Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2020

Χρῆστος Γιανναρᾶς Δεν είναι, ετοιμάζονται να γίνουν πολίτες

 

Posted: 11 Oct 2020 10:12 PM PDT

Εύγλωττη φωτογραφία: Καμιά τριανταριά εφηβάκια, μαθητές και μαθήτριες Γυμνασίου, κάθονται αποκαμωμένα στα σκαλοπάτια, μπροστά από την κλειδωμένη, με αλυσίδα και λουκέτο, εξώθυρα του σχολειού τους. Δίπλα σε κάθε απαυδησμένο παιδί, ακουμπισμένη μια μικρή, με ξύλινη λαβή, κόκκινη σημαία. Οχι χειροποίητη. Σαφέστατα και αυτονόητα, τις ομοιόμορφες κόκκινες σημαίες τις έχει μοιράσει στα παιδιά «το κόμμα».

Σε μια πολιτεία, που ο μέσος όρος της κατά κεφαλήν καλλιέργειας θα ξεπερνούσε ευδιάκριτα τον κρετινισμό, το ίδιο βράδυ η αστυνομία θα είχε εντοπίσει, με βεβαιότητα, ποιο κόμμα ή ποιο γκρουπούσκουλο είχε μοιράσει τις σημαίες στα εφηβάκια. Το ίδιο βράδυ, ο αρμόδιος εισαγγελέας θα είχε απαγορεύσει τη λειτουργία του συγκεκριμένου κόμματος και θα είχε μηνύσει τους αυτουργούς της διανομής.

Μια κοινωνία που μάχεται τον κρετινισμό τόσο όσο και τη διαφθορά, απαγορεύει σε κάθε επαγγελματία πολιτικάντη, όπως και στον οποιοδήποτε πρεζάκια ή προαγωγό, να κάνει καριέρα (ή να βγάζει λεφτά) ασελγώντας στις ψυχές εφήβων. Γιατί είναι ασέλγεια η πολιτική; Διότι ο μαθητής του σχολείου δεν είναι ακόμα πολίτης, στο σχολειό ετοιμάζεται γι’ αυτή την τιμή και την ευθύνη. Πολίτης ψηφοφόρος να γίνει, υπεύθυνος για τις επιλογές του, με κριτική σκέψη και αρχές δημοκρατίας, όχι θύμα εντυπωσιασμού της αγοράς. Οποιο κόμμα (ή απόπειρα κόμματος) υπονομεύει αυτή την προϋπόθεση της δημοκρατίας, παραπέμπεται στον εισαγγελέα ως απατεώνας.

Δεν είναι μάταιο ούτε παράλογο ούτε αυταρχικό να απαιτούμε να προστατεύεται από τον εισαγγελέα και την αστυνομία η λειτουργία της δημοκρατίας. Αν πιστεύουμε ότι η δημοκρατία είναι κατόρθωμα, όχι πεδίο ανεξέλεγκτης και ατιμώρητης αυθαιρεσίας, τότε το μη κατόρθωμα (η πλαστογράφηση του πολιτεύματος, η καπηλεία του) είναι κοινωνικό έγκλημα. Αυτή η στοιχειώδης λογική παραβιάζεται βάναυσα στη χώρα μας, καθημερινά, πολλές δεκαετίες τώρα, χωρίς την παραμικρή κοινωνική αντίδραση, διαμαρτυρία, ποινική συνέπεια.

Η επίσημα κατεστημένη ολοκληρωτική κυριαρχία των «κομματικών νεολαιών» στα πανεπιστήμια, είναι παγιωμένο πια στίγμα ντροπής, που όσο γίνεται ανεκτό, κάθε άλλος εκπαιδευτικός πρωτογονισμός μοιάζει ασήμαντη λεπτομέρεια. Ποιος να παλέψει για αξιοκρατία, για «ελευθερία διακίνησης ιδεών», για επιστημονική αμεροληψία, για εκλογική εντιμότητα στη στελέχωση των ανώτατων παιδευτικών και ερευνητικών ιδρυμάτων, για στοιχειώδη σοβαρότητα κρατικών βραβείων και διακρίσεων, όταν ο κομματικός κρετινισμός είναι επισήμως ανεκτός να διαφεντεύει τα πανεπιστήμια και τα σχολειά;

Η εύγλωττη φωτογραφία, με την οποία ξεκινήσαμε (τα άγουρα παιδιά, με τις ίδιες όλα κομματικές σημαιούλες, να βεβαιώνουν τον ευνουχισμό σκέψης, κρίσης, φαντασίας τους στην πρώιμη κιόλας εφηβεία) είναι εικόνα ιστορικού τέλους μιας κοινωνίας που έχει παθητικά αυτεγκαταλειφθεί στην παρακμή της. Τα παιδιά με τις σημαιούλες αναμηρυκάζουν υπαγορευμένες αφελέστατες κοινοτοπίες σαν δήθεν αιτήματα, που αν δεν ικανοποιηθούν, δεν θα ξαναμπούν στις τάξεις. Η θλίψη δεν είναι για τα αιτήματα, είναι για τη μικρόνοια να προβάλλουν την αφελή κοινοτοπία σαν «δικαίωμα» τα παιδιά του σχολείου.

Κάθε «δικαίωμα» πηγάζει από κάποιο Δίκαιο, κάθε Δίκαιο από κάποιο όραμα – στόχο κοινωνικής λειτουργικότητας. Σε ποια κοινωνική λειτουργικότητα προσβλέπουν τα παιδιά με τις κόκκινες σημαιούλες; Αποκλειστικά και μόνο στους παραλογισμούς Δικαίου, του «Δικαίου» εμπορευσιμότητας που υπαγορεύει την κομματική συνθηματολογία για να σαγηνεύσει τα παιδιά: Να έχουν τα σχολεία διπλάσιους δασκάλους, οι δάσκαλοι να μη βαθμολογούν, επομένως να καταργηθούν οι εξετάσεις και κάθε αξιολόγηση, η επάρατη αριστεία, οι βραβεύσεις.

Αυτά όλα τα αιτήματα, για να μην πολυλογούμε και μπερδευόμαστε, τα συνοψίζει σιωπηρά η κόκκινη σημαιούλα. Που για να μην τη λέμε «κομμουνισμό» –η λέξη μυρίζει αίμα αδελφοκτονίας και κόλαση Γκουλάγκ– τη σημαία τη λέμε «δικαίωμα». Η λέξη κολακεύει και παραμυθιάζει την εφηβεία, συνταιριάζει απόλυτα με τη γοητεία που ασκούν μπαλόνια και σημαιάκια «της Αριστεράς και της Προόδου». Σαγήνεψε η λέξη «δικαίωμα» όλους, μα όλους τους υπουργούς μας Παιδείας, οποιασδήποτε κοπής και ραφής. Και όσο μεγαλύτερη η αγραμματοσύνη τους ή και η μικρόνοια, τόσο πιο άνετη (δηλαδή αδιάντροπη) η παπαγαλία της «αριστερής» προοδευτικής αρλούμπας.

Δεν ξέρω αν υπάρχει στον πλανήτη άλλος λαός, που να έχει τόσο υποτιμήσει την κριτική του σκέψη και την ιστορική του μνήμη: Εβδομήντα χρόνια μετά από ένα οργανωμένο έγκλημα ένοπλης ανταρσίας, κόμματος ιδεολογικά ξενόφερτου, έξωθεν χρηματοδοτούμενου και εξοπλιζόμενου, με οργανωμένο στρατό, συγκροτημένο, σε ποσοστό 90%, από βιαίως στρατολογημένους, αυτό το κόμμα, με τη λεοντή κοινοβουλευτικής ψιμυθίωσης, επιβάλλει τις συμβολικές του σημαιούλες στα σχολειά, προετοιμάζει, από την ντοπαρισμένη πιτσιρικαρία, τους αυριανούς αιθεροβάμονες νοσταλγούς του «παραδείσιου» ολοκληρωτισμού.

Μια οργανωμένη συλλογικότητα σώζει την αξιοπρέπεια, σοβαρότητα και εντιμότητά της, όταν οι λειτουργικοί της θεσμοί αποκλείουν καταγωγικά κάθε αμνήστευση της κακοπιστίας, της αρπακτικής ιδιοτέλειας, των σκοπιμοτήτων ιδεολογικής μωρολογίας. Κάθε συλλογικότητα δεν κατορθώνει οπωσδήποτε να συγκροτήσει κοινωνία. Γι’ αυτό και είναι άθλημα ασταμάτητο η πολιτική, στίβος του αθλήματος αριστείας και πληρότητας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)