Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2019

Χρῆστος Γιανναρᾶς , Να συνεννοηθούμε στη διάγνωση

Posted: 28 Oct 2019 09:47 AM PDT
Έχει κεφαλαιώδη σημασία η διάγνωση: Να ξεχωρίσουμε την κρίση από την παρακμή. Να έχουμε συνείδηση των συνεπειών – τι συνεπάγεται μια κοινωνική «κρίση», τι τελεσίδικο σημαίνει η «παρακμή».
Πώς μπορούμε να διαγνώσουμε τη διαφορά; Εύκολο κριτήριο είναι η διάρκεια. Αν κάποιες κοινωνικές δυσλειτουργίες παρατείνονται πέρα από τον μέσο όρο ζωής μιας γενιάς, ταλαιπωρούν δύο, τρεις ή περισσότερες γενιές, τότε υποπτευόμαστε παρακμή. Αν διαδοχικές κυβερνήσεις υπόσχονται να λύσουν ένα πρόβλημα οργάνωσης, λειτουργίας ή θεσμών του κράτους, προσπαθούν, δεν το λύνουν και το παραδίδουν στους επόμενους σαν αυτονόητα άλυτο, τότε οσμιζόμαστε κοινωνική παρακμή.
Η παρακμή είναι αναμφισβήτητη, όταν ψηφίζονται από το κοινοβούλιο νόμοι, που αμνηστεύουν κατάφωρες παρανομίες των διαχειριστών της εξουσίας, εγκλήματα κλοπής ή κατάχρησης του κοινωνικού χρήματος. Παρακμή υπάρχει, όταν αποφαίνεται δημόσια Πρόεδρος της Δημοκρατίας ότι «ένας πρωθυπουργός δεν παραπέμπεται ποτέ στη Δικαιοσύνη, απλώς ξαποστέλνεται σπίτι του» – είναι παρακμή να αλληλοκαλύπτουν εγκλήματα ή πομπές τους οι επαγγελματίες της εξουσίας. Είναι σίγουρα σύμπτωμα παρακμής, εκπεσμού και σήψης μιας κοινωνίας, να μονοπωλούν την πολιτική οι διαφημιστές, η μονοκρατορία των «εντυπώσεων», να κατευθύνεται η ψήφος των πολιτών από χρυσοπληρωμένη προπαγάνδα.
Μόνο σε μια παρακμιακή κοινωνία, με δραματικά υποβιβασμένο επίπεδο διανοητικής καλλιέργειας, επιβιώνουν στην εξουσία «οικογένειες» που τα έκγονά τους έχουν αυτονόητα εξασφαλισμένη, χάρη στο όνομά τους, την ηδονική απόλαυση τιμών, πλούτου, δημοσιότητας – με αυτοματική μεταβίβαση των προνομίων από γενιά σε γενιά. Ποιος μπορεί να διανοηθεί, στη Μεγάλη Βρετανία, για παράδειγμα, να «κοσμούν» κάθε κυβέρνηση, επί πολλές δεκαετίες, ονόματα ίδια: Βενιζέλος, Καραμανλής, Παπανδρέου, Μητσοτάκης, Κεφαλογιάννης, Βαρβιτσιώτης, να αποτελεί η ανάληψη της ευθύνης για τα κοινά όχι επιβράβευση προσόντων, κατάρτισης και ήθους, αλλά μόνο συνάρτηση οικογενειακού ονόματος.
Από «κρίσεις», ή και περιόδους παρακμιακής καθίζησης, μια κοινωνία μπορεί να βγει, όχι συμπτωματικά και τυχαία. Πάντοτε με προϋποθέσεις: απρόσμενη πρόκληση αυξημένης συνοχής, εμφάνιση εύστοχης σκοποθεσίας, πληγωμένο συλλογικό «φιλότιμο».
Ειδικά η νεοελληνική κοινωνία είχε το «ιδίωμα», θα έλεγε κανείς, μετά από κορυφώσεις παρακμιακών συμπτωμάτων ή από καταστροφικές συμφορές, να εμφανίζει βραχύβιες, απρόσμενες και περιορισμένης εμβέλειας εκπλήξεις κάποιου είδους ποιοτικής ανθοφορίας. Το εκπληκτικό στοιχείο αυτών των αναπάντεχων εμφανίσεων δεν ήταν το ποσοτικό τους διαμέτρημα, αλλά η ποιοτική τους δυναμική. Που συγκεφαλαιωνόταν συχνά σε ένα πρόσωπο. Χρειάζεται πολύ ταλέντο και πολύμοχθη καλλιέργεια για να αντιληφθεί κανείς την κοσμοπολίτικη δυναμική των οριζόντων του Διονύσιου Σολωμού ή του Ιωάννη Καποδίστρια. Είχαν προσλάβει άνετα τα θησαυρίσματα της αρχόμενης τότε ευρωπαϊκής Νεωτερικότητας, τα είχαν κριτικά αφομοιώσει, και τα αξιολογούσαν όχι ως υπέρτερα της ελληνικής ευ-γένειας και αρχοντιάς.
Ανάλογες είναι και οι περιπτώσεις του Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου και του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη – που θα τολμούσε να πιστεύει κανείς ότι, ακόμη σήμερα, το πραγματικό μέγεθος της ιστορικής τους σημασίας δεν έχει συνειδητοποιηθεί στο νεωτερικό μας κρατίδιο. Χρωστάει πολλά ολόκληρη η Ευρώπη στον προφήτη της Νεωτερικότητας Ντοστογιέφσκυ, θα αντλούσε πολύ περισσότερα ο «εν καταστολή» μέγας κόσμος της ελληνικής «Οικουμένης» από τον Παπαδιαμάντη και τον Κωνσταντίνο Καβάφη, αν δεν τον ρήμαζε η ξιπασιά.
Μετά τον έσχατο εξευτελισμό του 1897, και την ανάσα των νικηφόρων απελευθερωτικών πολέμων 1912-13, ήρθε η τραγωδία του διχασμού και ο εφιάλτης της δικτατορίας Βενιζέλου (1915-1920), για να ακολουθήσει το εμπράγματο ιστορικό τέλος του Ελληνισμού: η απώλεια της Μικρασίας και του Πόντου. Όμως μετά και από αυτόν τον οριστικό όλεθρο, εμφανίζεται η έκπληξη της «Γενιάς του ’30»: η πρώτη συνειδητή, ισότιμη (χωρίς επαρχιωτική, μεταπρατική μειονεξία) και γι’ αυτό εκρηκτικά γόνιμη συνάντηση της σύγχρονης ελληνικότητας με τη νεωτερική Ευρώπη.
Ακολουθεί ο πόλεμος, η εξαθλιωτική κατοχή και η ολέθρια παραφροσύνη της ζαχαριαδικής ανταρσίας – η Ελλάδα φτάνει στον πάτο της αβύσσου. Για να εμφανιστεί η τελευταία απίστευτη έκπληξη: η «Γενιά του ’60»: Μάνος Χατζιδάκις και Γιάννης Τσαρούχης, οι εμβληματικές φιγούρες της έκπληξης. Αλλά η έκπληξη απλωνόταν σε κάθε πτυχή της ζωής – μουσική, ποίηση, αρχιτεκτονική, θέατρο, εκδόσεις (παντού, πλην πολιτικής).
Κάθε έκπληξη, και κάθε πια ενδεχόμενο ανανεωτικής ανάσας, πνίγηκε από το καινούργιο, ακαταμάχητο τερατογέννημα που ακολούθησε: σύμπτωμα ή λοιμική ΠΑΣΟΚ. Δεν ήταν κόμμα, ήταν νοο-τροπία, συμπεριφορά, η αποδέσμευση του χυδαίου ατομοκεντρισμού από κάθε χαλινό, ο υλισμός της άγριας ιδιοτέλειας και αρπακτικής μανίας σε δόσεις αλόγιστης αμετρίας. Το πιο συνταραχτικό, είναι η ταχύτητα μετάγγισης - μετάδοσης της μεταλλαγής – ο «ρινοκερισμός» του Ιονέσκο στην πράξη: Η Ν.Δ. εκπασοκίστηκε πρώτη και ραγδαία, το ΚΚΕ και οι αποφύσεις του ολοκληρωτικά, ο συνδικαλισμός, οι βιομήχανοι, τα μαθητούδια, η αυτοδιοίκηση, οι επισκοπικές σύνοδοι, οι «κατά παντός» ασυμβίβαστοι Συριζαίοι, οι πάντες στην Ελλάδα έγιναν ΠΑΣΟΚ. Μονόχνωτος λαϊκισμός, απολυταρχία των εντυπώσεων, αυτονόητη χρηματολαγνεία και εγωκεντρικός τσαμπουκάς.
Είναι η πρώτη ίσως φορά που μπορούμε με σιγουριά να διαγνώσουμε παρακμή, όχι εφήμερη κρίση. Ο απεκπασοκισμός (ή αποπασοκοποίηση) της ελλαδικής κοινωνίας δεν γίνεται με διαχειριστές της εξουσίας. Θέλει κοινωνικούς μεταρρυθμιστές. Είδος εξαφανισμένο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)