Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2021

Georgios Manos- Στη μνήμη του παπ-Ανέστη. Η συγκλονιστική του ομιλία την παραμονή του ξεριζωμού στο Άκαλαν της Κωνσταντινούπολης.

 Georgios Manos

Στη μνήμη του παπ-Ανέστη.

Η συγκλονιστική του ομιλία
την παραμονή του ξεριζωμού
στο Άκαλαν της Κωνσταντινούπολης.
Πέθανε στις 2 Ιανουαρίου 1970
στο Μοναστηράκι Σερρών.
Η καμπάνα του χωριού βάρεσε για στερνή φορά. Αχ, αυτή η καμπάνα! Θαρρείς και βάρειε στην καρδιά. Η εκκλησία γιόμοσε, κι άλλοι δε χωρούνε να μπούνε. Δεν ακούγεται τσιμουδιά. Ακόμα και τα παιδιά σωπαίνουν.
Ο παπ’-Ανέστης απόσωσε τη λειτουργία του και πριν απ’ το «δι’ ευχών» ανέβηκε στο δεσποτικό.
«Χωριανοί! Είναι, στ’ αλήθεια, μεγάλη η πίκρα που νιώθουμε σήμερις. Βαρύς ο πόνος, ασήκωτος! Κατάρα, να παρατάς το σπίτι σου, το βιος σου, τη βολή σου και να φεύγεις σε τόπο ξένο μ’ ένα μπόγο στην πλάτη, σαν τον κατσίβελο. Και να μην ξεύρεις πού θα πας και τι θα έβρεις. Ο κλήρος έπεσε στη γενιά τη δικιά μας, να είμαστε οι τελευταίοι Ρωμιοί σ’ αυτόνα τον τόπο. Ό,τι δεν κατάφεραν τόσοι και τόσοι οχτροί εδώ και χιλιάδες χρόνια, ο Τούρκος, αποδώ είχε, αποκεί είχε, το κατάφερε. Δε μας άξιζε τέτοια πλερωμή, γιατί δεν έφταιξαμε σε τίποτες. Με το δίκιο μας έκλαψαμε, ύβρισαμε, βλαστήμσαμε. Μα τώρα μήτε τα κλάματα ωφελούνε μήτε οι βλαστήμιες. Είναι ώρα, να σταθούμε ορτιοί, να πατήσουμε στα ποδάρια μας, να δείξουμε ότι είμαστε Ρωμιοί. Να μη λυγίσει η καρδιά μας. Να ξεχωρίσουμε τα μεγάλα απ’ τα μικρά. Αυτά που χάνουνται παντοτινά, απ’ αυτά που ξαναγένουνται. Κι εκείνοι που χάνουνται και δεν ξαναγυρνούνε, είναι οι ανθρώποι. Εμείς, τουλάιστον, μέσα σ’ ούλην αυτήνα την αντάρα, είμαστε τυχεροί. Φεύγουμε δίχως να χάσουμε ανθρώπους. Το βιος ξαναγένεται. Τα ντουβάρια ξαναχτίζουνται. Εμείς είμαστε σαν την αγριάδα. Όπου και να βρεθούμε ριζώνουμε και καρπίζουμε.
»Γι’ αυτό, ας πούμε δόξα τω Θεώ, κι ούλα θα πάνε καλά. Μα για να έχουμε τη χάρη του Θεού, δε θ’ αστοχήσουμε τα ιερά μας και τα άια. Εδώ μέσα, θ’ αφήκουμε μονάχα τα ντουβάρια. Κονίσματα, λάβαρα, ξεφτέρια, ο Χριστός, ο Σταυρός, το ευαγγέλιο, η κολυμπήθρα, οι καντήλες, ούλα θα σηκωθούνε. Θα τα πάρουμε μαζί μας. Ακόμα και τις καμπάνες. Κι όσα δεν ημπορούμε να κουβανήσουμε, θα τα βγάλουμε όξω και θα τα κάψουμε. Να μην πέσουνε στα χέρια των αγαρηνών και τα μουρνταρέψουνε.
»Κι ένα τελευταίο. Κλαίμε ούλοι για την Πατρίδα μας, μα κι αυτήνα θα τήνε πάρουμε μαζί μας. Θα τήνε βάλουμε βαθιά μέσα στην καρδιά μας και στην ψυχή μας, και θα την κουβανήσουμε ζουντανή στον καινούργιο τον τόπο. Κι εκεί, θα τήνε μπολιάσουμε στα παιδιά μας και στ’ αγγόνια μας, κι αυτά στα δικά τους παιδιά και στα δικά τους αγγόνια. Για να ξεύρουνε ποια είναι η φύτρα τους, από πού ήρτανε τα γονικά τους. Κι όσα χρόνια και να διαβούνε, η Πατρίδα μας θα ζει! Και δεν ξεύρετε, καμιά φορά… έχει ο καιρός γυρίσματα. Ο Θεός μαζί μας!»
Με το «δι’ ευχών», μας μοίρασε τα κονίσματα απ’ το κονοστάσι, ντύλιξε σε καθαρό σεντόνι την Παναΐα, το βαγγέλιο και το σταυρό, και ξήλωσε την Αγια-Τράπεζα. Τελευταία, γύρεψε να βγάλουμε όξω τα στασίδια, το δεσποτικό κι ότι απόμεινε απ’ το κονοστάσι, και τα ’βαλε φωτιά.
Ύστερις, πήραμε ούλοι το μονοπάτι για τη βουβή πολιτεία με τα κυπαρίσσια. Για ένα τρισάγιο, λίγο θυμιάμα κι ένα κερί, σ’ αυτουνούς που από αύριο θ’ απόμισκαν ολότελα μονάχοι. Ο παπάς διάβασε τα ψυχοχάρτια, θύμιασε, κι έχυσε κι από μια κανάτα νερό. Σαν πέρασε απ’ ούλα τα μνήματα, «άιντε, τώρα να κοιτάξουμε και τους ζουντανούς», είπε και κίνησε για το χωριό. Δύσκολος εκείνος ο χωρισμός, ιδίως για όσους είχανε εκεί παραχωμένα τα παιδιά τους! Τα δάκρυα περίσσεψαν. Αμίλητοι και με τα ποδάρια κουρσούμια, γυρίσαμε στα σπίτια μας. Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε κανείνας.
Γεώργιος Μάνος
ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΗΤΑΝΕ ΑΛΛΙΩΣ
Ιστορικό αφήγημα
Εκδόσεις Λόγος & Εικόνα
Απόσπασμα
Στη φωτογραφία
Ο παπ-Ανέστης με συγχωριανούς του
έξω από τον Αϊ-Γιώργη στο Μοναστηράκι Σερρών.
Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο, στέκεται
25

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)