Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2021

Georgios Manos - Σαν σήμερα και το θαύμα έγινε. Επιβάτες Προποντίδας. Αφηγητής ο παππούς ο Χρύσανθος.

 Ο Georgios Manos έκανε ένα σχόλιο.

Σαν σήμερα
Αγίου Δημητρίου 1920
Και το θαύμα έγινε
Επιβάτες Προποντίδας
Αφηγητής ο παππούς ο Χρύσανθος.
Ήμασταν δεν ήμασταν μιαν εβδομάδα λεύτεροι (Ιούλιος 1920), όντας η κυρα-Φωτεινή αρρώστησε. «Ούλα τέλεψαν», είπε κι έπεσε στο κρεβάτι. Τρεις νοματαίους παράχωσε καταποδιαστά. Τον άντρα της, το Γιώργη, και δυο παιδιά της, την Κατίνα και το Δημοσθένη. Ίσαμε να πάρει μιαν ανάσα από τη μια κηδεία, η καμπάνα βάρειε ξανά πένθιμα για το σπιτικό της. Μα εκείνη ούλα αυτά τα άντεξε, με μια κρυφή ελπίδα! Πως θα γυρίσουνε τα χαμένα της παλικάρια. Ο Χαράλαμπος και ο Νικολάκης. Χρόνια την έτρωγε αυτό το μαράζι. Απ’ το ’10, που έφυγαν για τον τούρκικο στρατό, δέκα ολάκερα χρόνια, δεν πήρε καμιάν είδηση, μήτε καλή μήτε άσκημη. Απόθαναν, σκοτώθηκαν, χάθηκαν; Κανείς δεν ήξευρε. «Ένα σημάδι δείξε με, Θεέ μ’, ένα σημάδι!», έλεγε και ξανάλεγε. Κι επειδής τέτοιο σημάδι δεν έβλεπε, τους λογάριαζε και γι’ αποθαμένους, τους λογάριαζε και για ζωντανούς!
Σαν αποθαμένους, τους έκλαψε πολύ και τα έκαμε ούλα, όσα ορίζει η εκκλησία μας. Και μνημόσυνα και κόλλυβα και τρισάγια. Και τη Μεγάλη Παρασκευή, τους έγραφτε στο ψυχοχάρτι, να τους διαβάσει ο παπάς, όντας γύριζε στο χωριό τον Επιτάφιο.
Του Αϊ-Νικόλα και τ’ Αϊ-Χαραλάμπη, τους γιόρταζε σαν ζωντανούς, κι από μέρες έντυνε το σπίτι γιορταστικά. Πάαινε από νωρίς το πανεράκι με τις λειτουργιές στην Οσία Παρασκευή και μοίραζε «άρτο», όπως ούλοι οι εορτάζοντες. Ήθελε να ακούει τα «χρόνια πολλά» και το «πολύχρονος». Οι χωριανοί, που ήξευραν τον καημό της, δεν τήνε χαλνούσανε την καρδιά. Με το σκόλασμα, καλνούσε τις γυναίκες στο σπίτι και τις κέρναγε καφέ και κουλουράκια, καμωμένα απ’ τα χέρια της, επιτούτου, για τη γιορτή. Στο τέλος, το φλιτζάνι της γύρναγε από χέρι σε χέρι, κι ούλες «έβλεπαν» το μακρύ το δρόμο, που φαίνονταν καθαρά. «Να, αμνια-Φωτεινή, εδώ διες! Δυο τόνε πορπατούνε κι έρχουνται κατά την αυλή σ’. Παλικάρια μοιάζουνε»! Κι εκείνη, η φουκαριάρα, με το λέγε λέγε, κόντευε να το πιστέψει, και φούσκωναν τα στήθια της από χαρά.
Κι ούλο καρτερούσε! Ώρες πολλές, με την απαλάμη στο κούτελο, κάρφωνε τα μάτια μακριά, προσμένοντας να φανούν τα παλικάρια της. Κι όντας χειμώνιαζε, κόλλαγε το μούτρο της στο παραθύρι, κι η καρδιά της λαχτάριζε, κάθε φορά που ένας ίσκιος ξεπρόβαλε έξαφνα απ’ τη σούδα. Η καντήλα άναφτε απ’ το πρωί ως αργά το βράδυ. «Μπορεί να έφυγαν απ’ το στρατό και να κρύβουνται στο βουνό. Μπορεί να τράβηξαν για την Ελλάδα. Να έστελναν, μπάρεμ, ένα μαντάτο!», έλεγε και ξανάλεγε. Κάμποσοι, εκείνα τα χρόνια, έφυγαν κρυφά στην Ελλάδα, και τα χαμπέρια τους ήρθανε ύστερις από χρόνια. Έτσι, κράταγε μέσα της ζωντανή την ελπίδα, ίσαμε που ήρθε ο ελληνικός στρατός. Την ημέρα που οι καμπάνες σήμαιναν τη λευτεριά, κι ο κόσμος βγήκε στα σοκάκια, η κυρά Φωτεινή δε γιόρταζε, μόν’ πήρε αράδα αξιωματικούς και στρατιώτες και ρώταγε μην αντάμωσαν τα παλικάρια της. Και σε κάθε «όχι», γύρναγε στο σπίτι κλαμένη.
Στη βδομάδα απάνω, έκοψε τις ελπίδες. Η καρδιά της μπαΐλντισε. «Άμα ήτανε φευγάτοι στην Ελλάδα, τώρα θα ήρχουνταν. Για να μην έρθουνε, θα πει, μαθές, πως είναι αποθαμένοι». Το είπε, το πίστεψε κι έπαψε να τους καρτερεί. Σφαλίστηκε στην κάμαρη, σφάλισε και την καρδιά της. «Το ίδιο μαράζι θα με φάει κι εμένα, Γιώργη μ’!», έλεγε, σαν να κουβέντιαζε με τον σχωρεμένο. Μέρα με την ημέρα, απ’ τη στεναχώρια και την αναφαγιά, μαράζωνε πιότερο. Για καιρό ψένουνταν στον πυρετό και ήτανε μισοπεθαμένη. Αριά και πού, έβρεχε κομματάκι τα χείλια της. Άλλοτες ήτανε στα λοϊκά της κι άλλοτες ταξίδευε στο κόσμο της. Και μέσα στη ζάλη της, τους καλνούσε ούλους. Το Γιώργη, το Δημοσθένη, την Κατίνα, μα, πιο συχνά, το Χαράλαμπο και το Νικολάκη. Σ’αυτουνούς σταμάταγε, αφιγκριούνταν* και κάρφωνε τα μάτια της στην πόρτα. Κι όντας καμιά φορά ήρχουνταν στα λοϊκά της, έβγαζε τον καημό της μ’ αναστεναγμούς και κλάματα. «Αυτός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει», έλεγε κι αρχινούσε τα «Άχ, Νικολάκη μ’!», «Αχ, Χαράλαμπε μ’!». Αυτό το βιολί βάστηξε μήνες.
Οι μέρες διάβαιναν, και η κυρά Φωτεινή πιο πολύ έμοιαζε με αποθαμένη, παρά με ζωντανή. Ούλα τα σημάδια έδειχναν πως το κουβάρι της μαζώχτηκε, και πως το μαράζι, που έφαγε το Γιώργη της, θα έτρωγε και την ίδια, ώσπου…
Ήτανε περασμένα μεσάνυχτα, ξημέρωμα Αϊ-Δημητριού, όντας καληνυχτίσαμε τους κουμπάρους μας. Ήρθανε, όπως έκαμναν κι άλλοι χωριανοί τελευταία, να κάμουνε παρέα στην κυρά Φωτεινή. Μόλις πλαγιάσαμε, απανωτά χτυπήματα ακούστηκαν στην οξώπορτα, αντάμα με αντρικές φωνές. «Μάνα! Πατέρα!». Η Χρυσή πετάχτηκε σαν τη σούστα, «τ’ αδέρφια μ’!», είπε και με μια δρασκελιά ξεμαντάλωσε την οξώπορτα. Αμ, η πεθερά μου! Πού βρήκε, αλήθεια, το κουράγιο κι από μισοπεθαμένη σηκώθηκε στο ποδάρι, μέσα στη σκοτίδα;
«Νικολάκη! Χαράλαμπε!» φώναξε η Χρυσή και αγκαλιάστηκαν.
Από κοντά κι η κυρα-Φωτεινή. Δεν ομίλαγε μήτε έκλαιγε. Η φωνή της δεν έβγαινε και το δάκρυ στέρεψε από τα χρόνια. Μονάχα, «τα παλικάρια μ’, τα βλαστάρια μ’!», μπόρεσε να πει, κι ύστερις γίνηκαν ούλοι ένα κουβάρι. Όντας η Χρυσή άναψε τη λάμπα, μέσα στο αχνό φως, φάνηκαν δυο προσώπατα αξουράφιστα κι αγριωπά. Εγώ πρώτη φορά τους αντίκριζα, μα κι οι γυναίκες τρόμαξαν στη θωριά τους. Χρόνια και ζαμάνια είχανε ν’ ανταμωθούν! Έφυγαν αμούστακα παιδιά και γύρισαν άντρες γενάτοι. Σαν χόρτασαν να κοιτιούνται, η κυρά Φωτεινή τράβηξε ίσια στο κονοστάσι. Με χέρια ολότρεμα, κατέβασε την καντήλα, την άναψε κι αρχίνησε να σταυροκοπιέται.
Εκείνοι κοίταξαν ολόγυρα και, μη ξεύροντας, ρώτηξαν για τους άλλους. Τον πατέρα, το Δημοσθένη και την Κατίνα. Δύσκολη η αλήθεια και μεγάλο το φαρμάκι. Πήγε να πει ένα λόγο η Χρυσή, μα δεν τα κατάφερε. Ένας κόμπος σφάλισε τη φωνή της και την έπιασαν τα κλάματα. Σάστισαν. Μας κοίταξαν, κοιτάχτηκαν αναμεταξύ τους, και κέρωσαν! «Ούλοι;», ρώτηξε ο Χαράλαμπος. «Ναι!», έγνεψε η Χρυσή. Αυτοί, που τη ζωή τους δέκα χρόνια στου χάρου τα χέρια την είχανε δοσμένη και τρεις πολέμοι δεν τους γονάτισαν, τώρα, με το αστροπελέκι αυτό, λύγισαν. Τσακισμένοι, έκατσαν καταής, παραδομένοι σ’ ένα βουβό, ασταμάτητο λιγμό. Πάνωθέ τους η Χρυσή.
Και η μάνα, που ούλοι την είχαμε ξοφλημένη, μαζώνοντας όσο κουράγιο τής απόμεινε, σκέπασε με τις φτερούγες της τα παλικάρια της, και ώραν πολλή μοιράστηκαν βουβά τον πόνο της φαμίλιας. Σαν μέρωσαν κι έμαθαν την αλήθεια, ήρθε η ώρα να μάθουμε και για τη δικιά τους τη ζωή, που ξεπέρναγε ακόμα και του πιο τρεχάτου νου το λοϊσμό.
Έδωκαν «παρών» στον τούρκικο στρατό, κι οι δυο αντάμα, την άνοιξη του ’10, στις Μέτρες. Ένα πρωί, οι δρόμοι τους χώρισαν. Το Χαράλαμπο τον έστειλαν στην Αντριανού και το Νικολάκη στη Μυτιλήνη. Αρχές του Θεριστή του ’12, λίγο προτού ξεσπάσει ο πρώτος πόλεμος, ο Χαράλαμπος φεύγει τη νύχτα κρυφά απ’ τη στρατώνα και, μέσα απ’ τα ορμάνια και τους ντερέδες, κατεβαίνει, μετά δέκα ημέρες, στη Ραιδεστό. Δυο μερόνυχτα κρύβεται μέσα στα άχερα σε ένα σαλμανλίκι*, νεροκαμένος και θεονήστικος. Το τρίτο βράδυ, γλιστράει με προφυλάξεις και τρυπώνει σ’ ένα βαπόρι, την ώρα που κινούσε για τον Περαία. Φτάνει εκεί, ξένος σε ξένο τόπο, και ζυγώνει ένανε χωροφύλακα. Λέει ποιος είναι και γυρεύει να τόνε βοθήσει. Σε λίγο, δίχως να το καταλάβει, βρίσκεται ξανά σε στρατώνα. Αυτήνα τη φορά, στον ελληνικό στρατό, στο Γουδί. Από κει, εύζωνας στα Γιάννενα, κατόπι στα Γιαννιτσά και στη Σαλονίκη. «Στο μεγάλο τον πόλεμο», τον Τρυγητή του ’18, έφταξε ίσαμε τη Στρούμνιτσα. Το καλοκαίρι του ’19, τον έστειλαν στη Μικρασία.
Ο Νικολάκης, το ’12, πιάστηκε αιχμάλωτος απ’ τον ελληνικό στρατό, στο μοναστήρι του Λειμώνα, στη Μυτιλήνη, την ημέρα που οι Τούρκοι παράδιναν το νησί. Μετά πέντε μήνες, βρέθηκε στη Μακεδονία στρατιώτης στον ελληνικό στρατό. Το Μάη του ’18, πολέμησε με το τάγμα του Πλαστήρα στο Σκρα και, την άνοιξη του ’20, γύρεψε να τόνε πάνε στη Μικρασία.
Το Φθινόπωρο του ’20, οι μάχες με τον στρατό του Κεμάλ στη γραμμή Κιουτάχειας - Ουσάκ ήταν άγριες, κι οι σκοτωμένοι, κι απ’ τις δυο μεριές, πολλοί. Στον τόπο των σκοτωμένων, ήρχουνταν κάθε ημέρα καινούργιοι. Ένα πρωί, σ’ ένα λόχο του 3ου συντάγματος πεζικού του Κονδύλη, βγήκανε στην αναφορά καμιά εικοσαριά νιοφερμένοι απ’ τη Φιλαδέλφεια και τη Σμύρνη. Πρώτος, ένας κοντούτσικος, μικροκαμωμένος.
«Στρατιώτης πεζικού, Φράγκος Νικόλαος», φωνάζει δυνατά και χαιρετάει σέρτικα.
Η αναφορά κοντεύει να τελειώσει, όντας βγαίνει, προτελευταίος, ένας μεγαλόσωμος. Τα μάτια του είναι καρφωμένα από ώρα, εκεί, στον πρώτο, τον κοντό.
«Στρατιώτης πεζικού, Φράγκος Χαράλαμπος», φωνάζει με τρεμουλιαστή φωνή.
Κοιτάχτηκαν με λαχτάρα. Ο πυρετός τους ανέβηκε. Η καρδιά τους βάραγε δυνατά και το κεφάλι τους πάαινε να σπάσει. Η αναφορά σκόλασε, οι στρατιώτες σκόρπισαν, μα οι δυο στέκουνται εκεί, στο μεϊντάνι, ασάλευτοι, να θωρεί ο ένας τον άλλονα. Μα τι κρίμα! Κανένα σημάδι γνώριμο, εξόν από το μπόι. Οι πολέμοι και οι σκοτωμοί τούς αγρίεψαν. Μαυρισμένοι, με προσώπατα ψημένα, αξουράφιστοι, και με δέκα χρόνια στην πλάτη τους, γίνηκαν αλλιώτικοι. Διστακτικά, αρχίνησαν να ζυγώνουν. Κι όμως, η πορπατησιά ταιριάζει. Έφτασαν στα δυο βήματα. Τρέμοντας, κοιτάζονται βαθιά στα μάτια, όπως κοιτάζονταν παιδιά, τότες που, στο «γιάντες*», ο ένας πολέμαγε να γελάσει τον άλλονα. Και τα μάτια ομίλησαν.
«Νικολάκη!»
«Χαραλάμπη!»
«Αδερφέ!»
Αγκαλιάστηκαν. Δεν έκρεναν. Η φωνή δεν έβγαινε. Ο νους κόντευε να σαλέψει. Ήτανε αλήθεια; Κοιτάζονταν και ξανακοιτάζονταν και δεν πίστευαν στο θάμα. Το μέσα τους ταρακουνήθηκε. Δεν ήταν έτοιμοι ν’ αντέξουνε αυτά τα ασυνταίριαστα που ένοιωθαν εκείνην την ώρα. Το άδικο του δεκάχρονου χωρισμού πίνιγε τη μεγάλη χαρά της αναπάντεχηςς αντάμωσης. Δε βάστηξαν. Ξέσπασαν σ’ ένα κλάμα βουβό. Με τα μάτια σφαλιχτά. Κι όντας οι καρδιές αλάφρωσαν κι άνοιξαν τα μάτια, δεν ήτανε μοναχοί. Ολόγυρα, μαζωμένοι αξιωματικοί και στρατιώτες θωρούσανε αμίλητοι. Τους έκαιγε κι αυτουνούς ο στερεμός των εδικών τους κι ένιωθαν πολύ καλά αυτό που έβλεπαν ομπρός τους.
Γεώργιος Μάνος
ΧΡΟΝΟΙ ΔΙΣΕΚΤΟΙ ΚΑΙ ΜΗΝΕΣ ΟΡΓΙΣΜΕΝΟΙ
Ιστορικό Αφήγημα
Απόσπασμα
Τον Οκτώβριο του 1922, ο Νικολάκης, ο Χαράλαμπος κι η κυρα-Φωτεινή εγκαταστάθηκαν στην Πτολεμαΐδα (Καϊλάρια), όπου σε λίγους μήνες η κυρα-Φωτεινή πέθανε. Ύστερα από ένα χρόνο, τα δυο αδέρφια εγκατέλειψαν την Πτολεμαΐδα και εγκαταστάθηκαν στα Νέα Μουδανιά, στη γειτονιά της Παναγίας Κορυφινής, όπου ζουν σήμερα οι απόγονοί τους.
Μπορεί να είναι εικόνα χάρτης
Εσείς, Αστερίου-Καβάζη Κατερίνα, Ζωή Βεσυροπούλου και 578 ακόμη
184 σχόλια
54 κοινοποιήσεις
Μου αρέσει!
Σχόλιο
Κοινοποίηση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)