Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

Xρήστος Γιανναράς-Πρωτογονισμός και ''εποικοδόμημα''.

Posted: 21 Dec 2014 11:51 PM PST
Ε​​βδομάδα γιορτής των Χριστουγέννων και μια «σφυγμομέτρηση» της κοινής γνώμης για το γεγονός της γιορτής θα πρόσφερε, σίγουρα, πλούσιο υλικό κοινωνιογνωσίας. Ποιο ποσοστό του πληθυσμού σώζει ακόμα ίχνη «υπαρξιακού προβληματισμού», έχει ερωτήματα που μπορεί να επιφέρουν ρωγμές στην απανθρωπία της ιστορικο-υλιστικής μονοτροπίας των καιρών μας, ποιο ποσοστό εξακολουθεί να ανέχεται τα στερεότυπα μιας κατεστημένης «γιορτινής» κενολογίας.
Αντιπαλεύοντας τον «τρόπο» του «υπαρκτού σοσιαλισμού» οι κοινωνίες της «φιλελεύθερης οικονομίας» είχαν επιστρατεύσει ρομαντικά ρητορικά προσχήματα ιδεαλισμού. Εκρυβαν επιμελέστατα την κοινή καταγωγή καπιταλισμού και μαρξισμού από την ίδια μήτρα: τον Ιστορικό Υλισμό. Επινόησαν την ετικέτα της «χριστιανοδημοκρατίας» καλλιεργώντας με θαυμαστή αποτελεσματικότητα την ψευδαίσθηση ότι οι στυγνοί νόμοι της «ελευθερίας των αγορών» (νόμοι φυσικής επιλογής, επιβίωσης του ισχυροτέρου, άτεγκτης ανταγωνιστικότητας) μπορούν να συνταιριαστούν με έναν θρησκειοποιημένο Χριστιανισμό, ατομοκεντρικής, «πνευματικά» αιτιολογημένης, ωφελιμοθηρίας.
Η παράσταση κράτησε ώς τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Τότε, στις κοινωνίες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» οι συγκυρίες ξεγύμνωσαν αποκαλυπτικά τα ιδεολογήματα που συντηρούσαν την ψευδαίσθηση της αντιπαλότητας: Αποκάλυψαν τους εμφανιζόμενους ως αντιπάλους, μαρξισμό και καπιταλισμό, σε σιαμαία συμφυΐα – δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, του Ιστορικού Υλισμού. Τα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» κατέρρευσαν, όχι γιατί απέρριπταν πια τον Ιστορικό Υλισμό, αλλά επειδή λαχταρούσαν περισσότερον Ιστορικό Υλισμό: Ηθελαν μπλου-τζηνς, καλλυντικά, πορνογραφία, «ελευθερία» ανεμπόδιστων ατομικών καταναλωτικών επιλογών.
Τότε και ο «υπαρκτός καπιταλισμός» απέβαλε επιτέλους τα προσωπεία: αρνήθηκε κάθε χαλινό στην κατάφαση των ενστικτωδών ενορμήσεων, των νόμων της ζούγκλας: Οι εκλεγμένες κυβερνήσεις, οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί, ο συνδικαλισμός, οι διακηρύξεις των «δικαιωμάτων», η «τέταρτη εξουσία» της πληροφόρησης, απόμειναν ανυπόστατες σκιές, διακοσμητικό ντεκόρ στην απάνθρωπη, πλανητική εξουσία των κερδοσκόπων. Το νόμισμα αυτονομήθηκε από τις παραγωγικές και ανταλλακτικές ανθρώπινες σχέσεις, έγινε αφηρημένο «λογιστικό» χρήμα υπηρετικό ενός τερατώδους, ανίερου τζόγου με ανεξέλεγκτους παίκτες.
Οπως στα κομμουνιστικά καθεστώτα η «κεντρικά ελεγχόμενη οικονομία» κατάργησε την πολιτική και την υποκατέστησε με αυθαίρετες τυραννικές δικτατορίες που η καθεμιά επέβαλε τη δική της «νομενκλατούρα», έτσι και η «φιλελεύθερη» οικονομία καταργεί σήμερα απροκάλυπτα την πολιτική, την υποκαθιστά με παντοδύναμα παντελώς ανεξέλεγκτα οικονομικά «διευθυντήρια». Ιδιωτικοί οίκοι αξιολογούν τις οικονομίες κρατών, βαθμολογούν τη δανειοληπτική τους αξιοπιστία – δηλαδή αποφασίζουν ποια κοινωνία θα ευνοηθεί να ευημερήσει, ποια θα βυθιστεί σε λιμό, σε απόγνωση. Με φρενήρη ρυθμό εκποιούνται κοινωνικές περιουσίες λαών, εισάγονται στο πλανητικό καζίνο του χρηματιστηριακού παιγνίου, με ευφημισμούς ιταμής αναίδειας: όπως, το να θεωρείται ο παλιμβαρβαρισμός των «ιδιωτικοποιήσεων» κορύφωμα «εκσυγχρονισμού» και «προόδου».
Ισως για πρώτη φορά στα χρόνια μας, δυο χιλιετίες μετά Χριστόν, οι άνθρωποι να «γιορτάζουμε» Χριστούγεννα με ριζικά αντεστραμμένους, σε παγκόσμια κλίμακα, τους όρους κατανόησης της Γιορτής. Γιορτή, τώρα πια, είναι μια σύμβαση καθαρά χρηστική: συντηρούμε γραφικότητες συναισθηματικού χαρακτήρα, μόνο για την απόλαυση λίγης αργίας από τη βιοπάλη (αν η βιοπάλη δεν έχει ακυρωθεί από το μαρτύριο της ανεργίας) και με κυρίως στόχο «να κινηθεί η αγορά». Η Γιορτή αρχίζει και τελειώνει στον διάκοσμο –«δέντρο», δώρα, κάλαντα, τραπέζι ευωχίας, γιρλάντες στα μπαλκόνια και στις εξώθυρες– όλα συναρτήσεις του δείχτη καταναλωτικής ευχέρειας. Οι άνθρωποι μοιάζει να έχουμε παλινδρομήσει σε έναν απίστευτο πρωτογονισμό, δίχως καν ερωτήματα για «νόημα» (αιτία και σκοπό) της ύπαρξης, του κόσμου, της Ιστορίας.
Η λέξη «απανθρωπία» κυριολεκτεί: Χάνεται «το κυρίως ανθρώπινον» –ο άνθρωπος προσπερνάει την όποια χαρά ή θλίψη, την επιτυχία ή την απόγνωση, τον έρωτα ή τη μοναξιά, τις προοπτικές της ζωής ή την εγγύτητα του θανάτου, χωρίς περιέργεια ή κριτήριο για την ποιότητα, την αλήθεια ή την ψευδαίσθηση. Προσπερνάει αδιάφορος το αίνιγμα του κάλλους –γιατί τα χρώματα, γιατί η ετερότητα, γιατί η ενεργούμενη μοναδικότητα στο βλέμμα, στο χαμόγελο, στη χειρονομία, στη ζεστασιά της φωνής. Τα μετράμε όλα σήμερα με μέτρο την ωφελιμότητα της χρήσης, όχι την έκπληξη (αλλά και το ρίσκο) της σχέσης. Είναι ο θρίαμβος του Ιστορικού Υλισμού, ο «μετά θάνατον» του μαρξισμού θρίαμβος.
Στην Ελλάδα έχουμε ιστορικο-υλιστικό πρωτογονισμό ακατέργαστον. Αλλά και ιδεαλιστικό «εποικοδόμημα» υπερτροφικό: Υποχρεωτικό μάθημα θρησκευτικών στα σχολειά. Δύο Θεολογικές Σχολές, με τέσσερα Τμήματα, στα πανεπιστήμια Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Τέσσερις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες. Κάθε Κυριακή τη λειτουργία με κήρυγμα από την κρατική τηλεόραση. Ραδιοφωνικούς σταθμούς της αρχιεπισκοπής και μητροπόλεων. Πλημμυρίδα θρησκευτικών εντύπων – κάθε μητρόπολη το περιοδικό της, αλλά και ενορίες, χώρια τα έντυπα των ποικιλώνυμων θρησκευτικών οργανώσεων. Και με όλον αυτόν τον κηρυγματικό καταιγισμό, η ελλαδική κοινωνία σήμερα είναι ανατριχιαστικά ακατήχητη. Αγνοεί ακόμα και τα στοιχειώδη της εγκυκλοπαιδικής ενημέρωσης.

Το αποδείχνουν οι πολιτικοί, όταν τολμάνε διαγγέλματα Πάσχα, Χριστούγεννα, Δεκαπενταύγουστο. Το ίδιο και οι δημοσιογράφοι, δημοσιογραφούντες λόγιοι, ραδιοτηλεοπτικοί σχολιαστές, συγγραφείς και κορυφαίοι των Γραμμάτων που φιλοδοξούν αναμέτρηση με μεταφυσικά ερωτήματα. Το πιο αποκαρδιωτικό είναι το επίπεδο προφορικού και γραπτού λόγου των επισκόπων και ιεροκηρύκων – οι τρεις χρονολογικά τελευταίοι αρχιεπίσκοποι φόρτωσαν στο επισκοπικό σώμα τόσην αμάθεια, μικρόνοια και εξηλιθιωμένη στρέβλωση της εκκλησιαστικής μαρτυρίας που, πραγματικά, το φαινόμενο προκαλεί κατάθλιψη ή πανικό.

Ομως σώζεται, ακόμα, η έμπρακτη μαρτυρία της λατρείας: Η αποκαλυπτική δραματουργία, η ιλιγγιώδης ποίηση της υμνολογίας. Ο έρωτας που χωράει στη γλώσσα. Ο «τρόπος» εισόδου στη ρεαλιστική χαρά της Γιορτής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)