Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2025

Ο Μ. Ψύλος στη «Ν» για τις εξωτερικές και εσωτερικές εξελίξεις

Chronicle of an early Autumn - Oh! Thee, Afore Lost Beloved One / Ω εσύ!...

Παιδί το περιβόλι μου ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΕΡΖΗΣ


Παιδί το περιβόλι μου

Παιδί, το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις,
όπως το βρεις κι’ όπως το δεις να μη το παρατήσεις.
Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα,
και πλούτισε τη χλώρη του και πλάτηνε τη γη του,
κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται να το βεργολογήσεις,
και να του φέρεις το νερό το αγνό της βρυσομάνας.
Κι άν αγαπάς τ’ ανθρώπινα κι’ όσα άρρωστα δεν είναι,
ρίξε αγιασμό και ξόρκισε τα ξωτικά, να φύγουν,
και τη ζωντάνια σπείρε του μ’ όσα γερά, δροσάτα.
Γίνε οργοτόμος, φυτευτής, διαφεντευτής!..
Κι αν είναι
κ’ έρθουνε χρόνια δίσεχτα, πέσουν καιροί ωργισμένοι,
κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα, κι όσα δέντρα,
για τίποτ’ άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια,
μη φοβηθείς το χαλασμό!.. Φωτιά ! Τσεκούρι !Τράβα !,
ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε το περιβόλι, κόφ’ το,
και χτίσε κάστρο απάνω του και ταμπουρώσου μέσα,
για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούργια γέννα,
π’ όλο την περιμένουμε, κι όλο κινάει για νάρθη,
κι όλο συντρίμμι χάνεται στο πέρασμα των κύκλων!..
Φτάνει μια ιδέα να στο πει, μια ιδέα να στο προστάξει,
κορώνα ιδέα, ιδέα σπαθί, που θα ναι απάνου απ’ όλα.
Κωστής Παλαμάς


Ηπειρώτισσα Γή ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΕΡΖΗΣ

EUROPE’S SUICIDE — NATO Drags Continent Toward Disaster | Prof. Jeffrey ...

Ποιοι Ευρωπαίοι θεωρούν πιθανό έναν πόλεμο με τη Ρωσία

Γ. Βαρουφάκης: Στο Παλλάς έγινε οντισιόν για ρόλο από την ολιγαρχία

Ενθρόνιση του νέου Αρχιεπισκόπου Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας Ι...

Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2025

EUROPE A WAR MACHINE WITHOUT THE OPINION OF ITS CITIZENS !

Ευτυχίδης: Δήλωση προειδοποίησης του Πούτιν στην Ευρώπη - Μακρύς ο δρόμο...

Αϋφαντής: Έρχεται χτύπημα κατά της Ρωσίας

Νέες απειλές Πούτιν - Ο χάρτης των ρωσικών καταλήψεων | ACTION 24

ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΙΔΗΣΗ-Πούτιν: «Αν η Ευρώπη θέλει πόλεμο με τη Ρωσία, είμαστε έτ...

Κωστής Παλαμάς

 


Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2025

"Act of War" – Russia’s Final Warning to Denmark & The West | Prof. Joh...

Χαρά Βερίγου (Ζωή Δικταίου) Η προσφυγιά της νύφης


 Ομφαλός της γης

Η προσφυγιά της νύφης
Άνθιζαν κυκλάμινα κάτω από τις παχιές στρώσεις των φύλλων και οι παλιοί καημοί στο χείλος του γκρεμού μιας ξεθωριασμένης θύμησης στη μακριά απλή φούστα του νυφικού. Χωρίς την αυταρέσκεια της νιότης, τότε που ονειρευόταν πως με τον έρωτα θα γινόταν κάτι ακόμα, μέτρησε τα κέρματα στη χούφτα της ξεχωρίζοντας τις πενταροδεκάρες. Διόρθωσε τα μυωπικά γυαλιά στη ράχη της μύτης, αυτά που ποτέ δεν είχαν καταφέρει να κρύψουν τους μαύρους κύκλους στα μάτια. Τώρα, καθώς πέρναγε στο μπούστο τα φιλντισένια κουμπιά από τις θηλιές του μαύρου φορέματος, όλες οι έγνοιες έμοιαζαν ασήμαντες, όλες εκτός από μία. Άλλες είχαν νικηθεί κι άλλες ξεστράτισαν χωρίς να γυρέψουν την έγκρισή της. Από αυτές που κάποτε την είχαν νικήσει και κάπου βρίσκονταν κρυμμένες, μία ήταν που έβγαζε το κεντρί της έτοιμη στην πρώτη ευκαιρία να στάξει φαρμάκι. Πάντως, σίγουρη πως είχε γλιτώσει από την άνεση που είχαν να ξεπετάγονται ακάλεστες όποτε ήθελαν, χωρίς διαμαρτύρηση συνέχιζε στην ίδια πορεία, ξένη ολότελα, ακόμη και στο θόλωμα του καθρέφτη.
Άνοιξε το παράθυρο. Ένα φθινοπωρινό απόγευμα ολόιδιο με τόσα άλλα. Η καλοσύνη της ζέσταινε την καρδιά. Δεν έβλεπε όπως πρώτα, κι όχι πως έφταιγε που είχε μεγαλώσει, ή η ελαττωματική της όραση, όχι, αυτό το κουσούρι το είχε έτσι κι αλλιώς προίκα από τη γέννησή της. Δεν ήξερε πώς ήταν να βλέπει κάποιος αλλιώς, μήτε όμως είχε ανάγκη να της υποταχτεί ο ορατός μικρός κόσμος της ο γεμάτος γάτες, λουλούδια, δέντρα, έντομα, πουλιά, σκυλιά, σαύρες και τα φίδια του κήπου, τα μεγάλα σκαθάρια που χάζευε, καρτ- ποστάλ, γράμματα και μικροαντικείμενα. Τώρα, ο τρόπος ήταν που είχε αλλάξει, ο τρόπος να παρατηρεί ανθρώπους, καταστάσεις, τα επεισόδια της ζωής της, φύση και πράγματα.
Όταν η ψυχή της αγρίευε δεν το καταδέχονταν να παίξει, να μπει ξανά σε ψευδαισθήσεις κάνοντας καινούργια όνειρα, φουρτούνιαζε, χιμούσε από παντού να ξεσκίσει το πέπλο της πλάνης που την τύλιγε. Περίμενε τη βροχή, ήταν πάντα η ευκαιρία να αποδρά, ένας μικρός τρόπος να ξεφεύγει από τη ρουτίνα, να γεύεται την ομορφιά στο άγγιγμα της μουσκεμένης γης φωνάζοντας φτου ξελεφτερία.
Έτσι κι απόψε. Δεν είχαν προλάβει να πέσουν οι πρώτες ψιχάλες. Απόφαση σε μια στιγμή, θαρρείς από τον κύκλο της ζωής της και του θανάτου. Χόρευαν οι καλαμιές στη σιδερένια γέφυρα του Καλαμά. Μια ηλιαχτίδα φώτισε το ποτάμι για μια στιγμή και χάθηκε στο βάλτο. Ο μισός εαυτός της ήταν ακόμη εκεί, σ’ εκείνη τη γέφυρα. Θυμήθηκε την προσφυγιά που ένιωσε φορώντας εκείνο το νυφικό. Όχι απροσδόκητα, πάγωσε, όπως τότε. Ένιωσε τις αισθήσεις της να χτυπούν συναγερμό. Το σάλιο της κόμπος στο λαιμό, μια θηλιά που τη στένευε, η ανάσα σαν να τέλειωνε ο αέρας.
«Ποτέ πια…» δεν ακούστηκε, ψίθυρος ήταν.
Επέστρεψε κρατώντας την ίδια βαλίτσα, μ’ αυτή είχε έρθει νύφη, την πρώτη φορά. Η γειτονιά παραδομένη σε ασυλλόγιστη λεηλασία. Στα χαλάσματα βαριές μυρωδιές, εγκατάλειψης, σαπισμένων φύλλων, μούχλας πάνω στον κιτρινισμένο ασβέστη κι όμως δεν λυπήθηκε. Θαρρείς με γυαλένιο βλέμμα μέτρησε βιαστικά, πόσες ασήμαντες απαριθμήσεις εγκατάλειψης και περασμένες αόρατες μορφές.
Μόνο για μια νεραντζιά κοντοστάθηκε και κοίταξε πονετικά. Ήρθε στο νου της που για πολλά χρόνια της πετσόκοβαν τα κλαδιά, τη ρήμαζαν για να την μπολιάσουν, να την αλλάξουν δηλαδή, κι εκείνη λες από πείσμα αντιστέκονταν, δεν ήθελε βλέπεις να γίνει κάποια άλλη. Κάθε χρόνο έκλεινε τις πληγές της, γέμιζε ανθούς την άνοιξη, μοσχοβόλαγε ο μαχαλάς. Κάθε χρόνο θρόιζε ξέπνοα για να σωθεί και τα κατάφερνε, κι όταν καμάρωνε τους όμορφους καρπούς της, άκουγε απειλές, φωνές, βρισιές, «φορτωμένη άχρηστα νεράντζια», «να την κόψεις απ’ την ρίζα», «δεν τη θέλω», «σαν την άλλη την πουτάνα, έτσι κι αυτή η καριόλα γιομάτη αγκάθια», ως και αυτό είχε ειπωθεί τόσο ξετσίπωτα, τόσο πρόστυχα κάποια φορά. Πλησίασε τον δείχτη του δεξιού χεριού σ’ ένα από τα κρυμμένα αγκάθια στον κορμό του δέντρου, το πίεσε, ένιωσε το αίμα, ύστερα χαμογέλασε και την καμάρωσε στο ημίφως. Τώρα δεν κινδύνευε πιά, είχε απλωθεί παντού, φιλούσε τις ξεσαρκωμένες πέτρες σε μια καμινάδα και δυο ερειπωμένους μαντρότοιχους, ανάσκελη κόρταρε ουρανό κι ανάρμοστα, γλιτωμένη και μόνη, σωσμένη κι ας ήταν στο λάκκο της κατάρας, είχε καταφέρει να μην αφήσει να την αλλάξουν.
Στ’ αυτιά της, όπως παλιά, για τούτη τη νεραντζιά που δεν ήθελε ν’ αλλάξει και τόσο μοιάζανε, ήχησε κρυσταλλικά στην απάνω ρούγα:
Φύσηξε βοριάς, μαΐστρος, τραμουντάνα
Φύσηξε βοριάς, κοντή, νεραντζούλα φουντωτή
Κι ανασήκωσε το ποδοφουστανό της
Κι ανασήκωσε κοντή, νεραντζούλα φουντωτή
Και εφάνηκε ο ποδαστράγαλός της
Και εφάνηκε κοντή, νεραντζούλα φουντωτή
Κι έλαμψ’ ο γιαλός, κι έλαμψ’ ο κόσμος όλος
Κι έλαμψ’ ο γιαλός, κοντή, νεραντζούλα φουντωτή.
Και φύσηξε…
Ένα βοριαδάκι αλαφρό, σκόρπισε τα φύλλα της αυταπάτης γεμίζοντας το άφωτο κενό με παμπάλαιες συλλαβές. «Η νύ – φη εί- ναι ξέ – νη…»
Περπάτησε κυκλικά γύρω – γύρω το έρημο σπίτι. «Θυμάσαι;» σαν κάποιος πίσω από τις φυλλωσιές του κισσού να ρωτούσε, μα δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει τη φωνή σαράντα και κάτι χρόνια μετά. Σταμάτησε αφήνοντας τη βαλίτσα πάνω στα κιτρινισμένα φύλλα, αφουγκράστηκε προς το φράχτη, τίποτα. Έσφιξε ξανά τη βαλίτσα στο αριστερό της χέρι, προχώρησε στη χορταριασμένη σκάλα υποψιασμένη για τον επιθανάτιο ρόγχο του μύθου της επιστροφής, μιας άλλης επιστροφής. Η πλάνη του γάμου, πλάνη της ίδιας της τής ύπαρξης δεν μπορούσε να διαρκέσει περισσότερο. Βήματα αργά, σκαλοπάτια, λάθη, πάθη, αντοχές, όλα μετρήσιμα.
Ακούμπησε δεύτερη φορά τη βαλίτσα, χάμω, στον ανατολικό τοίχο. Μια κουκουβάγια πέταξε από την ταράτσα. Έκανε να αγγίξει το σκουριασμένο κάγκελο στο στηθαίο της βεράντας μα τράβηξε απότομα τα δάχτυλα, κάτι την πόνεσε, ίσως και να μην είχε ξεχάσει τις πληγές τόσων μάταιων μακρινών ημερών, ίσως εκείνη η παράσταση γάμου να της βάραινε ακόμη την ανάσα, ίσως πάλι το σκηνικό της σιωπής και το ακίνητο νερό της γούρνας να της θύμιζαν την τόσο αθώα της παράδοση.
Έφερε τα χέρια μπροστά στο στήθος, μετά άγγιξε τρυφερά μια τούφα στα μαλλιά, ύστερα τα τέντωσε, κανένα τρέμουλο τώρα, ούτε λιποψύχισμα, τίναξε τη σκόνη από το πέτο της καπαρντίνας και μαζί της ένα αβάσταχτο φορτίο ζωής εντελώς περιττό σκόρπισε στη σαγήνη του άπατου βάθους της ελευθερίας, της δικής της ελευθερίας. Τα μελίγγια της, είχαν αρχίσει να χτυπούν σε ρυθμό μενουέτου.
Κάποτε, δικαιούχος του απαγορευμένου ονείρου, είχε τολμήσει να φωτογραφηθεί κρατώντας κάπως αδέξια τη μικρή της βαλίτσα, σ’ εκείνη την ίδια βεράντα με το μωσαϊκό δάπεδο. Θυμόταν τις πατούσες της γυμνές, το παλιομοδίτικο νυφικό μέχρι τον αστράγαλο, θυμόταν στον πρώτο ερωτικό σφυγμό να τού κρυφογελάει γεμάτη λαγνεία στο κλεμμένο φιλί, λίγο πριν γονατίσει ψάχνοντας απελπισμένα τη βέρα της. Θυμόταν, ένα μαύρο τσεμπέρι ν’ ανεμίζει σα νυχτερίδα στο άνοιγμα της πόρτας.
Ανακάλεσε στη μνήμη της κι άλλα. Στην επαιτεία της αγάπης όλα, καρφιά και σημάδια. Λιποτάχτησε η χαρά αβίωτη, και η ζωή, η δική της ζωή ολόκληρη είχε τρυπώσει στο στρίφωμα και στις ραφές της ψυχής.
Θυμόταν πως πισωδρομούσε κάθε φορά από φόβο, με τα ίχνη της ρίζας της σβησμένα…
Θυμόταν πως δεν ήθελε να πει, «ξέρεις, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να αγαπιόμαστε»…
Θυμόταν πως από τον έρωτα στην αγάπη, η απόσταση δεν διανύεται με ένα γάμο…
Ανάμεσα στο παρόν και στο «θυμάσαι;» που ακούστηκε άλλη μια φορά ένιωσε να παρεμβάλλονται στιγμές σπαραγμού, όχι για την βέρα που δεν είχε καταφέρει να βρει ποτέ, όχι, μα για εκείνη τη ματωμένη γραμμή που ένωνε τις μακρινές άκαρπες υποσχέσεις και τον απόηχο του γάμου της, με το αξίωμα της γυναίκας που όρθια πια, δε φοβόταν το στρίγκλισμα της κλειδαριάς, το τρίξιμο της αυλόπορτας, τα βαριά βήματα, ούτε και τη μοιραία προσφυγιά της νύφης στον ξένο τόπο.
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης, Χαρά Βερίγου (Ζωή Δικταίου)

Εκτός Κερύνειας - Ανδρέας Α. Αρτέμης

Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2025

ΧΡΕΟΣ/ΑΕΠ (από ΑΙ copilot)/ Πατήστε το σχήμα για μεγένθυση

 

 Πατήστε το σχήμα για μεγένθυση

Αισχροκέρδεια, καρτέλ και φόροι δίχως τέλος! Κώστας Μελάς στον Σπύρο Σου...

3I/ATLAS Has Stopped Moving — NASA Confirms a Terrifying New Mystery

Διονύσης Σαββόπουλος / Η θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη

Διονύσης Σαββόπουλος / Η θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη | Diesi in Concert Στίχοι- Μουσική: Διονύσης Σαββόπουλος 📻 Δίεση 101,3 

Μεσημεριανό δελτίο ειδήσεων 29/11/25 | OPEN TV

Ρένος Αποστολίδης με τον Μ.Μελετόπουλο - Περί Γενεών.

Ρένος Αποστολίδης (περί ψυχιατρικής) 7/7

ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΕΡΖΗΣ Η Πόλη Που Αγάπησα Θυμώνει ( Ονειροβάτες )

ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΕΡΖΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗ Ο ΔΙΓΕΝΗΣ

Γ. Βαρουφάκης: Κεντροδεξιά και κεντροαριστερά παλεύουν για την εύνοια τω...

Πικρό ποτήρι για την Ουκρανία το σχέδιο Τραμπ | Ethnos

The Unbearable Lightness of Being (1988), «Η γιορτή της ασημαντότητας»: Μίλαν Κούντερα



Μίλαν Κούντερα: 15 αποφθέγματα από τον συγγραφέα του βιβλίου "Η Αβάσταχτ...

The Unbearable Lightness of Being Full Movie Fact And Review In English ...

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2025

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ

 


Πρόσωπα

Γεννήθηκα το 1941.
Μετά το Δημοτικό πήγα στη σχολή
ηλεκτρολόγων, στη Διπλάρειο Σχολή.
Αποφοίτησα αριστούχος
και σύμφωνα με τον κανονισμό
είχα δικαίωμα να κάνω αίτηση
για υποτροφία στη Γερμανία.
Όμως απέρριψαν την αίτησή μου
γιατί ήμουν γιος κομμουνιστή.
Στεναχωρήθηκα, αλλά αν είχα φύγει
δε θα είχα μπει στο σινεμά.
Δούλεψα ηλεκτρολόγος στις οικοδομές.
Άρχισα να βλέπω κινηματογράφο.
Επειδή στο Δημοτικό έπαιζα
στα σκετσάκια εθνικών εορτών,
και όλοι έλεγαν ότι ήμουν καλός,
μου τη σβούριξε να πάω να γίνω
ηθοποιός.
Στη σχολή είχα συμμαθητή
έναν ηλεκτρολόγο κινηματογράφου
και τον ρώτησα αν θα μπορούσα
να πάω να δουλέψω κι εγώ εκεί.
Με έφερε σε επαφή.
Μάζευα τα καλώδια, σκούπιζα
το πλατό, πήγαινα τους καφέδες,
αλλά με το που είδα την κάμερα,
κόλλησα.
Μια μέρα, ένας οπερατέρ,
ο Γιώργος Καβάγιας,
με ρώτησε αν ήθελα
να δουλέψω βοηθός του. Δέχτηκα.
Ο Γιώργος έπαιξε μεγάλο ρόλο
στη διαμόρφωσή μου γιατί,
καθώς πολλές φορές έμενα σπίτι του
για να προλάβουμε το πρωινό γύρισμα,
μου έδινε να διαβάσω βιβλία
και άκουγα κλασσική μουσική.
Επίσης, τραβούσαμε φωτογραφίες
και τυπώναμε μαζί.
Προσπαθούσα να μάθω
όσα περισσότερα μπορούσα και ό,τι
μου αναθέτανε να το κάνω τέλεια.
Στο σπίτι του είχαν μια υπηρέτρια.
Πηγαινοερχόταν σαν σκιά.
Πάντοτε αθόρυβα, με το κεφάλι σκυφτό.
Δεν διακρινόταν το πρόσωπό της,
ήταν στο ημίφως. Ήταν μια φιγούρα,
ενώ η κυρία του σπιτιού, η μητέρα
του Γιώργου, ήταν ορατή, την έβλεπες.
Και λέω κοίτα να δεις,
πώς κινείται μέσα στο ίδιο φως η μία,
που είναι αρχόντισσα,
και πώς κινείται η άλλη, η υπηρέτρια.
Σκεφτόμουν,
για να ερμηνεύσει ο φωτογράφος
τον χαρακτήρα της υπηρέτριας,
δεν πρέπει να τη φωτίσει.
Αν τη φωτίσει, την έχασε.
Έχασε το συναίσθημα
που πρέπει να δώσει στον θεατή.
Πρέπει να την αφήσει στη σκιά.
Είδα τη σχέση
του φωτός με τον άνθρωπο
και πόσο μπορεί να τον επηρεάσει.
Και άρχισα να καταλαβαίνω
ότι με το φως μπορείς να ερμηνεύσεις
χαρακτήρες, καταστάσεις, συναισθήματα.
Μετά πήγα βοηθός του Νίκου Γαρδέλη,
δίπλα στον οποίο έμαθα επίσης πολλά.
Στον ''Φόβο'' του Κώστα Μανουσάκη
ανακάλυψα έναν άλλο κινηματογράφο
και μια εντελώς άλλη οπτική
τόσο θεματικά όσο και σκηνοθετικά.
Είχε πια ακουστεί ότι ήμουν καλός βοηθός
και μια μέρα με καλούν από τη Φίνος Φιλμ,
το όνειρο κάθε Έλληνα τεχνικού
του κινηματογράφου.
Όταν μπήκα στο γραφείο
του Φιλοποίμενος Φίνου, μου λέει:
''Σε θέλω για μια ταινία.''
''Μάλιστα'', του λέω, και τον ρωτάω
ποιος θα είναι ο οπερατέρ. Μου λέει:
''Εσύ θα είσαι.''
Δεν το φοβήθηκα
γιατί είχα πάρει τις βάσεις.
Κι έτσι έκανα την πρώτη μου ταινία,
''Ξυπόλητος Πρίγκιπας'', έγχρωμο
σινεμασκόπ του Γιάννη Δαλιανίδη.
Ακολούθησαν
η μία ταινία μετά την άλλη,
πολλές με τον Ντίνο Δημόπουλο
αλλά και με τον Σταύρο Τσιώλη
το ''Κατάχρησις Εξουσίας''.
Είχα την τύχη να βρίσκομαι πάντα την
κατάλληλη στιγμή στο κατάλληλο μέρος
κι εν τέλει να περάσω απ' όλα τα είδη.
Η πρώτη μου ταινία εκτός Φίνου
ήταν ο ''Ιωάννης ο Βίαιος''
της Τώνιας Μαρκετάκη.
Με σημάδεψε,
φοβόμουν ότι δε θα τα βγάλω πέρα,
ότι δεν ήμουν στο ύψος της.
Είχα δει μια ξένη ταινία εποχής
κι αυτό με οδήγησε στην Πινακοθήκη.
Σκέφτηκα ότι οι ζωγράφοι
ήταν οι πρώτοι φωτογράφοι.
Μελετώντας πίνακες συνειδητοποίησα
ότι η προσοχή μου πήγαινε σ' ένα σημείο
κι έλεγα γιατί δεν πάει παραπέρα;
Εκεί ανακάλυψα ότι το φως,
το χρώμα και η σύνθεση του κάδρου,
ήταν τα στοιχεία που οδηγούσαν
το βλέμμα μου.
Κάτι που μπορούσα να εφαρμόσω
στον κινηματογράφο.
Κάτι διέκρινε σε μένα ο Θόδωρος
Αγγελόπουλος και μου ζήτησε να κάνω
τη φωτογραφία στη μικρού μήκους
ταινία του ''Η Εκπομπή''.
Δέσαμε και μου πρότεινε
την ''Αναπαράσταση''.
Όταν γυρίζαμε την ταινία
''Μέρες του '36'' συνέβη το εξής:
Ο Φίνος έλεγχε τα φίλτρα που του
έστελνε η Κόντακ το καθένα ξεχωριστά.
Είχε πετάξει στο καλάθι ένα που
έβγαζε περισσότερα καφέ και κίτρινα.
Το πήρα κι έκανα μια δοκιμή
που ενθουσίασε τον Θόδωρο.
Με αυτό το φίλτρο
κάναμε όλη την ταινία και όλοι
αναρωτιόντουσαν πώς το πέτυχα.
Ένα βράδυ χτύπησε το τηλέφωνο
και ήταν ο Τσαρούχης από το Παρίσι.
Είχε δει τις ''Μέρες του '36'' και ήθελε
να αναλύσει μαζί μου το φως της ταινίας,
Αργότερα του φώτισα
τις ''Τρωάδες''.
Είχα βρει ένα ημερολόγιο
των τσιμέντων ΗΡΑΚΛΗΣ
με ζωγραφιές του Τσαρούχη.
Το Λαύριον, το καφενείο Το Νέον,
και συνειδητοποιώ ότι αυτά είναι
ο ''Θίασος''.
Ο Θόδωρος δεν ήθελε ήλιο,
ίσως και κάπως συμβολικά,
ήθελε να δείξει την Ελλάδα σκοτεινή.
Η παλέτα χρωμάτων του Τσαρούχη,
ήταν καθοριστική.
Βλέπω τώρα τον ''Θίασο''
και λόγω έλλειψης μέσων
έχει πολλά τεχνικά προβλήματα.
Αλλά εξακολουθώ
να βλέπω την Ελλάδα του Τσαρούχη.
Μια πραγματική Ελλάδα.
Η Ευρώπη με ανακάλυψε
από τον Θόδωρο Αγγελόπουλο,
από την 'Κραυγή Γυναικών''
του Ζυλ Ντασέν,
αλλά και από μία ταινία που γύρισε
στην Ελλάδα ο Λάζλο Μπένεντεκ.
Με την ταινία ''Australia''
του σκηνοθέτη Ζαν Ζακ Αντριάν,
με τους Τζέρεμι Άιρονς και Φανί Αρντάν,
βραβεύτηκα στη Βενετία. Κατάλαβα
ότι το όνομά μου κυκλοφορούσε πολύ.
Είπα να κάνω μια δοκιμή
και να εργαστώ στη Γαλλία.
Στο φιλμ ''Ιφιγένεια'', του Κακογιάννη,
επειδή το δράμα παιζόταν μεταξύ της
Κλυταιμνήστρας και του Αγαμέμνονα,
ήθελα να γυρίσω τη σκηνή τους στη σκιά
και πίσω να καίγεται το σύμπαν
από το φως.
Δε με άφησε ούτε δοκιμή να κάνω,
κι έσκασα...
Πήγα στην Αμερική
για μια ταινία με τον Χάρβεϊ Καϊτέλ
και την Εμανουέλ Μπεάρ.
Διαπίστωσα ότι το φως
της Νέας Υόρκης ήταν πολύ μπλε.
Έδωσα αυτό που έβλεπα κι έγραψαν
ότι κανείς δεν την είχε φωτογραφίσει
ξανά έτσι.
Στην Ισλανδία, όπου επίσης έκανα
ένα φιλμ, το φως είναι ψυχρό, γυάλινο.
Το φως το χωρίζω σε τρεις κατηγορίες:
Το μεσογειακό, το βορειοευρωπαϊκό
και το αφρικανικό.
Εννοώ της Σαχάρας,
όπου το φως διαλύει τα πάντα.
Νωρίς το πρωί
υπάρχουν κάποιες φωτοσκιάσεις
και βλέπεις τους αμμόλοφους,
αλλά μόλις ανέβει ο ήλιος είναι ένα
ίσιο τοπίο όπου δεν υπάρχει τίποτα.
Προχωράει ο άνθρωπος μέχρι
που χάνεται, γίνεται μια κουκίδα.
Έχω δουλέψει στο Μαρόκο,
στην Τυνησία και στην Αλγερία, όπου
όμως το φως είναι σαν της Ελλάδας.
Παρατηρώντας τους ανθρώπους
καταλαβαίνεις πόσο τους επηρεάζουν
το φως και οι κλιματικές συνθήκες.
Κάθε φορά που τέλειωνα μια ταινία
είχα αγωνία αν τα κατάφερα,
δεν έπαιρνα χαμπάρι τί είχα κάνει.
Με ρώτησε ο Ακίρα Κουροσάβα
στο φεστιβάλ Βενετίας
πώς έβγαλα το μαύρο
στα κοστούμια του ''Μεγαλέξανδρου''
και δεν ήξερα τί να του πω.
Κάτι είχε ωριμάσει μέσα μου
και με οδηγούσε στο σωστό δρόμο.
Αλλά δεν ήξερα τί ήταν αυτό,
κι ακόμα δεν το ξέρω.
Γιώργος Αρβανίτης
19 Αυγούστου
Παγκόσμια Ημέρα Φωτογραφίας
.........................................................................
Πηγές:
lifo. gr
Απόσπασμα από συνέντευξη
στον Χρήστο Παρίδη.
Απόσπασμα από το βιβλίο:
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ ΜΙΑ ΖΩΗ ΣΤΟ ΦΩΣ
Πηγή φωτογραφίας: finosfilm. com

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)