Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2025

Victor Dimitris : ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ και ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ

 Victor Dimitris

ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ και ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
«Από μια ηλικία και μετά, όλες οι συζητήσεις είναι αποχαιρετισμοί»
Η φράση αυτή, λιτή και ταυτόχρονα φορτισμένη συναισθηματικά, θίγει ένα από τα πλέον οδυνηρά αλλά και βαθιά ανθρώπινα ζητήματα: Την σχέση μας με τον χρόνο και, κατ’ επέκταση, με την ιδέα του τέλους. Όσο περνούν τα χρόνια, η ζωή μάς υπενθυμίζει όλο και πιο έντονα την παροδικότητά της, και οι συζητήσεις μας παίρνουν συχνά τον χαρακτήρα ενός «αντίο» — προς ανθρώπους, καταστάσεις, ακόμα και προς τον ίδιο μας τον εαυτό όπως υπήρξαμε.
Η μετάβαση σε μια “ηλικία” όπου όλα αρχίζουν να μοιάζουν με αποχαιρετισμούς δεν ταυτίζεται απαραίτητα με έναν συγκεκριμένο αριθμό χρόνων. Για κάποιους, μπορεί να συμβεί νωρίτερα, όταν μια απώλεια ή μια βαθιά εμπειρία φέρνει αντιμέτωπο το άτομο με τη θνητότητα. Για άλλους, έρχεται σταδιακά, σαν ένα αργό “ξεθώριασμα” των αυταπατών πως ο χρόνος είναι ανεξάντλητος.
Η νεότητα συχνά συνοδεύεται από την ψευδαίσθηση ότι υπάρχει άπλετος χρόνος για φίλους, σχέσεις, ταξίδια, στόχους. Με την πάροδο των ετών, γίνεται εμφανές πως κάθε επιλογή συνεπάγεται και κάτι που χάνεται οριστικά. Μια απροσδόκητη αρρώστια, η φυγή ενός αγαπημένου προσώπου ή ακόμα και μια αλλαγή επαγγελματική μπορεί να λειτουργήσει ως σήμα: “Τίποτα δεν κρατάει για πάντα”. Τότε, οι συζητήσεις δεν είναι πια μελλοντοκεντρικές, γεμάτες όνειρα. Γίνονται πιο στοχαστικές, με ένα βάρος αποχωρισμού.
Ο αποχαιρετισμός δεν είναι απλώς μια λύπη· εμπεριέχει και μια μορφή ωριμότητας. Η αποδοχή της έννοιας του τέλους συμβάλλει στη βαθύτερη εκτίμηση όσων έχουμε ζήσει ή ζούμε τώρα.
Σε μια κουβέντα με παλιούς φίλους ή συγγενείς, προβάλλεται έντονα ο απολογισμός των κοινών εμπειριών. Όχι σπάνια, ο αποχαιρετισμός ενσωματώνει και την ευγνωμοσύνη για όσα μοιραστήκαμε, αλλά και τη θλίψη για ό,τι δεν προλάβαμε ή δεν θα ξαναζήσουμε.
Καθώς συνειδητοποιούμε ότι οι ευκαιρίες να βρεθούμε με αγαπημένους ανθρώπους ίσως λιγοστεύουν, οι συζητήσεις γίνονται πιο ουσιαστικές. Σταδιακά, ο χρόνος για “επιφανειακές” συζητήσεις μειώνεται, κι αυτό ενίοτε οδηγεί σε μια αυθεντικότερη επικοινωνία.
Ο φόβος του θανάτου ή της οριστικής απώλειας, βρίσκεται πίσω από την αίσθηση ότι «όλες οι συζητήσεις είναι αποχαιρετισμοί». Ο άνθρωπος, όντας προικισμένος με συνείδηση της παροδικότητας, αντιλαμβάνεται πως κάθε συνάντηση, κάθε κουβέντα, μπορεί να είναι η τελευταία.
Κάποιοι αποτραβιούνται και γίνονται απόμακροι, δυσκολεύονται να συνεχίσουν να χτίζουν σχέσεις για να μη βιώσουν άλλο πόνο. Άλλοι, αντίθετα, εμβαθύνουν ακριβώς στις σχέσεις τους, προτιμώντας να ζουν με ένταση το “τώρα”.
Αντί να βλέπουμε το τέλος ως κάτι τρομακτικό που στοιχειώνει τις συζητήσεις μας, μπορούμε να το αποδεχτούμε ως μια θεμελιώδη διάσταση της ανθρώπινης κατάστασης. Αυτό ανοίγει τον δρόμο για μια αγκαλιά της ζωής με μεγαλύτερη επίγνωση και αλήθεια.
Οι στοχαστές ανά τους αιώνες έχουν ασχοληθεί με το πώς ο χρόνος και η θνητότητα επηρεάζουν τις ανθρώπινες σχέσεις και συζητήσεις:
Ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, λ.χ., τονίζει πως η αυθεντική βίωση της ύπαρξής μας αναδύεται όταν συνειδητοποιούμε τη θνητότητα. Τότε προκύπτει η “φροντίδα” για το πώς θα αξιοποιήσουμε ουσιαστικά τον χρόνο μας.
Για τους Στωικούς, η επίγνωση του τέλους μεταφράζεται σε ηρεμία μπροστά στα ανθρώπινα πράγματα. Όταν ξέρουμε πως κάθε στιγμή μπορεί να είναι η τελευταία, τότε παύουμε να ασχολούμαστε με ανούσιες ανησυχίες και επικεντρωνόμαστε στη βαθύτερη ουσία της ανθρώπινης επαφής.
Μπορεί το απόφθεγμα να ακούγεται απαισιόδοξο, κρύβει όμως μια πιο φωτεινή διάσταση:
Σε πολλές παραδόσεις, ο αποχαιρετισμός συνοδεύεται από ευχές, ευγνωμοσύνη και σεβασμό. Γίνεται μια τελετουργία που τιμά τη διαδρομή που διανύσαμε μαζί.
Ακόμη κι αν, αντικειμενικά, οι πιθανότητες λιγοστεύουν, το ίδιο το γεγονός ότι συνεχίζουμε να ελπίζουμε σε μια νέα συνάντηση δείχνει την επιμονή του ανθρώπινου πνεύματος να υπερβαίνει τα όρια.
Η ρήση «Από μια ηλικία και μετά, όλες οι συζητήσεις είναι αποχαιρετισμοί», μας υπενθυμίζει την εύθραυστη ουσία της ζωής. Καθώς ο χρόνος περνά, αντιλαμβανόμαστε ότι οι άνθρωποι και οι στιγμές δεν είναι δεδομένα. Κάθε κουβέντα μπορεί να έχει την γεύση του “αντίο”, όχι απαραίτητα λόγω απαισιοδοξίας, αλλά επειδή αυτή είναι η εγγενής συνθήκη της ύπαρξης: είμαστε παροδικοί και, αργά ή γρήγορα, στεκόμαστε μπροστά στον αποχωρισμό.
Δημήτρης Βίκτωρ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)