Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Τρίτη 30 Μαρτίου 2021

Χρῆστος Γιανναρᾶς Δύο αιώνες αποδόμησης


 

Posted: 28 Mar 2021 11:13 PM PDT

Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μιλάει στον λαό του για «γαλάζια πατρίδα». Και εννοεί το Αιγαίο. Θέλει ο Ερντογάν, κάθε πολίτης Τούρκος όταν λέει «Αιγαίο», να το εννοεί τουρκικό. Αν οι σημερινοί Τούρκοι πιστέψουν σαν «γαλάζια πατρίδα Τουρκία» το μισό Αιγαίο, τα παιδιά τους ή, το πολύ, τα εγγόνια τους θα το έχουν ολόκληρο δικό τους. Στην Ελλάδα πιστεύουμε, και το προπαγανδίζουμε μέρα-νύχτα, ότι οι «πατρίδες» είναι τελειωμένη ιστορία, όπως είναι και οι επιχώριες γλώσσες γραφικό φολκλόρ. «Πατρίδες» είναι πια οι πολυεθνικές εταιρείες, για τις οποίες άμεσα ή έμμεσα εργαζόμαστε, αυτές που μας συντηρούν με δάνεια σαν προσχηματικό «κράτος» και ορίζουν τους υπουργούς-κλειδιά σε κάθε κυβέρνησή μας δήθεν από τον λαό εκλεγμένη. Συντηρούνται στις «πατρίδες» μας και οι επιφάσεις του «σχολείου» και του «πανεπιστημίου», μόνο για να ποδηγετείται με προσχήματα ο αναγκαίος «καταμερισμός της εργασίας».

Σνομπάρουμε, λοιπόν, τις αναχρονιστικές, παλιομοδίτικες κορώνες του Ερντογάν για «γαλάζια πατρίδα» και ξεπουλάμε, με ξέφρενη μανία, την αιγαιοπελαγίτικη αρχοντική ομορφιά αιώνων στη διεθνοποιημένη «μπίζνα» της «τουριστικής αξιοποίησης». Όλο και περισσότερο, οι ιδιοκτησίες των απρόσωπων ξενοδοχειακών συγκροτημάτων είναι ξένες και άσχετες με την ντόπια ή την ευρύτερη ελλαδική κοινωνία. Το προσωπικό τους στρατολογημένο από τη διεθνή αγορά εργασίας. Αποκλειστική γλώσσα συνεννόησης, τα αγγλικά. Το φαγητό που σερβίρεται στα μεγάλα ξενοδοχεία (και όχι μόνο) των «ελληνικών» νησιών, είναι εισαγόμενο, «σε βαθειά κατάψυξη», από την Κίνα – κινέζικος ο «ελληνικότατος» μουσακάς, μαζί και το διεθνοποιημένο στρογγυλό άσπρο ψωμάκι.

Τούρκοι και Έλληνες, σαρκώσαμε ιστορικούς ρόλους παράλληλους και εναλλακτικούς – δοκιμάστηκε η συλλογική του κάθε λαού ποιότητα, και είναι μάλλον φανερή η διαφοροποιημένη ιστορική μας κατάληξη. Οι Έλληνες φθίνουμε δημογραφικά με ρυθμούς ακατάσχετους – οι Τούρκοι είναι ογδόντα σφριγηλά εκατομμύρια, με το 50% του πληθυσμού κάτω των 25 ετών. Οι Έλληνες έχουμε χρεοκοπήσει ανεπανόρθωτα στο πεδίο της Οικονομίας, κάθε στοιχείο κοινωνικής περιουσίας είναι ταπεινωτικά ξεπουλημένο ή εξευτελιστικά υποθηκευμένο – οι Τούρκοι έχουν αξιοποιημένες στο έπακρο πηγές φυσικού πλούτου και ζηλευτούς μηχανισμούς παραγωγής, αποκλείοντας οι περιστασιακές κρίσεις να γίνονται μόνιμες.

Αν παρακάμψουμε την καταφανή υπεροχή σε εξοπλισμούς και σε διπλωματική αγερωχία, φτάνουμε στην κρισιμότερη διαφορά των Τούρκων από τους Έλληνες σήμερα: Ό,τι ο κάθε Τούρκος, ανεξάρτητα από το επίπεδο καλλιέργειας και ευμάρειας, είναι περήφανος που είναι Τούρκος – ενώ ο Έλληνας, το αντίθετο: ντρέπεται που είναι Έλληνας. Οι Τούρκοι παρά την περιπέτεια του Κεμαλισμού (του μιμητισμού που φάνταζε «εκσυγχρονισμός»), δεν αφέθηκαν ποτέ να αλλοτριωθούν σε μετα-αποικιακή της Δύσης κοινωνία. Όπως άλλοτε ο Ελληνισμός της Αιγύπτου, των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών ή των μεγάλων αστικών κέντρων της Ευρώπης έζησε και μεγαλούργησε εξευρωπαϊσμένος αλλά όχι αφελληνισμένος, το περίπου ανάλογο πέτυχε και ο Κεμαλισμός στη μετα-οθωμανική Τουρκία.

Ο Κεμαλισμός έδυσε φυσιολογικά και σχεδόν αθόρυβα, για να επανέλθει, μάλλον αυτοματικά, δηλαδή αυτονόητα, η απόλυτη κυριαρχία του Ισλάμ: μαντίλα στους δρόμους, προσευχητικές εκφωνήσεις δημόσιες από τον μιναρέ, οι άνθρωποι της εξουσίας σε συχνή επίδειξη ευσεβούς γονυκλισίας στα τζαμιά, χριστιανικοί ναοί, κορυφώματα αρχιτεκτονικής και ζωγραφικής μεγαλουργίας, να μεταποιούνται σε τεμένη ισλαμικά για χρήση της θρησκοληψίας.

Η Τουρκία έχει τον «αέρα» και τη συμπεριφορά (επομένως και τη γλώσσα) περιφερειακής Υπερδύναμης. Ψάχνει, όπου αυτή θέλει, σε όποιες θάλασσες αυτή προτιμάει, για φυσικό αέριο ή πετρέλαιο, σιωπώντας αφ’ υψηλού όταν οι Διεθνείς Οργανισμοί χαϊδευτικά τη «μαλώνουν». Δηλώνει απερίφραστα ότι το Διεθνές Δίκαιο το καθορίζει αυτή, όπως τη βολεύει και όποια αντίρρηση τη δυσαρεστεί, απειλεί να τη θεωρήσει casus belli. Μέσα σε μια γενιά, υποδούλωσε, με πολεμική εισβολή, τη μισή Κύπρο, απέσπασε κρίσιμη εδαφική έκταση από τη Συρία, εγκαταστάθηκε «φιλικά» στη Λιβύη, με «ευσεβή» κριτήρια προστασίας του Ισλάμ ποδηγετεί την εξωτερική πολιτική κρατών ισλαμικής πλειονότητας πληθυσμού στα Βαλκάνια.

Το 1821, ξαφνιάστηκαν οι «Μεγάλες Δυνάμεις» της Ευρώπης με την ιστορική επαναβίωση του Ελληνισμού. Πρώτη αντίδρασή τους ήταν η οργή, η αποδοκιμασία του ξεσηκωμού. Δεύτερο στάδιο, ο αναγκαστός συμβιβασμός, θωρακισμένος με ακαταγώνιστη πανουργία: Ναι, να ξαναϋπάρξει οργανωμένη ελληνική συλλογικότητα, αλλά δεσμευμένη στο θεσμικό καλούπι του δυτικού-νεωτερικού «έθνους-κράτους»: Σχήματος θεμελιωμένου σε νομική σύμβαση, όχι σε λειτουργική ομοείδεια (πολιτισμό) – με αλλοδαπό («βαρβαρικό») βασιλέα και απόλυτη εξάρτηση (οικονομική, διοικητικών και εκπαιδευτικών θεσμών) από τη Δύση. Να αποκλειστεί στεγανά κάθε παραμικρό ενδεχόμενο να ξαναπάρουν οι Ελληνες τη διαδοχή της «κατά την Ανατολήν» αυτοκρατορίας των Ρωμιών («Ορθοδόξων»), να ζωντανέψει ο εφιάλτης των Δυτικών: το «Βυζάντιο».

Ο σχεδιασμός πέτυχε: πουλώντας συνεχώς τους Έλληνες η Δύση «χαλιναγωγεί» τους Τούρκους. Ταυτόχρονα, αποδομεί μεθοδικά τις προϋποθέσεις ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού: Έχουν ανεπίστροφα τελειώσει οι αυτοδιαχειριζόμενες «κοινότητες» των Ελλήνων. Προδιαγεγραμμένα έχει τελειώσει η γλώσσα (χάρη στο μονοτονικό). Εξέλιπε οριστικά το λαϊκό ήθος «σώματος» εκκλησιαστικού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)