Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Σάββατο 20 Μαρτίου 2021

Georgios Manos-Γεώργιος Μάνος ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΗΤΑΝΕ ΑΛΛΙΩΣ

 Georgios Manos

2 ώρ. 
Τα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς.
«Δεν ήμασταν μονάχα “οι αποκεί”,
που ντυθήκαμε στα μαύρα.
Και “οι αποδώ” πόνεσαν
και φόρεσαν μαύρη κορδέλα στο μανίκι».
Αφηγητής ο Γιωργάκης εφέντης
Τις προάλλες, ήρθανε πάλε στο χωριό εξ νοματαίοι απ’ την επιτροπή για τους πρόσφυγες. Κοιμούντανε στην κούλα* του μπέη, κοντά στο σπίτι του Γιάγκου του τσαγκάρη. Ήθελαν, λέει, να μάθουνε από πού ήρθαμε, πώς ήτανε η ζήση μας στην Πατρίδα, πώς περνούμε εδώ και τι παράπονα έχουμε απ’ το κράτος. Γύριζαν, δυο δυο, από σπίτι σε σπίτι και όπου ήβρισκαν ανθρώπους, κάθουνταν και κουβέντιαζαν. Κι επειδής ούλος ο ντουνιάς λείπει στα χωράφια και τα πιότερα σπίτια είναι σφαλιχτά, ήβρανε καμπόσους ανήμπορους σαν κι εμένα κι έκαμαν τη δουλειά τους.
Εκείνο το πρωί, σαν έφυγε η φαμίλια για το θέρο, κούτσα κούτσα βγήκα κι εγώ όξω στον ίσκιο της κληματαριάς. Κάποιαν ώρα, ακούω βήματα και βλέπω δυο καλοντυμένοι πααίνουνε στο σπίτι του παπα-Μιχαήλου. Βάρεσαν την πόρτα, μα απόκριση δεν πήρανε. Ποιος ν’ αποκριθεί για, ούλοι λείπουνε αφού. Κοιτούνε ολόυρα, με βλέπουνε κι έρχουνται. Καλημέρα, καλημέρα, πώς σε λένε…, τα γνωστά.
Ήτανε δυο καλά παλικάρια, γραμματισμένα και γλυκομίλητα. Ο Αποστόλης κι ο Κυριάκος. Παλιολλαδίτες. Απ’ την Τρίπολη ο ένας, απ’ την Πάτρα ο άλλος. Έδειχναν να νιώθουνε τον πόνο μας και την οργή μας. Τα έβαζαν κι αυτοί με την κυβέρνηση του ’22, που τα έκαμε μούσκεμα, μα τώρα έδιναν δίκιο στο κράτος, γιατί έκαμνε, λέει, ό,τι ήτανε μπορετό να βολέψει τόσους πρόσφυγες.
«Τι να πρωτοπροφτάξει κι αυτό το έρμο το κράτος! Η Ελλάδα, από πέντε εκατομμύρια που είχε πριν τον πόλεμο, έφταξε τα εξήμισι και βάλε. Απ’ το ’22 και δώθε, ήρθανε απάνω από ανάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες. Απ’ τη Μικρασία, την Καππαδοκία, την Κωσταντινούπολη, την Προποντίδα, τη Μαύρη Θάλασσα, την Ανατολική Ρωμυλία, τον Καύκασο, τη Ρουσία, την Ανατολική Θράκη... Οι τυχεροί έφεραν κι ένα μπόγο. Οι πιότεροι, μονάχα τον πόνο και τη δυστυχία τους. Άρρωστοι, ανήμποροι, χήρες, ορφανά… Τόσος ντουνιάς στην προσφυγιά, δε γένηκε ποτές ξανά σ’ ολάκερο τον κόσμο. Είναι σαν να λέμε πως στη Γαλλία, που έχει σαράντα εκατομμύρια, θα μπούνε έξαφνα δώδεκα εκατομμύρια πρόσφυγες! Θα μπορέσει ν’ αντέξει; Είναι και πλούσιο κράτος! Τι να κάμει κι η φουκαριάρα η Ελλάδα με τόσες λαβωματιές στο κορμί της!» είπε ο Αποστόλης.
«Μπορεί να είναι καταπώς τα λες, Αποστόλη. Και μόνε που είστε εσείς εδώ, δείχνει πως “αυτοί εκεί κάτ’” μας θυμούνται. Αμμά* κι εμείς, αγόρι μ’, έχουμε το δίκιο μας! Ζυγώνει χειμώνας. Ψωμί δε θα έχουμε, φωτιά δε θα έχουμε, ρούχα, ποδήματα... Πώς θα τόνε βγάλουμε, για, με λές; Και με τις αρρώστιες;» ρώτηξα.
«Εμείς, μπαρμπα-Γιωργάκη, γι’ αυτό είμαστε εδώ. Και ό,τι περνάει απ’ το χέρι μας θα το κάμουμε και με το παραπάνω. Μα θα κάμτε κι εσείς κομματάκι υπομονή. Δε γένουνται ούλα μεμιάς. Είπαμε, ανάμισι εκατομμύριο κόσμος!»
«Υπομονή, υπομονή… Ούλοι αυτό μας λένε. Σάματις κάμνουμε και τίποτες άλλο, Αποστόλη; Αμμά με την υπομονή, αγόρι μ’, νε ο τέντζερης γιομίζει νε η φωτιά ανάφτει. Δε λέω πως δε νιώθετε τον πόνο μας. Μα ο ξένος πόνος, ξέπονος. Τέλος, πέσε σήκω, θα τα καταφέρουμε. Τώρα, μιας και το ανάφερες, έχω κι εγώ να σε κάμω ένα ρώτημα, αγόρι μ’. Σ’ ακούω που λες και ξαναλές, Αποστόλη, για ανάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες. Καλά, μπρε παιδί μ’, σ’ ούλα αυτά τα μέρια της Ανατολής, μόνε ανάμισι εκατομμύριο Ρωμιοί έζηγαν;»
«Τόσοι, μονάχα, κατάφεραν και ήρθανε στην Ελλάδα, μπαρμπα-Γιωργάκη. Πόσοι χάθηκαν, άγνωστο. Για να καταλάβεις, το ’14 η Μικρασία είχε δέκα εκατομμύρια. Απ’ αυτά, τα δυόμισι ήτανε Ρωμιοί. Κι αυτό δεν το λέμε εμείς, το λένε οι ίδιοι οι Τούρκοι. Κι όμως στην Ελλάδα, απ’ τη Μικρασία ήρθε μονάχα το ένα εκατομμύριο. Και τα πιότερα, γυναικόπαιδα. Οι άλλοι, ιδίως οι άντρες, τι γένηκαν; Άμα βγάλεις αυτούς που έφυγαν ίσια στην Αμερική και την Αίγυπτο, οι άλλοι, οι πιο πολλοί, σφάχτηκαν. Όπως τα λογαριάζω, απ’ τη Μικρασία, τη Θράκη και τη Μαύρη Θάλασσα, τα δέκα τελευταία χρόνια πρέπει να χάθηκαν απάν’ απ’ ανάμισι εκατομμύριο Ρωμιοί», είπε ο Αποστόλης κουνώντας λυπημένα το κεφάλι του.
«Τι λες, μπρε παιδί μ’! Ανάμισι εκατομμύριο χαμένοι κι ανάμισι εκατομμύριο ξεριζωμένοι, μαζώνονται τρία εκατομμύρια! Μόνε που το συλλοΐζεσαι, σε πιάνει τρέλα!»
«Έχεις δίκιο, μπαρμπα-Γιωργάκη, μα τώρα άσ’τα αυτά, μην τα σκαλίζεις. Να κοιτάξουμε αποδώ κι ομπρός. Θα σε πω κι ένα πράμα, μα μη με παραξηγήσεις. Τουλάχιστον μέσ’ απ’ ούλην αυτήνα την αντάρα, βγήκε κι ένα καλό για σας. Εδώ, τώρα, είστε λεύτεροι. Δεν έχετε στο κεφάλι σας τον Τούρκο, να φοβερίζει, να σφάζει, ν’ αρπάζει», είπε ο Αποστόλης.
«Α, Αποστόλη, αυτό να μην το ξαναπείς! Τ’ ακούω κι απ’ αλλουνούς και θυμώνω. Γιατί τάχα, μπρε παιδί μ’, έπρεπε να γενεί ούλος αυτός ο χατάς, για να νιώσουμε λεύτεροι; Αφού, άμα δε γένουνταν τα σφάλματα που γένηκαν, και λεύτεροι θα ήμασταν τώρα, και στην Πατρίδα μας θα ήμασταν, κι ούλοι αυτοί που χάθηκαν θα έζηγαν. Κακά τα ψέματα. Τι θα πει προσφυγιά, το ξεύρει μόνε αυτός που τήνε περνάει. Πένθος βαρύ και πόνος και δάκρυ. Ούλες οι φαμίλιες, εξόν απ’ το βιος τους, που στο κάτω κάτω ξαναγένεται, έχασαν κι ανθρώπους που δεν ξαναγυρνούνε. Κι αυτό είναι ασήκωτο! Ξεύρω εγώ τι σε λέω! Τα πέρασα και τα περνώ, που να μην έσωνα!», αποκρίθηκα.
Ο Κυριάκος, που τόσην ώρα άκουγε αμίλητος, με τα τελευταία που είπα ταράχτηκε. Και είχε το λόγο του. Μπορεί να μην έζησε την προσφυγιά, μα ο πόλεμος άφηκε αγιάτρευτα σουμάδια στην ψυχή του. Έβγαλε από την τσέπη του ένα χαρτί και το ξεδίπλωσε.
«Είναι το στερνό γράμμα του αδερφού μου. Φαντάρος στη Μικρασία. Όντας το πήραμε στα χέρια μας, εκείνος ήτανε κιόλας σκοτωμένος», είπε κι αρχίνησε να το διαβάζει. “Της Παναγίας διαβήκαμε το Σαγγάριο. Είμαστε τρεις ώρες απ’ την Άγκυρα. Εδώ, ούλα τα χωριά είναι τούρκικα. Μας ρουφιανεύουνε στον οχτρό. Ομπρός μας είναι το Καλέ Γκρότο. Μάχες φοβερές. Οι σκοτωμένοι αμέτρητοι. Φοβούμαι πως εδώ θ’ αφήσουμε τα κοκαλάκια μας. Καλήν αντάμωση. 19 Αυγούστου 1921”. Κι απ’ αυτό που φοβούνταν, δε γλίτωσε» είπε ο Κυριάκος κι ένα δάκρυ πήρε τον κατήφορο.
Τον έβλεπα δακρυσμένο και σκεφτόμουνα πως δεν είμαστε μονάχα εμείς, οι πρόσφυγες, που παλεύουμε να μαζώξουμε τα κομμάτια μας. Είναι κι ούλες αυτές οι φαμίλιες απ’ την Παλιά Ελλάδα, ανθρώποι σαν κι εμάς, που έστειλαν στη Μικρασία το δικό τους άνθρωπο, για να γενεί «η Ελλάδα των δύο Ηπείρων και των Πέντε Θαλασσών». Κι έχασαν άλλος γιο, άλλος αδερφό κι άλλος πατέρα! Δεν ήμασταν μονάχα «οι αποκεί», που ντυθήκαμε στα μαύρα. Και «οι αποδώ» πόνεσαν και φόρεσαν μαύρη κορδέλα στο μανίκι.
Για να πω την αλήθεια, ίσαμε που άκουσα τον Κυριάκο, τους Παλιολλαδίτες δεν τους χώνευα. Σ’ αυτουνούς τα έριχνα ούλα. Αυτοί ψήφισαν, αυτοί έβγαλαν την κυβέρνηση του βασιλιά, αυτοί μας ξερίζωσαν. Από κείνην την ημέρα, άλλαξα. Τι φταίει ο κοσμάκης για τους άχρηστους της Αθήνας; Ψήφισε κυβέρνηση που θα σταμάταγε τον πόλεμο. Που θα ήφερνε τα παιδιά τους οπίσω. Αυτά τους έταξε πριν τις εκλογές. Και σαν πήρε τον ψήφο, αστόχησε τι έταξε κι αντίς να τα φέρει στα σπίτια τους, τα έστειλε στο Σαγγάριο και την Άγκυρα.
Γεώργιος Μάνος
ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΗΤΑΝΕ ΑΛΛΙΩΣ
Ιστορικό αφήγημα
Εκδόσεις Λόγος και Εικόνα
Απόσπασμα
Μπορεί να είναι εικόνα εξωτερικοί χώροι
179
33 σχόλια
18 κοινοποιήσεις

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)