Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2022

Σκέψεις - του Μίκη Θεοδωράκη 29.1.2009. Φίλοι του Μίκη Θεοδωράκη (αναδημοσίευση)



Σκέψεις - του Μίκη Θεοδωράκη 29.1.2009

Η Τέχνη είναι διάλογος ανάμεσα στον δημιουργό και ένα συγκεκριμένο κοινό στο οποίο απευθύνεται. Αν αυτή η «αρχή» αφορά όλα τα είδη της Τέχνης, για το Τραγούδι είναι άμεση και καταλυτική, μιας και ο τραγουδοποιός έχει ως κύριο σκοπό να τραγουδηθεί κατ’ αρχήν από το συγκεκριμένο κοινό του τόπου και της εποχής του, από το οποίο εμπνέεται και στο οποίο απευθύνεται. Με άλλα λόγια υπηρετεί μιαν συγκεκριμένη κοινωνική λειτουργία και ανθρώπινη ανάγκη, που εμφανίζεται από την εποχή των προϊστορικών και πρωτόγονων ανθρώπινων ομάδων και πιθανόν πριν ακόμα ανακαλύψουν άλλους τρόπους αλληλοσυνεννόησης, όπως λ.χ. την γλώσσα.

Περνώντας στην εποχή μας, όπου οι κάθε είδους αλλαγές συντελούνται με όλο και πιο γρήγορους ρυθμούς, κυρίως λόγω της εμποροβιομηχανοποιήσεως των τραγουδιών, είναι φυσικό τα είδη του τραγουδιού να αλλάζουν, όχι πια από εποχή σε εποχή αλλά σχεδόν από χρόνο σε χρόνο. Αν θέλουμε λοιπόν να είμαστε ρεαλιστές, τότε θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι από την άποψη της αμεσότητας και της λειτουργικότητας κάθε εποχή έχει τα δικά της τραγούδια και τους δικούς της τραγουδοποιούς. Που όσο περισσότερο διεθνοποιείται η ζωή μας (οπότε οι ξένες επιδράσεις γίνονται πιο άμεσες) τα χάσματα από είδος σε είδος τραγουδιού, δηλαδή από χρόνο σε χρόνο, γίνονται ολοένα και πιο βαθειά, έτσι που να παύει τελικά η όποια σχέση με το παρελθόν. Γιατί το λειτουργικό τραγούδι, σε αντίθεση με τα άλλα είδη τέχνης, πρέπει για να είναι ζωντανό, να είναι επικαιρικό, δηλαδή να ταυτίζεται με τα νέα ήθη και έθιμα, την εξέλιξη της τεχνολογίας και την αλλαγή ψυχοσύνθεσης και νοοτροπίας που προχωρεί και αλλάζει με όλο και πιο γρήγορους ρυθμούς.

Μετά τα όσα είπα πιο πριν και σε ό,τι με αφορά, πρέπει να πω ότι κι εγώ σαν τραγουδοποιός πιστεύω ότι λειτούργησα σωστά, δηλαδή σε διάλογο ζωντανό με το κοινό της εποχής μου, που το τοποθετώ στη δεκαετία του ΄60 και λίγο μετά.

Ήδη από την Μεταπολίτευση και μετά η ιδιοσυγκρασία μου δεν μου επέτρεψε να παρακολουθήσω τις νέες εξελίξεις και κυρίως τις νέες συνήθειες, νοοτροπίες και κοινωνικοπολιτικές συμπεριφορές των συμπατριωτών μου.

Στα τραγούδια όμως της δεκαετίας του ΄70 και του ΄80 υπήρχε ακόμα η απήχηση της παράδοσης των δεκαετιών του ΄50 και του ΄60. Αλλά μετά, δηλαδή από το 1990 έως σήμερα, διαπιστώνω βαθύτατες αλλαγές, που καθορίζονται τόσο από τις ξένες επιδράσεις όσο και από τους τρόπους επαφής των τραγουδοποιών -τραγουδιστών και τραγουδιών με το ελληνικό κοινό (βλ. κυρίως τρόπους διασκέδασης μέσα σε τερατώδεις χώρους). Έτσι δεν μπορώ να βρω την παραμικρή σχέση ανάμεσα στην αντίληψη που είχα για το ελληνικό τραγούδι στην εποχή μου με ό,τι γίνεται σήμερα. Ίσως η γενικά λ.χ. του Μαχαιρίτσα να αποτελεί ένα τελευταίο, έστω μακρινό απόηχο σε σχέση με κείνο που θεωρούσαμε εμείς ως ελληνικό τραγούδι.

Όμως δικαίως θα με ρωτήσετε: Τότε γιατί εξακολούθησες να γράφεις τραγούδια ακόμα έως σήμερα; Μα γιατί δεν υπήρξα μόνο τραγουδοποιός αλλά υπήρξα και είμαι κυρίως συνθέτης, ο οποίος αντιμετώπιζε ανέκαθεν το Τραγούδι ως μια βασική φόρμα του έντεχνου μουσικού έργου.

Αυτό άλλωστε δεν υπήρξε, προς Θεού, δική μου εφεύρεση αλλά συναντάται σε όλους τους μεγάλους συνθέτες από τον Μότσαρτ, τον Μπετόβεν, τον Σούμπερτ, τον Σούμαν, τον Μπραμς έως τον Τσαϊκόφσκυ και πέρα. Γι’ αυτόν τον λόγο άλλωστε κι εγώ κατέταξα τα τραγούδια μου σε κύκλους, επιδιώκοντας να μελοποιώ από τα 1938 ακόμα, ποιητικά κείμενα σημαντικής αξίας.

Το γεγονός ότι ο «Επιτάφιος» (1958) είχε αιφνιδίως την απήχηση που είχε, αυτό είναι κάτι που έγινε χωρίς να το περιμένω και ούτε και να το επιδιώξω. Άλλωστε πώς είναι δυνατόν να φανταστώ ότι θα μπορούσε να γίνει αποδεκτός από το μεγάλο κοινό, που αγάπησε το ελληνικό τραγούδι, ένας … μακάβριος τίτλος, που κάθε άλλο παρά παραπέμπει στη διασκέδαση.

Έτσι μπορώ να πω ότι σχεδόν τυχαία μπήκα στον στίβο της «πιάτσας» κι αυτό γιατί ως φάνηκε εξ αρχής, είναι ο ίδιος ο Λαός που ανακάλυψε και αγκάλιασε το έργο αυτό, γεγονός που με αναστάτωσε και άλλαξε εκ θεμελίων την ίδια τη ζωή μου. Έτσι το ένα έργο έφερνε το άλλο, πάντα σε πολύ στενό και δημιουργικό διάλογο με το πλατύ ελληνικό κοινό κάθε κοινωνικής τάξεως, νοοτροπίας και αγωγής. Έγινα δηλαδή «λαϊκός» με την έννοια της πάνδημης αποδοχής του έργου μου.

Όμως ευθύς εξ αρχής και παρ’ό,τι το τραγούδι μου ριζώθηκε πάνω στην τραγουδιστική μας παράδοση, δημοτική, βυζαντινή, ρεμπέτικη, λαϊκή κλπ. εκδηλώθηκαν οι διαφοροποιήσεις μου σε σχέση με την υπάρχουσα τραγουδιστική μας πραγματικότητα, γιατί:

Πρώτον: όπως είπα, ήμουν συνθέτης και μάλιστα με μια αρκετά σημαντική παραγωγή συμφωνικών έργων, μπαλέτων και έργων μουσικής δωματίου.

Δεύτερον: Διότι σε ανύποπτο χρόνο (1937-1958) είχα ήδη γράψει εκατοντάδες τραγούδια επάνω σε στίχους Ελλήνων ποιητών όπως οι Σολωμός, Παλαμάς, Δροσίνης, Πολέμης, Χατζόπουλος, Μαβίλης, Γρυπάρης, Γιάννης Θεοδωράκης («Λιποτάκτες» 1952) και τέλος Ρίτσος («Επιτάφιος» 1958). Επομένως διαφοροποιήθηκα εξ αρχής από τους άλλους συνεχίζοντας με τους Λειβαδίτη, Χριστοδούλου, Γκάτσο, Σεφέρη, Καμπανέλλη, Ελύτη κλπ. Γεγονός που έδειχνε ότι είχε σχηματισθεί ένα νέο κοινό, που θεωρούσε το τρέχον λαϊκό του τραγούδι όχι μόνο ως διασκέδαση αλλά προ παντός ως ψυχαγωγία. Ίσως γιατί η δεκαετία του ΄60 να είχε φορτίσει τον Λαό με ιδέες, επιδιώξεις και οράματα, οπότε έβλεπε στο τραγούδι ένα πιστό εκφραστή των πιο μύχιων συναισθημάτων του και δεν έβρισκε ικανοποίηση στα τραγούδια των λαϊκών κέντρων, ανεξάρτητα από την όποια αξία τους. Με δυο λόγια το κοινό που αγάπησε τα τραγούδια μου στην δεκαετία του ΄60 έως τις παρυφές του 1980, ήταν ένα άλλο κοινό με διαφορετικά μέτρα αξιολόγησης, διαμορφωμένα από τις συνθήκες και τις απαιτήσεις εκείνων των καιρών.

Τρίτον: Ήμουν βαθύτατα πολιτικοποιημένος έχοντας στην πλάτη μου φυλακές και εξορίες με τη θέλησή μου πάντοτε ζωντανή και παρούσα να συμβάλω άμεσα και πολιτικά στην απαλλαγή της χώρας από τα κατάλοιπα του εμφυλίου πολέμου με στόχο τις Ελευθερίες και τα Δικαιώματα του Ελληνικού Λαού. Άλλωστε η απαγόρευση της μουσικής μου από την τότε κυβέρνηση και οι συνεχείς διώξεις μου, που ξεκίνησαν από το 1961, δείχνουν ότι οι εξουσιαστές με θεωρούσαν πολιτικοποιημένο άτομο, του οποίου η επικινδυνότητα μεγάλωνε όσο μεγάλωνε η αποδοχή του μέσα στον Λαό και επομένως θα έπρεπε να εξουδετερωθεί. Ήταν λοιπόν επόμενο η πολιτικοποίηση του τραγουδιού μου να με διαφοροποιήσει σε σχέση με όλα όσα γνωρίζαμε έως τότε σχετικά με το τραγούδι. Και φυσικά να επηρεάσει ακόμα και την ίδια την αισθητική μου. Έως ότου η Χούντα με απαγόρευσε ρητά και κατηγορηματικά, με φυλάκισε και με εξόρισε δίνοντας έτσι μια νέα διάσταση σε ένα τόσο τρυφερό είδος, όπως είναι το Τραγούδι και συγχρόνως με βοήθησε να οδηγηθώ σε νέους αισθητικούς δρόμους, σε νέες φόρμες και σε νέα έργα, που γράφτηκαν όλα σε συνθήκες διωγμών, όπως «Ο Ήλιος και ο Χρόνος» (Γενική Ασφάλεια), «Επιφάνια Αβέρωφ» και «Μυθιστόρημα» (Φυλακές Αβέρωφ), «Κατάσταση Πολιορκίας», «Τραγούδια του Αντρέα», «Νύχτα θανάτου», «Τα Λαϊκά» (Βραχάτι-κατ’ οίκον περιορισμός), «Δέκα Αρκαδίες» -και ανάμεσά τους το «Πνευματικό Εμβατήριο» του Άγγελου Σικελιανού- (εξορία-Ζάτουνα), “Raven” και «Τραγούδια του Αγώνα» (στρατόπεδο Ωρωπού), “Canto General” και «Μπαλάντες» (εξόριστος στο Παρίσι).

Όλα αυτά είναι έργα με συνομιλητή μου το κοινό του ΄60, που είχε αγκαλιάσει ένα «Άξιον Εστί». Πλην όμως μετά την μεταπολίτευση αυτό το κοινό είχε αρχίσει να στερεύει και να αλλοιώνεται, με αποτέλεσμα όλη αυτή η σοδειά που την θεωρούσα ως την καλλίτερη προσφορά μου στο κοινό που αγάπησα και με αγάπησε, να μείνει μετέωρη και να εξακολουθεί να παραμένει άγνωστη.

Τέταρτον: Εξακολουθώ να γράφω Τραγούδια και Κύκλους Τραγουδιών (ακόμα και στα 82 μου χρόνια, όπως την «Οδύσσεια»), γιατί όπως είπα, τα θεωρώ ως ένα κομμάτι του συμφωνικού μου έργου, πράγμα που σημαίνει, ότι ο ιδεώδης συνομιλητής μου και αποδέκτης δεν μπορεί να είναι πια το πλατύ κοινό (που όπως είδαμε τα γούστα του αλλάζουν κάθε χρόνο) αλλά ο ίδιος ο εαυτός μου και όσοι μου μοιάζουν και επομένως με γνωρίζουν και με αγαπούν πάνω από μόδες, λαϊκά κέντρα, πωλήσεις δίσκων, σουξέ και άλλα τινά. Δεν μπορώ φυσικά να γνωρίζω -τώρα μάλιστα που ζω απομονωμένος- ποιοι και πόσοι μπορεί να είναι αυτοί. Όμως όταν κάποιος αφιερώσει τη ζωή του στην Τέχνη, εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι με ποιον τρόπο θα μπορέσει να εκφράσει καλλίτερα τον πνευματικό κόσμο που κρύβει μέσα του. Και για μένα ένας απ’ αυτούς τους τρόπους υπήρξε πάντα το Τραγούδι.

Αθήνα, 29.1.2009

www.mikistheodorakis.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)