Σήμερα γάμος γίνεται.
Όκλαλι Κωνσταντινούπολης, άνοιξη 1921.
1910. Μόλις αρραβωνιάστηκε τη Θεανώ, ο Νικολής κατατάχτηκε στον τούρκικο στρατό. Πήρε μέρος σε όλους τους πολέμους από το 1912 ως το 1918. Η λήξη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου τον Οκτώβριο του 1918, τον βρήκε στο Χαλέπι της Συρίας. Έκανε δυο χρόνια να γυρίσει με τα πόδια στο χωριό του. Γύρισε το Νοέμβριο του 1920, κουβαλώντας και τον Διαμαντή, τον συγχωριανό του, που είχε τυφλωθεί από την πορεία τους μέσα στην έρημο.
Δέκα χρόνια έκανε να γυρίσει ο Νικολής, δέκα χρόνια τον περίμενε η Θεανώ. Προξενιά βγήκανε πολλά, μα εκείνη ήταν αποφασισμένη.
«Δεν παντρεύομαι άλλον. Θα περιμένω το Νικολή. Το σκέφτεστε να παντρευτώ άλλον, και να γυρίσει ο Νικολής μου;» έλεγε και περίμενε.
Ο γάμος έγινε την Κυριακή μετά του Θωμά το 1921, και όλο το χωριό ήταν εκεί.
Η ιστορία είναι αληθινή, και τα πρόσωπα με το πραγματικό τους όνομα.
Αφηγητής ο παππούς ο Χρύσανθος, αδερφός της Θεανώς.
Δημοσιεύεται στα πλαίσια της επετείου των 100 χρόνων από την ίδρυση του χωριού μου, τη Νέα Δήμητρα Κιλκίς, το 1924.
Απόσπασμα από το βιβλίο μου
«Χρόνοι δίσεκτοι και μήνες οργισμένοι»
Ιστορικό αφήγημα
Τρίτη έκδοση 2022
Εκδόσεις Λόγος & Εικόνα
Οι φωτογραφίες από γάμους στη Νέα Δήμητρα τη δεκαετία του 1960, από το αρχείο της συμπατριώτισσάς μου ερευνήτριας Ελένης Τσιφτσόγλου, την οποία ευχαριστώ θερμά.
*****
(Γλέντι το Σαββατόβραδο)
Σαν αποσώθκαν οι ευκές και τα φαγιά τελέψαν,
τα όργανα εβάρεσαν σκοπό για τα ζευγάρια.
Καρσιλαμάδες πηδηχτούς, που θέλουνε πνεμόνια.
Μπορεί απ’ το αρχίνημα πολλοί να σηκωθήκαν,
μα όσο βάραγε ο σκοπός, οι χορευτές αριεύαν (αραίωναν).
Στο τέλος απομείνανε μονάχα δυο ζευγάρια,
που το ’λεγε η καρδούλα τους κι ίδρο δε χαμπαρίζαν.
Σκέρτσα, τσαλίμια και στροφές, δεν είν’ εύκολο πράμα.
Το ίδιο κι ο κασάπικος, που βάρεσε κατόπι.
Βαρύς βαρύς, σαν κίναγε, σε γέλαγε να έμπεις,
μα λίγο υστερότερα, μετάνιωνες που μπήκες.
Δεν ήταν πράμα εύκολο ψαλιδωτά να τρέχεις,
κι οι πιο πολλοί, στα γλήγορα, έκατσαν στα τραπέζια.
Η ζεμπεκιά, σαν βάρεσε, οι νιοι έκαμαν τόπο
σ’ ανθρώπους γεροντότερους να βγούνε, για να δείξουν,
πως η ψυχή δε γέρασε κι έχει κουράγιο ακόμα.
Κορμί στητό, βήμα βαρύ, τσαλίμια μετρημένα,
με το γελέκ’ ξεκούμπωτο και το ζουνάρ’ σφιγμένο,
μάθημα για τους νιότερους, πώς πρέπει να χορεύουν.
Ίσαμε τα χαράματα εσούρντισε το γλέντι (τράβηξε σε μάκρος)
κι αν ήταν τρόπος θα ’φτανε μέχρι το μεσημέρι.
Μα μια ψιχάλα που έπιασε, εκεί κατά τις πέντε,
ήτανε δώρο από Θεού, και οι χοροί σκολάσαν.
Καιρός να ξαποστάσουμε, γιατί κι η άλλη μέρα,
ίσαμε τη στεφάνωση, είχε μεγάλο δρόμο.
Την Κυριακή στις δώδεκα, σαν έντυσαν τη νύφη
οι θείες, οι γειτόνισσες, οι φίλες κι οι ξαδέρφες,
«αλά μπρατσέτο» πιάσαμε, εγώ κι ο Αριστείδης,
και η μεγάλη οξώπορτα άνοιξε για να βγούμε.
Κόσμος πολύς στρουμώχτηκε, τρόγυρα από την πόρτα,
και ούλοι καρτερούσανε τη Θεανώ να διούνε.
΄Hτανε νύφη έμορφη, στ’ αλήθεια, η αδερφή μου!
Τότες, η μάνα βγαίν’ ομπρός, τα όργανα φωνάζει
και δίνει την παραγγελιά που πρέπει να βαρέσουν.
«Θέλω του χωρισμού σκοπό, της μάνας απ’ την κόρη!»
Κι ευτύς, σκοπός ακούστηκε βαρύς και λυπημένος:
Γυρίζω μάνα και σε προσκυνώ,
δώσε με την ευχή σου,
και πες πως δεν με έκαμες
και δε μ’ έχεις παιδί σου…
Η μάνα τήνε σταύρωσε, τη φίλησε κατόπι
και με φωνή τρεμάμενη έδωκε την ευκή της.
«Σε εύκομαι, πουλάκι μου, στο σπιτικό που θα ’μπεις,
μονάχα γέλια και χαρές, απ’ το πρωί ως το βράδυ,
ν’ αντιλαλούν ολόγυρα και λύπη να μη νιώσεις.
Μα αν τύχει και στο δρόμο σου τη λύπη ανταμώσεις,
πες της στο πλάι να σταθεί, για να την προσπεράσεις.
Κι αν κάμει πως στα λόγια σου καμιά δε δίνει βάση,
θα βγάλεις δυνατή φωνή κι εμένα θα φωνάξεις.
“Μάνα τρέξε, βοήθεια η κόρη σου ζητάει!”.
Κι όσο να σβήσ’ ο λόγος σου, εγώ θα είμαι ομπρός σου».
Ήτανε ώρες δύσκολες για μάνα και για κόρη,
μα έτσι τα κανόνισε Εκείνος εκεί πάνω.
Την ίδιαν ώρα, ολόγυρα, γνωστές και φιλινάδες
κουλίκα (πίτα) εμοιράζανε που, απ’ τα χτες ακόμα,
νύχτα, στης νύφης έφτασε, απ’ το γαμπρό πεσκέσι.
Ο δρόμος για την εκκλησιά μικρός μπορεί να ήταν,
μα βάστηξε ώραν πολλή, όσο να τον διαβούμε.
Οι χορευτάδες είχανε, εκεί, τον πρώτο λόγο!
Όσο βαριά το ήθελαν, τόσο τον πορπατούσαν.
Κι όσο η χαρτούρα έπεφτε ομπρός απ’ τα παιχνίδια,
τόσο ξελαρυγγίζονταν οι τρεις παιχνιδιαραίοι.
Και να, μια στάση εδωγιά και στάση παρακείθε,
και να, της νύφης το ρακί ν’ αδειάζει τα μπουκάλια!
Απ’ τα πολλά, σαν φτάσαμε στην πόρτα τ’ Αϊ-Γιώργη,
ας είν’ καλά ο δέσποτας που κόσεψε (έτρεξε) με βιάση
και μπήκε ομπρός στα όργανα, και οι σκοποί κοπήκαν.
Αλλιώς, ως το σουρούπωμα ακόμα θα βαρούσαν!
Μετά απ’ τα στεφανώματα, όξω απ’ τον Αη-Γιώργη,
σαν βγήκε η νύφη κι ο γαμπρός κι άδειασ’ η εκκλησία,
παραγγελιά στα όργανα δόθηκε να βαρέσουν
άλλο σκοπό, αρχοντικό, που ταίριαζε στην ώρα.
Αυτός ήταν αλλιώτικος, δεν ήταν για τον κόσμο.
Οι νιόπαντροι, τα κουμπαριά, συμπέθεροι και σόγια,
μονάχα αυτοί ήταν σωστό να μπούνε να χορέψουν.
Δική τους ώρα ήτανε κι αυτό το ξεύραν ούλοι.
΄Hταν σκοπός που ταίριαζε στο νιόπαντρο ζευγάρι.
Σήμερις λάμπει ο ουρανός,
Σήμερις λάμπει η μέρα,
σήμερις στεφανώνεται,
ο αητός την περιστέρα…
Ο κόσμος δεν κρατήθηκε κι άρχισε να φωνάζει.
«Μπράβο σας! Είστε άξιοι!». Και μέσ’ απ’ την καρδιά τους
κι άλλες ευκές τούς έλεγαν, σαν να ’τανε δικοί τους.
Γιατί αυτά τα δυο παιδιά, δικά τους τα θαρρούσαν
κι ήθελαν με τον τρόπο τους αυτό να τους το δείξουν.
Το βράδυ μαζωχτήκαμε στου Νικολή το σπίτι
και οι χοροί σαν βάρεσαν, χαράματα μας βρήκαν.
Ήμασταν τώρα ούλοι εκεί, κι από τα δυο τα σόγια,
μιας κι ήρθανε και σμίξανε οι δυο οι φαμελιές μας.
Εκεί πρωτοακούστηκε κι ένας σκοπός καινούργιος,
που βάρεσαν τα όργανα, και γλύκανε τ’ αυτιά μας,
παραγγελιά της Θεανώς, δώρο στο Νικολή της.
Μάτια μου, μάτια, μάτια μου,
των εματιών μου μάτια,
τα μάτια μου δεν είδιανε
σαν τα δικά σου μάτια…
Όλες οι αντιδράσεις:
1Costas Tsiantis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου