Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Κυριακή 12 Μαρτίου 2023

Σαββόπουλος για Παπαστάθη: «Αγγελοι δρεπανηφόροι μας τον πήρανε»

 Σαββόπουλος για Παπαστάθη: «Αγγελοι δρεπανηφόροι μας τον πήρανε»

Μπορεί να είναι ασπρόμαυρη εικόνα 4 άτομα, άτομα που παίζουν μουσικά όργανα και όρθια άτομα
Πέθανε ο Λάκης; Μόλις προχθές μιλούσαμε μαζί στο τηλέφωνο, όλοι ξέραμε οτι ήταν άρρωστος αλλά όχι, δεν μας περνούσε απ' το μυαλό κάτι τέτοιο. Κι όμως...
Υπήρξε άνδρας αυστηρός με τον εαυτό του, ακέραιος, δημιουργός με βάθος πεδίου, ψυχή ρομαντική, φίλος μου. Κάναμε μαζί τον "Θίασο Σκιών" στο Κύτταρο, το "Χαίρω πολύ Σαββόπουλος" στην τηλεόραση, το βίντεο κλιπ για τον "Χρονοποιό". Με φώναξε πολλές φορές στο "Παρασκήνιο" να πω κάτι και άλλωστε εκεί πρωτογνωριστήκαμε. Στην Σινετίκ πίσω από το Μουσείο. Περνούσα τυχαία με ένα φίλο, μου συστήθηκε και μου ζήτησε αν ήθελα να δω εκεί στο γραφείο στην μουβιόλα, την ταινία του "Γράμμα από την Αμερική" που είχε φτιάξει μόλις. Μου κάνε εξαιρετική εντύπωση, όχι μόνο γιατί ήταν ένα μικρό αριστούργημα αλλά και γιατί ήταν εντελώς θαρραλέα κόντρα με την θολούρα που επικρατούσε τότε στον νέο ελ. κιν/γράφο. Ήταν επιτέλους ένα φωτάκι. Όπως και ο Παντελής Βούλγαρης τότε, στο "Προξενιό της Άννας", έτσι και ο Παπαστάθης -σε μικρότερη κλίμακα- έπαιρνε ένα περιστατικό μικρό και ασήμαντο και με την κινηματογραφική του αφήγηση το έκανε μεγάλο και σπουδαίο. Το ίδιο που έκανε μετά και με τις μεγάλου μήκους ταινίες του, με τους ληστές των ορέων, στην απόσυρση και την παρακμή τους, με τον κουρασμένο ταξιδιώτη που επιστρέφει στην βάση του, στην Μυτιλήνη και με τους χλωμούς αγγέλους, τον ζωγράφο Θεόφιλο και τον διηγηματογράφο Βιζυηνό, όπου ο Παπσστάθης διακρίνει την μεγάλη λάμψη τους και την προβάλλει για λογαριασμό μας.
Ήταν ψηλός, λεπτός, με ευγενικούς και κάπως στοχαστικούς τρόπους . Σε κοίταζε βαθιά στα μάτια όταν σου μιλούσε και όταν σ άκουγε. Λάτρευε τους δασκάλους του, τον σκηνοθέτη Αλέξη Δαμιανό, τον καθηγητή Παναγή Λεκατσά. Μιλούσε συχνά για αυτούς, μέχρι βιβλίο έγραψε για τα γυρίσματα της "Ευδοκίας" όπου ήταν βοηθός του Δαμιανού. Μιλούσε με πάθος για τους νέους μας ζωγράφους, το αμερικάνικο σινεμά, την μεγάλη λογοτεχνία. Είχε κυκλοφορήσει και δικά του ωραία διηγήματα με το ίδιο πάντα πνεύμα, που το μικρό και το ασήμαντο αποκτούν ξαφνικά ύψος. Τον απορροφούσε ο 19ος αιώνας, οι επαναστάτες του '21, οι φιλέλληνες αλλά κομμάτια του 20ου: ο Περικλής Γιαννόπουλος ας πούμε ή ο Αχιλλέας Μαδράς, ή ζωγραφιές και λιθογραφίες από τον πόλεμο στην Μικρασία. Είχε κάνει δουλειές πάνω σε αυτές. Ανήκει νομίζω σε αυτό που λέμε ελληνική γραμμή με έναν εντελώς δικό του τρόπο ο Παπαστάθης. Στα νιάτα του ήταν αξιωματικός του ελληνικού στρατού στην Κύπρο. Τα Καλοκαίρια που κάναμε μαζί διακοπές στο Πήλιο μας διηγιότανε περιστατικά από εκεί. Πίστευε αυτό που έλεγε ο Σεφέρης: το θαύμα ζει ακόμα.
Την Τρίτη είδα τον Κυριτσόπουλο και το ‘φερε η κουβέντα για τον Λάκη που ήταν στο νοσοκομείο. Φαίνεται επηρεάστηκα από την συζήτηση και χθες το βράδυ τον είδα στον ύπνο μου: τον περιμέναμε με την ‘Ασπα σ ένα μεγάλο κλαμπ που μας είχαν καλέσει, εκεί βρήκαμε γνωστούς, καθίσαμε μαζί τους και ύστερα ήρθαν και άλλοι γνωστοί και ανησυχούσα που ο Λάκης αργούσε και δεν θα βρίσκαμε κάθισμα για αυτόν. Όμως άρχισε το πρόγραμμα και απορροφήθηκα. Από έναν μαγικό μουσικό στην σκηνή έβγαινε μια υπέροχη, μια τόσο ευτυχισμένη μελωδία! Ξαφνικά άδειασε η σάλα, άδειασε η σκηνή και εκεί βγήκε ο Λάκης και μου κάνε νεύμα να ανέβω και εγώ. Στο φόντο ήταν μια κουρτίνα και έπαιζε κινηματογράφο. Με πήγε πίσω απ΄την κουρτίνα και εκεί ήταν μια άλλη τεράστια κουρτίνα και πάνω της σε ένα μικρό καρέ προβάλλονταν, σαν τηλεόραση μια φωτογραφία της Έλλης Λαμπέτη τόσο μα τόσο όμορφη που σου έρχονταν δάκρυα στα μάτια απ’ την ομορφιά της. Του ζήτησα να την φωτογραφίσουμε, να την έχουμε αυτή την εικόνα. Το κάναμε αλλά η δική μας φωτογραφία έβγαινε θαμπή και ξεθωριασμένη όσο και αν προσπαθήσαμε. Ξυπνάω και η ’Ασπα μου λέει πέθανε ο Λάκης.
Τα θερμά μου συλλυπητήρια στην οικογένεια του. Στον Αργύρη, στην Υβόννη. Πάει ο Λάκης μας.
«Άγγελοι δρεπανηφόροι μας τον πήρανε»
Όλες οι αντιδράσεις:
Costas Tsiantis
Μου αρέσει!
Σχόλιο
Κοινοποίηση
12 ώρ. 
Κοινοποιήθηκε στους εξής: Οι φίλοι σας
Φίλοι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)