Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Πέμπτη 5 Μαΐου 2022

Γεώργιος Μάνος -ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΗΤΑΝΕ ΑΛΛΙΩΣ Ιστορικό αφήγημα Εκδόσεις Λόγος & Εικόνα

 Georgios Manos

18 ώρ. 
Το οδοιπορικό του, μεγάλο.
Ήπειρος, Βάρνα, Φιλιππούπολη,
και μετά από τους διωγμούς
της Ανατολικής Ρωμυλίας το 1885,
Κωνσταντινούπολη, Αρναούτκιοϊ.
Αφηγητής ο Γιωργάκης εφέντης.
Ο Γιώργης γεννήθηκε στη Φιλιππούπολη, μα η φύτρα του κράταγε απ’ την Ήπειρο. Ο προπάππος του, παλικαράκι, πήγε μιαν άνοιξη μ’ άλλους καλφάδες της πέτρας στη Βάρνα της Μαύρης Θάλασσας για δουλειές. Εκεί, αγάπησε, παντρεύτηκε και ρίζωσε. Υστερότερα, πήγε στη Φιλιππούπολη κι εκεί τον έκατσαν «Βάρναλη», ντεμέκ απ’ τη Βάρνα. Πετράδες ήτανε κι ο παππούς του κι ο πατέρας του. Μα κι ο Γιώργης, από σκολιαρόπαιδο ακόμα, τα καλοκαίρια δούλευε κοντά τους.
Στα 1885, ανήμερα τ’ Αϊ-Γιωργιού, γένηκαν στη Φιλιππούπολη μεγάλες φασαρίες, που τις κατοπινές ημέρες απλώθηκαν σ’ ούλη τη Ρουμελία. Οι Βουλγάροι έκαιγαν σπίτια, αργαστήρια, σκολειά και ό,τι ρωμαίικο ήβρισκαν ομπρός τους. Γειτονιές ολάκερες λαμπάδιασαν. Οι Ρωμιοί πλαλούσανε αλαφιασμένοι στα βουνά και στα δασάκια να γλιτώσουνε. Μαζί, και η φαμίλια του Γιώργη.
Μέσα σ’ εκείνην την αναμπουμπούλα, ο Γιώργης, δεκαεφτά χρονού παλικαράκι τότες, χάθηκε απ’ τους δικούς του. Το βράδυ κρύφτηκε μέσα σ’ ένα τσαμλίκι (πευκοδάσος). Δυο μερόνυχτα, απ’ τον φόβο του δεν ξεμύτισε. Την τρίτην ημέρα, νηστικός και άυπνος, τράβηξε με προφυλάξεις κατά τον νότο. Εκεί που πορπατούσε μες στα δέντρα, πήρε το αυτί του κουβέντες που ζύγωναν. Φοβήθηκε μην είναι Βουλγάροι και κρύφτηκε, βαστώντας την ανάσα του. Ευτυχώς, όντας ήρθανε κοντά, η καρδιά του πήγε στον τόπο της. Ήτανε δυο φαμίλιες ρωμαίικες, που έφευγαν κι αυτές κατά το νότο. Τόνε πήρανε μαζί τους.
Ύστερις από δέκα μερόνυχτα, βγήκανε στο Κάραγατς κι αποκεί με το τρένο στην Πόλη. Εκεί χώρισαν. Τον πρώτο χρόνο, δούλευε παραγιός σ’ ένα χάνι, μόνε για το ψωμί του. Το δεύτερο χρόνο, έπιασε δουλειά σ’ ένα μαγέρικο. Εκεί πάαιναν κι έτρωγαν καλφάδες απ’ τη Μάδυτο της Καλλίπολης, που σοβάντιζαν τότες ένα μέγαρο στο Γαλατά.
«Κι εμένα ούλο το σόι μου καλφάδες είναι», τους είπε μιαν ημέρα ο Γιώργης και τους ιστόρησε τα πάθια του.
«Ντροπή, μπρε Γιώργη! Από τέτοιο σόι και να δουλεύεις σε μαγερειό! Ντροπή! Εσύ τώρα έπρεπε να πιάνεις στα χέρια σου αλφάδια, σαούλια και μαλάδες (μυστριά), όχι περόνια και κουτάλια. Θα νέρτεις κοντά μου να μάθεις την τέχνη του πατέρα σου, να τιμήσεις και το σόι σου. Ακούς; Μόνε όρεξη να έχεις για δουλειά και να κάμνεις ό,τι σε λένε οι καλφάδες», τόνε είπε ο Χαραλάμπης εφέντης, κάλφας τρανός, Μαδυτινός, που τόνε σέβουνταν ούλοι στο συνάφι του. Ο Γιώργης έστρεξε.
Η Μάδυτος ήτανε τότες ξακουστή για τους καλφάδες της. Σήκωναν μέγαρα, κισλάδες (μεγάλες αποθήκες) και γιοφύρια που ξεχώριζαν, μα εκεί που δεν είχανε ταίρι ήτανε το σοβάντισμα. Τα σκέδια που έκαμναν τρόυρα απ’ τις πόρτες και τα παραθύρια, έμοιαζαν με ζουγραφιές. Κάθε χρόνο, τη δεύτερη βδομάδα της Σαρακοστής, ύστερις απ’ τ’ Αϊ-Θοδώρου, η Μάδυτος άδειαζε από άντρες. Έμπαιναν στα καΐκια κι έφευγαν για την Πόλη. Γύριζαν παραμονές του Χριστού, φορτωμένοι μ’ ούλου του κόσμου τα καλά και με το κομπόδεμα γιομάτο.
«Εγώ, Γιωργάκη, που γένηκα άνθρεπος, σ’ αυτοινούς το χρεωστώ. Ήτανε και καλοί ανθρώποι και καλοί δασκάλοι. Σε μάθαιναν τέχνη. Ένα χρόνο ήμουνα τσιράκι, δίχως εργαλεία. Κόσευα οπίσω απ’ τους μπαρμπάδες. “Γιώργη, φέρε το σαούλ’!” “κάμε χάρτς (σοβά)!”, “τράβα το ράμα!”.
»Ώσπου ήρτε η γιορτή τ’ Αϊ-Αποστόλ’, στις 30 του Θεριστή (1887). Εκείνην την ημέρα, κάθε χρόνο, όσα τσιράκια έχουνε καλόν πρόοδο, παίρνουνε προβιβασμό. Γένουνται μαστόροι. Οι καλφάδες τους τους δίνουνε δικά τους εργαλεία και μπροστέλα (ποδιά). Πήγαμε, το λοιπόν, ούλο το συνάφι το πρωί στην εκκλησία και με το σκόλασμα γυρίσαμε στο γιαπί. Εκεί, με φωνάζει, καλή του ώρα, ο κάλφας μου μπαρμπα-Χαραλάμπης.
“Γιώργη, αυτά είναι δικά σ’. Τ’ αξίζεις και είμαι σίγουρος που θα τα τιμήσεις!” με λέει.
»Τα ’χασα! Εγώ αυτό το λογάριαζα να γένει την άλλη χρονιά. Αρπάζω το χέρι του, το φιλώ, και με δίνει τα εργαλεία μου ντυλισμένα σε μια μπροστέλα (ποδιά τεχνίτη). Τα ξεντυλίζω γλήγορα γλήγορα, και τι να διω! Ούλα καινούργια! Έστραφταν! Τι χαρά έκαμα! Ένιωθα μεγάλος. Εκείνην τη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Καρτερούσα με λαχτάρα να ξημερώσει, να πιάσω δουλειά! Τέτοιο μεράκι!
»Δυο χειμώνες, ο Χαραλάμπης εφέντης με πήρε μαζί του στη Μάδυτο, στο σπίτι του. Αρέστηκα πολύ. Με είχανε σαν παιδί τους.
»Στα 1888 το καλοκαίρι, ταμάμ που αποσώναμε τους σοβάδες σ’ ένα ρωμαίικο παλάτι στην Ξηροκρήνη απάν’ στο Βόσπορο, έρχεται την ώρα που έτρωγαμε μεσημεριανό ένας τσορμπατζής απ’ το Αρναούτκιοϊ.
“Θέλω έναν κάλφα να σοβαντίσει το σπίτι μου στο χωριό, και θέλω του Σταυρού να είναι έτοιμο, να μπούμε μέσα. Έχουμε χαρά (γάμο). Στην πλερωμή δε θα τα χαλάσμε”.
»Ο μπαρμπα-Χαραλάμπης με λέει “Γιώργη θα νέρτεις μαζί μου”. Αδύνατον να πω όχι. Πήγαμε. Κι εκεί, που λες, Γιωργάκη, μες στο κατακαλόκαιρο, αντίς να με βαρέσει ο γήλιος, με βάρεσε ο σεβντάς, και στα είκοσι βρέθηκα στεφανωμένος με την Κωσταντινιά. Έτσι, ρίζωσα στο Αρναούτκιοϊ κι εξόν από Ηπειρώτης και Βάρναλης, γένηκα και Αρβανίτης. Τώρα, Γιωργάκη, έμαθες “πούθεν είναι ο τόπος μου και πούθεν η γενιά μου”».
Γεώργιος Μάνος
ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΗΤΑΝΕ ΑΛΛΙΩΣ
Ιστορικό αφήγημα
Εκδόσεις Λόγος & Εικόνα
Απόσπασμα
Στις Φωτογραφίες, έργα Ρωμιών καλφάδων.
1. Συνοικία Ταρλάμπασι Κωνσταντινούπολης
2. Γυμνάσιο Μαρασλή της Φιλιππούπολης
Μαλκίδης Θεοφάνης, Αστερίου-Καβάζη Κατερίνα και 509 ακόμη
191 σχόλια
42 κοινοποιήσεις
Μου αρέσει!
Σχόλιο
Κοινοποίηση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)