματέας του αυτοκράτορος

έμπιστα να ρωτά

να τερματίζεται η δεξίωσις

η φήμη σου να μεταφέρει το μπόι σου

να μεταφέρει τ’ άλογό σου

ξανθός όμορφος ο εχθρός του βασιλείου

έχει χιτώνα πράσινο και κάτω το ξίφος

τα μάτια του αστραπές και συνωμοσία

περιπλανάται σε υγρές αυλές και μυστικά

οπλοστάσια –

συγκάλεσε εκτάκτως τη Σύνοδο

κλείστε καλά τις εξώπορτες

ν’ ασφαλιστείτε.

 

Κι εσύ πάνω σε ξύλινα τραπέζια και καπηλειά

να προετοιμάζεις την ένδοξη παρουσία –

όμως – να εκφυλίζεσαι σε αγοραίο ρήτορα

να κεραυνώνεις τα πλήθη με λόγους

να ξεχνάς τον προορισμό σου

να ξεχνάς τ’ άλογό σου

να προσπαθείς να φτάσεις με υπομνήματα

τον αυτοκράτορα

να ζητάς πίστωση χρόνου

οι γραμματείς να σου απορρίπτουν την αίτηση –

Πως γίνεται τόσο εσύ να ξεπέσεις;

Η ένδοξη Ρώμη σε περίμενε τόσους αιώνες

σε προφητείες έλεγε τον ερχομό σου

κι εσύ αφομοιώθηκες;

 

Εγώ είχα χαθεί μέσα στο ταραγμένο πλήθος

μόνος μου – σα να ’μουνα η φωνή σου.

Τα μάτια του αστραπές και συνωμοσία

περιπλανάται σε υγρές αυλές και μυστικά

οπλοστάσια

συγκάλεσε εκτάκτως τη Σύνοδο

κλείστε καλά τις εξώπορτες ν’ ασφαλιστείτε .

 

Ο δούλος που δραπέτευσε

έλεγε προσευχές στους φιλήσυχους πολίτες

γονατίζοντας σε λιγδωμένα προσκέφαλα.

Εγώ δεν ήλπιζα πως μπορεί να σωθεί.

Οι χωροφύλακες έχουν γερή όραση

δεν διαλύονται με αυταπάτες και ψυχοσάββατα.

Εγώ πάντως

εξακολουθούσα να βλέπω τον επερχόμενο αιώνα

με φάλαγγες πιστών

με αργυρά δισκοπότηρα αφρίζοντας αίμα

με σημαιοστολισμούς και παρελάσεις

με ραβδούχους καλοθρεμμένους καλόγερους

εικόνες από παλιές εκστρατείες και τυφεκισμούς

ήρωες με αυστηρά βλέμματα.

 

Άμες δε γ’ εσόμεθα

πληρωμένη εκπαίδευση

θεός αγέρας τα στοιχεία της φύσεως

κλειδωμένα στην αποχή σε χάλκινα θησαυροφυλάκια.

Αν έξαφνα σας γεννηθεί το ερώτημα

πως τα κατάφερε αυτός ο θνητός

μέσα σ’ αυτό το βαρύγδουπο διαπασών των ύμνων

να δραπετεύσει με αληθινό λαμπερό ήλιο

με αληθινές εξαρτύσεις του βίου

αν δεν μπορείτε να καταλάβετε

τι τον οδήγησε σ’ αυτό το τελευταίο διάβημα

που βρήκε την έξοδο αφού γύρω ήταν μπετόν

αφού γύρω τραγούδαγε η φοιτήτρια

ένα τραγούδι ιστορικό παλιών ηρώων

τότε δε θα ’χετε δει κάτι κρυφές μικρές πόρτες

όμως ολοφάνερες στα μάτια των ειδικών

δε θα ’χετε δει το ραγισμένο τοίχο.

Το ζήτημα έχει πια τεθεί:

Η θα εξακολουθούμε να γονατίζουμε

όπως αυτός ο δραπέτης

η θα σηκώσουμε άλλον πύργο ατίθασο

απέναντί τους.

 

VII

ΚΑΤΑ ΣΑΔΔΟΥΚΑΙΩΝ

Θ’ ανοίξω το στόμα μου και θα γεμίσουν

οι κήποι με καταρράχτες.

Πάλι σας δίνω όραμα.

Εγώ πάντα σωπαίνω.

 

Πλήθος Σαδδουκαίων

Ρωμαίων υπάλληλων

μάντεις και αστρονόμοι

(κάποιος Βαλβίλος εξ Εφέσου)

περιστοιχίζουν τον Αυτοκράτορα.

Κραυγές απ’ τον προνάρθηκα του Ναού.

Τους ύπατους εγώ ανάδειξα στις συνελεύσεις

κι αυτοί κληρονομήσανε τα δικαιώματα

φορέσαν πορφυρού ατίθασο ένδυμα

σανδάλια μεταξωτά η πανοπλία

εξακοντίζουν τα βέλη τους εναντίον μου

η θέλησή μου που καταπατήθηκε

τόσους αιώνες.

Τους άλλους απ’ την πέτρα και το τείχος μου

καθώς νερό πηγής τους είχα φέρει

η θρησκεία τους μυστηριώδης δεισιδαιμονία

τ’ άλογά τους απ’ τον κάμπο μου·

δεν μου επέτρεψαν να δω τον Αυτοκράτορα

τους υπάτους δεν άφηναν να πλησιάσω

σε μυστικά συμπόσια και ένδοξα

τη θέλησή μου την καταπατήσανε

τόσους αιώνες.

 

Εγώ πάλι μέσα στο πλήθος διακλαδίζομαι

η θέλησή μου διακλαδίζεται μέσα στο

πλήθος

μαζεύω τους σκόρπιους σπόρους μου

για την καινούρια μακρινή μου ανάσταση

μαζεύω.

Η θέλησή μου που καταπατήθηκε τόσους

αιώνες.

Απ’ την φατρία των Εβιονιτών κραυγές:

Ο φευδο-Μάρκελος να παριστάνει το

Χριστό.

 

Τώρα κι εγώ υποψιάζομαι

όλο το πλήθος των αυλοκολάκων

όλους τους ταπεινούς γραμματικούς

τους βραβευμένους με χρυσά παράσημα

λεγεωνάριους και στρατηλάτες

υποψιάζομαι τις αυλητρίδες, τη γιορτή

τον πορφυρούν χιτώνα του πρίγκηπος

τους συμβουλάτορες και τους αιρετικούς

υποψιάζομαι συνωμοσία

νύχτα θ0α ρεύσει πολύ αίμα

νύχτα θα εγκαταστήσουν τη βασιλεία

τους

νέοι πρίγκιπες με νέους στεφάνους·

οι πονηροί Ρωμαίοι υπάλληλοι

του Αυτοκράτορος

ετοιμάζουνε κρυφά να παραδώσουν

να παραδώσουν τα κλειδιά και την υπόκλισή τους.

 

Άξαφνα η πόρτα μας άνοιξε.

Πρώτος κατέβαινε ο Αυτοκράτορας

με καινούρια στολή

ο νέος αρχιεπίσκοπος

ο υπουργός παιδείας και θρησκευμάτων

(η εργάτρια Ντούμπιοβα παρήγαγε

δεκαπέντε χιλιάδες ποτήρια).

Η θέλησή μου καταπατήθηκε τόσους

αιώνες.

 

Εγώ αντιπροσώπευα τα στρατεύματά της

Κορέας

των Γάλλων πατριωτών.

Εγώ πάλι μέσα στο πλήθος διακλαδίζομαι

η θέλησή μου διακλαδίζεται μέσα στο

πλήθος

μαζεύω τους σκόρπιους σπόρους μου

για την καινούρια άνοιξη.

 

Αντισταθείτε

στα κρατικά εκπαιδευτήρια

στη δουλειά με το κομμάτι

στην ποινή του θανάτου

ως και σε μένα τον αδιάφορο.

 

Είχανε εισχωρήσει Βησιγότθοι.

Υπάρχουνε προϋποθέσεις για μια καινούρια άνοιξη.


ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ- ΟΔΗΓΟΣ ΕΡΓΩΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)