Γιώργος Σεφέρης
Το ναυάγιο της Κίχλης
«Το ξύλο αυτό που δρόσιζε το μέτωπό μουτις ώρες που το μεσημέρι πύρωνε τις φλέβεςσε ξένα χέρια θέλει ανθίσει. Πάρ’ το, σου το χαρίζω·δες, είναι ξύλο λεμονιάς…»Άκουσα τη φωνήκαθώς εκοίταζα στη θάλασσα να ξεχωρίσωένα καράβι που το βούλιαξαν εδώ και χρόνια·το ’λεγαν «Κίχλη»· ένα μικρό ναυάγιο· τα κατάρτια,σπασμένα, κυματίζανε λοξά στο βάθος, σαν πλοκάμιαή μνήμη ονείρων, δείχνοντας το σκαρί τουστόμα θαμπό κάποιου μεγάλου κήτους νεκρούσβησμένο στο νερό. Μεγάλη απλώνουνταν γαλήνη.Κι άλλες φωνές σιγά σιγά με τη σειρά τουςακολουθήσαν· ψίθυροι φτενοί και διψασμένοιπου βγαίναν από του ήλιου τ’ άλλο μέρος, το σκοτεινό·θα ’λεγες γύρευαν να πιουν αίμα μια στάλα·1ήτανε γνώριμες μα δεν μπορούσα να τις ξεχωρίσω.Κι ήρθε η φωνή του γέρου, αυτή την ένιωσαπέφτοντας στην καρδιά της μέραςήσυχη, σαν ακίνητη:«Κι α με δικάσετε να πιω φαρμάκι, ευχαριστώ·2το δίκιο σας θα ’ναι το δίκιο μου· πού να πηγαίνωγυρίζοντας σε ξένους τόπους, ένα στρογγυλό λιθάρι.Το θάνατο τον προτιμώ·ποιός πάει για το καλύτερο ο θεός το ξέρει».3
Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον ήλιο.Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον άνθρωπο.
ΤΟ ΦΩΣΚαθώς περνούν τα χρόνιαπληθαίνουν οι κριτές που σε καταδικάζουν·καθώς περνούν τα χρόνια και κουβεντιάζεις με λιγότερες φωνές,βλέπεις τον ήλιο μ’ άλλα μάτια·ξέρεις πως εκείνοι που έμειναν, σε γελούσαν,το παραμίλημα της σάρκας, ο όμορφος χορόςπου τελειώνει στη γύμνια.Όπως, τη νύχτα στρίβοντας στην έρμη δημοσιά,άξαφνα βλέπεις να γυαλίζουν τα μάτια ενός ζώουπου έφυγαν κιόλας, έτσι νιώθεις τα μάτια σου·τον ήλιο τον κοιτάς, έπειτα χάνεσαι μες στο σκοτάδι·ο δωρικός χιτώναςπου αγγίξανε τα δάχτυλά σου και λύγισε σαν τα βουνά,είναι ένα μάρμαρο στο φως, μα το κεφάλι του είναι στο σκοτάδι.Κι αυτούς που αφήσαν την παλαίστρα για να πάρουν τα δοξάριακαι χτύπησαν το θεληματικό μαραθωνοδρόμοκι εκείνος είδε τη σφενδόνη ν’ αρμενίζει στο αίμαν’ αδειάζει ο κόσμος όπως το φεγγάρικαι να μαραίνουνται τα νικηφόρα περιβόλια·τους βλέπεις μες στον ήλιο, πίσω από τον ήλιο.Και τα παιδιά που κάναν μακροβούτια απ’ τα μπαστούνια4πηγαίνουν σαν αδράχτια γνέθοντας ακόμη,σώματα γυμνά βουλιάζοντας μέσα στο μαύρο φωςμ’ ένα νόμισμα στα δόντια, κολυμπώντας ακόμη,καθώς ο ήλιος ράβει με βελονιές μαλαματένιεςπανιά και ξύλα υγρά και χρώματα πελαγίσια·ακόμη τώρα κατεβαίνουνε λοξάπρος τα χαλίκια του βυθούοι άσπρες λήκυθοι.
Αγγελικό και μαύρο, φως,γέλιο των κυμάτων στις δημοσιές του πόντου,δακρυσμένο γέλιο,5σε βλέπει ο γέροντας ικέτηςπηγαίνοντας να δρασκελίσει τις αόρατες πλάκες6καθρεφτισμένο στο αίμα τουπου γέννησε τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη.Αγγελική και μαύρη, μέρα·η γλυφή γέψη της γυναίκας που φαρμακώνει το φυλακισμένοβγαίνει απ’ το κύμα δροσερό κλωνάρι7 στολισμένο στάλες.Τραγούδησε μικρή Αντιγόνη, τραγούδησε, τραγούδησε…δε σου μιλώ για περασμένα, μιλώ για την αγάπη·στόλισε τα μαλλιά σου με τ’ αγκάθια του ήλιου,σκοτεινή κοπέλα·η καρδιά του Σκορπιού8 βασίλεψε,ο τύραννος μέσα απ’ τον άνθρωπο έχει φύγει,9κι όλες οι κόρες του πόντου, Νηρηίδες, Γραίες10τρέχουν στα λαμπυρίσματα της αναδυομένης·όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θ’ αγαπήσει,στο φως·και είσαισ’ ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα ανοιχτάτρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα, δεν ξέροντας11 από πού να κοιτάξεις πρώτα,γιατί θα φύγουν τα πεύκα και τα καθρεφτισμένα βουνά και το τιτίβισμα των πουλιώνθ’ αδειάσει η θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, από βοριά και νότοθ’ αδειάσουν τα μάτια σου απ’ το φως της μέραςπως σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια.
Πόρος, "Γαλήνη", 31 του Οχτώβρη 1946
Γιώργος Σεφέρης. 1947. "Κίχλη". Αθήνα: Ίκαρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιώργος Σεφέρης. [1972] 1985. Ποιήματα. 15η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου