Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2022

Georgios Manos- Η στρατολόγηση του Χρηστάκη στα αμελέ ταμπουρού

 

Βαρύς καημός
Αγίου Δημητρίου 1910
Η στρατολόγηση του Χρηστάκη
στα αμελέ ταμπουρού
(Αληθινή ιστορία)
Διάβηκαν οι μέρες κι ήρθε ο Αϊ-Δημήτρης. Τρανή γιορτή κι αυτή για ούλο το ρωμαίικο. Εμείς, κάθε χρόνο τέτοια μέρα, είχαμε στο σπίτι μας τραπέζι τους παραγιούς μας, μα εκείνην τη χρονιά αυτό το τραπέζι το πήγαμε μιαν εβδομάδα οπίσω, γιατί την παραμονή τ’ Αϊ-Δημητριού θα αρβωνιάζουνταν ο Χρηστάκης μας. Νύφη η Αντρομάχη, η κόρη του Αντώνη του Αραμπατζή. Το προξενιό το ήφερε η θεία της Αντρομάχης, η Ασπασία.
«Η ανεψιά μ’ η Αντρομάχη, Δαφνιώ, πολύ τον αρέθει το μικρό σας. Τρελή και παλαβή είναι! Το μολόησε στους γονιούς της. Αυτοί μ’ έστειλαν. Σας έχουνε, λέει, σε μεγάλη υπόληψη και θέλουνε πολύ να συμπεθεριάστε. Κι εγώ θαρρώ πως τα παιδιά ταιριάζνε. Μα κι η Αντρομάχη, Δαφνιώ, όχι γιατί είναι ανεψιά μ’, αμμά είναι κορίτσι αθέρας! Δικαίωμα στον κόσμο δεν έδωκε ως τα σήμερις».
Οι δικοί μου δε χρειάζουνταν τα παινέματα της Ασπασίας, για την Αντρομάχη. Για την αναθροφή της και την καματεριά της, είχε να λέει ούλο το χωριό. Κοπέλα καθωσπρέπει κι από σπίτι. Ο Αντώνης και η Σεβαστή ήτανε νοικοκεραίοι. Μα έπρεπε να στρέξει κι ο Χρηστάκης, που ίσαμε τότες άκουγε προξενιό κι έβγαζε σπυριά.
«Κι εμείς αρέζουμε την ανεψιά σ’, Ασπασία, και τήνε θέλουμε πολύ για νύφη. Αμμά μην ελπίζεις. Ο γιος μας, όντας αναφέρνουμε για προξενιά, μας βάζει πόστα. Μακάρι, αυτήνα τη βολά να τόνε φωτίσ’ ο Θεγιός και να στρέξει, αμμά, μπα, δεν το πιστεύω», είπε η μάνα.
«Πάρ’τονα με το γλυκό, μαρή Δαφνιώ. Με το μαλακό. Μην τόνε ζορίζεις», είπε η Ασπασία φεύγοντας.
«Ούλα τα δοκίμασα, Ασπασία μ’, ούλα! Αμμά δεν κατάφερα τίποτες. Νε με το γλυκό νε με το μαλακό. Αυτό το παιδί μ’ δεν παίρνει από λόγια».
Έλα όμως που αυτήνα τη φορά, ο Χρηστάκης μάς άφηκε ολουνούς με το στόμα ορθάνοιχτο!
«Την Αντρομάχη; Ε, άμα είναι για την Αντρομάχη, αλλάζει το πράμα. Αξίζει να κρεμαστείς!»
Κοιταχτήκαμε ούλοι. Η μάνα κόσεψε και τον αγκάλιασε.
«Μπράβο, πουλάκι μ’! Άιντε και η ώρα η καλή, γιαβρί μ’! Να και μια βολά που φέρθηκες γνωστικά. Το έλεγα, μαθές, εγώ. Το παιδί μ’, μαρή, δε βγήκε ακόμα το τυχερό τ’. Άμα έβγει, θα διείτε εσείς!» είπε γιομάτη χαρά.
Ο πατέρας χάρηκε, μα επειδής πάντοτες ήθελγε δουλειές παστρικές, τον ξεμονάχιασε και τόνε μίλησε.
«Εγώ, αγόρι μ’, μια κουβέντα θέλω να σε πω. Μ’ αυτά τα πράματα δεν παίζουνε. Κοίτα, προτού δώκουμε απόκριση, να το συλλοϊστείς καλά. Έχουμε να κάμε με νοικοκεραίους. Άμα δώκουμε λόγο, οπίσω δεν τόνε παίρνουμε. Δεν κάμνει να γελάσμε τσ’ ανθρώπ’. Μασκαραλίκια στο σπιτικό μας δε θέλω. Δε θα έχουμε μούτρα, να έβγουμε όξω μεριά. Γι’ αυτό, κοίτα με στα μάτια. Αυτό που είπες, το λες αλήθεια γιά το πέταξες έτσι, να διεις τι θα πούμε;»
«Έχεις χίλια δίκια, να μη με πιστεύεις, πατέρα. Εγώ φταίω. Αμμά μην αστοχείς ένα πράμα. Είμαι γιος σου και δικαίωμα δε θα δώκω σε κανείναν. Ύστερις γύρισε στη μάνα: Άιντε, μάνα, μη χασομεράς! Σήκω, πάνε την απόκριση και κανόνισε για τα σουμάδια*. Εσύ ξεύρεις».
Τώρα, θα ρωτήξετε τι μύγα τόνε τσίμπησε και τον έπιασε τέτοια βια. Θα σας πω. Φοβούνταν μην τήνε χάσει. Γιατί η Αντρομάχη δεν ήτανε μονάχα καματερή και προκομμένη. Ήτανε κι έμορφη και λυγερή και σκερτσόζα. Και, απ’ ό,τι φάνηκε, ο Χρηστάκης μας είχε μέσα του κρυφό σεβντά.
Η αρβώνα κανονίστηκε, όπως σας είπα, για την παραμονή τ’ Αϊ-Δημητριού. Από μέρες, παστρέψαμε την αυλή, κουβανήσαμε την κοπριά στο χωράφι, καθαρίσαμε τη γωνιά, εχρίσαμε το σπίτι μέσα όξω. Η μάνα με τη Φωτεινή έβαλαν μπουγάδα, σιδέρωσαν, έστρωσαν, άλλαξαν μπερντέδες. Φώναξαν και το γανωτσή το Νικόλα και γάνωσε τεντζερέδες, μπακίρες και σινιά. Τα έκαμε ούλα να στράφτουνε και να λαμποκοπούνε.
Κατά το αντέτ μας, η αρβώνα θα γένουνταν στο σπίτι της νύφης, μα γι’ ανήμερα τ’ Αϊ-Δημητριού θα τους είχαμε τραπέζι εμείς. Από την παραμονή, ο πατέρας ετοίμασε τα κρεατικά. Η μάνα, αντάμα με τη Φωτεινή, ζύμωσαν, έκαμαν κουλουράκια, πίτες και μπουρέκια, κι ετοίμασαν τα κεράσματα. Τα φαγιά θα τα μαγέρευαν ανήμερα. Δε θα ήμασταν πολλοί. Εμείς κι εμείς. Το ζευγάρι, τα συμπεθέρια κι οι κουμπάροι. Ο πατέρας, μερακλής καταπώς ήτανε, μήνυσε και στον Αλέκο να έρθει με τι ούτι και να βαρέσει καναδυό σκοπούς, μέρα που ήτανε.
Η χαρά στο σπιτικό μας ήτανε ξέχειλη. Χρόνια τώρα, καημό το είχανε οι γονιοί μου, ν’ αρβωνιάσουνε το Χρηστάκη. Κάμποσο τους παίδεψε. Παλικάρι στη δουλειά, μα και άνθρωπος της παρέας, στο σπίτι δεν κάθουνταν. Γλεντζές καταπώς ήτανε, πιάνουνταν με τα ρακιά, τα τραγούδια και τους αμανέδες στα κασαπειά, και δεν ήθελε να χάσει τη λευτεριά του.
Την παραμονή η μάνα, σαν απόσωσε τα χουσμέτια, καταπιάστηκε με τις λεπτοδουλειές. Γυάλισε τ’ ασήμια και τα μαλάματα, έστρωσε τα καρεδάκια και τους σεμέδες στα τριποδάκια, γιόμισε τα ανθογυάλια με δημητρολούλουδα, μπογιάτισε τα κουντούρια του Χρηστάκη και του πατέρα, σιδέρωσε τα κουστούμια και τα πουκάμισα. Ύστερις, έβγαλε απ’ το σεντούκι το στενό, το αλαφρύ ζουνάρι του πατέρα, το πάτησε κομματάκι και χτένισε τα κρόσια του. Καταπόδι, φρεσκάρισε τη ρεμπούμπλικα και την έβαλε πλάι στα ρούχα του, αντάμα με το καλό το ρολόι του.
Τελευταία, έπιασε τα δικά της. Φόρεμα, μπαλτό, ποδήματα. Όντας ετοίμασε κι αυτά, φώναξε τη Φωτεινή. Ξεντύλιξε ένα άσπρο καρεδάκι, έβγαλε από μέσα τα δαχτυλίδια και τα σουμάδια της αρβώνας, τα αράδιασε το ένα πλάι στ’ άλλο, τα χάιδεψε και τα ξαναλογάριαζε. Η ντούμπλα κι ο σταυρός για τη νύφη, το μαντίλι για το συμπέθερο…
«Τι λες, μαρ’ νύφ’; Ταμάμ δεν είμαστε, κουζούμ*;» είπε χαρούμενη στη Φωτεινή.
Μα, προτού αποσώσει το λόγο της, ένα μαντάτο μεσημεριάτικα έκαμε τη χαρά της… Και τώρα που το θυμούμαι…
Πρώτα ήρθε, ούλο κοσί*, το γειτονάκι μας ο Λευτεράκης.
«Αμνια-Δαφνιώ, ένας ζαπτιές (χωροφύλακας) στην πλατέα ρώταγε καταπού πέφτει το σπίτι σας», είπε στη μάνα κι εκείνη σκιάχτηκε.
«Το σπίτι μας; Ζαπτιές; Άκσες καλά, μπρε Λευτεράκη μ’; Τι να γυρεύει τέτοιο σκυλί από μας, άτζεπα (άραγε);! είπε κι έφτυσε στον κόρφο της.
Εγώ ήμουνα δίπλα κι έσιαζα τη φράχτη. Όσο να πάω κοντά της, να τος ο ρουφιάνος στην αυλή μας. Το ζορμπαλίκι του δεν το άρεσα, μήτε η θωριά του. Με φάνηκε από κείνους που, μόλις τους διεις, λες αυτός για καλό δεν ήρθε. Χωρίς να μας χαιρετήσει, γύρεψε να διει το Χρήστο μας.
«Δεν είναι εδώ, εφέντη μ’. Πήγε με τον πατέρα τ’ εδωγιά στο μαντρί. Στο δρόμο θα είναι. Θα έρχουνται. Τι τόνε θέλεις, για;» ρώτηξε η μάνα με φωνή τρεμάμενη.
Πώς λέμε «θέλει ο ρουφιάνος να κρυφτεί, αμμά η χαρά δεν τον αφήνει»; Έτσι κι αυτός. Τα μάτια του έστραφταν από χαρά, κι ας πολέμαγε να τήνε κρύψει κάτω απ’ το στυφό μούτρο του. Δίχως να χασομερίσει, μας το ξεφούρνισε. Ο Χρηστάκης μας κληρώθηκε να πάει στρατιώτης. Στις 2 του Αντριά (Νοεμβρίου), έπρεπε να είναι στο Κατήκιοϊ, Χαλκηδόνα στα ρωμαίικα, αντίκρυ απ’ την Πόλη.
«Ιστέ (ορίστε) και η γραφή», είπε και μας έδωκε ένα χαρτί.
Η μάνα λιγοθύμησε κι έπεσε εδεκεί καταής. Εγώ, με κομμένα τα γόνατα, τήνε σήκωσα με κόπο και τήνε ξάπλωσα στο μιντέρι. Εκείνην την ώρα, να κι ο πατέρας με το Χρηστάκη.
«Τι γένεται εδώ, για; Τι θέλει ο εφέντης;» ρώτηξε ο πατέρας.
Ο ζαπτιές είπε πάλε το τροπάρι του.
«Θα πλερώσμε μπεντέλι (εξαγορά), εφέντη. Έχουμε παράδες. Κι εσένα δε θα σ’ αφήκουμε παραπονεμένο, φτάνει να ταιριάξει η δουλειά», αποκρίθηκε ο πατέρας με φανερή τη λαχτάρα.
«Αυτό δε γένεται. Ισότη δε γύρευατε τόσα χρόνια;» μας είπε κοφτά, μας γύρισε τον κώλο και ξεκουμπίστηκε.
Εμείς απομείναμε εκεί κούτσουρα, να κοιτούμε ο ένας τον άλλονα, ασάλευτοι κι αμίλητοι σαν αστραποκαμένοι. Σε λίγο, πλάκωσε κόσμος. Απ’ τους πρώτους κι ο Αντώνης, η Σεβαστή και η νυφιά μας, η Αντρομάχη.
«Τι ήτανε αυτό που μας ήβρε, Παναΐτσα μ’!... Τι κακό ήτανε αυτό!... Δε μας λυπήθκε κι ο Θεγιός!... Γιατί να γενεί σε μας;… Και τέτοια μέρα;…» φώναζε η Σεβαστή.
Στεναχωρέθηκαν πολύ, γιατί η Αντρομάχη ήτανε μοναχοπαίδι τους. Συνάμα, εξόν από το Χρηστάκη μας, άλλα πέντε παλικάρια χωριανά μας πήρανε την ίδια γραφή. Εξ σπίτια ζεματίστηκαν. Μα και οι άλλοι χωριανοί, άλλος από σόι, άλλος από συμπεθεριό κι άλλος από κουμπαριό, λίγο πολύ είχανε μια συγγένεια με τα παλικάρια που θα έφευγαν. Στο χωριό έπεσε βουβαμάρα.
Όπως ήτανε φυσικό, η αρβώνα σκόλασε προτού αρχινήσει. Οι γονιοί μου έπεσαν του πεθαμού. Ο πατέρας ζάρωσε σε μια κόχη σαν τ’ ορνίθι και νε κουνιούνταν νε έκρενε. Μονάχα «ουφ!» και «ουφ!». Η μάνα έλεγε και ξανάλεγε την ίδια κουβέντα: «Γιατί, Θεγιέ μ’, σε μας τέτοιο κακό; Τι σ’ έφταιξε το παιδάκι μ’; Αχ, Μανώλη μ’, το χάνμε το παλικάρι μας!» κι έπεφτε σ’ ένα κλάμα βουβό κι ασταμάτητο. Κι ο Χρηστάκης μας, τα είχε ο φουκαράς ντίμπιντουζ (ολωσδιόλου) χαμένα. Ζωντανός ο καημένος, έβλεπε ολόγυρα να τόνε κλαίνε με μοιριολόγια πριν την ώρα του. Αντίς να τον παρηγορούμε εμείς, αναγκάστηκε να μας παρηγορεί αυτός.
«Εεε! Πώς κάμνετε έτσι! Δέ-ειμαι κανείνας άψητος μήτε κανείνας καλομαθημένος. Θα τα καταφέρω. Άιντε, σκώστε τα κεφάλια», έλεγε και πάαινε μια στη μάνα και μια στον πατέρα.
Κι εγώ, αντίς να φανώ εκείνην την ώρα δυνατός και να τόνε δώκω κομμά (λίγο) θάρρος, λιγοψύχησα. Κι ολωσδιόλου ασυλλόιστα, ξεφούρνισα αυτό που ένιωθα.
«Στο στόμα του λύκου σας στέλνουνε, αδερφέ! Για ξεπάστρεμα σας πααίνε οι ρουφιάνοι!»
Πόσες φορές από τότες, δε θυμούμαι αυτήνα την κουβέντα! Τι αστοχασιά έκαμα! Τι αμυαλιά! Δε δάγκανα κάλλιο τη γλώσσα μου!
Εκείνη η βδομάδα διάβηκε μες στη λύπη και τη στεναχώρια. Την ημέρα που θα έφευγαν, ο παπα-Γρηγόρης έκαμε παράκληση. Η εκκλησία ολόγιομη. Εξόν απ’ τα παλικάρια και τις φαμίλιες τους, ήτανε εκεί συγγενείς, γειτόνοι, κουμπάροι, συμπεθέρια, με λίγα λόγια ολάκερο το χωριό. Ούλοι ήθελαν να παρασταθούν, να πούνε ένα λόγο, να δώκουνε κουράγιο. Βγαίνοντας απ’ την εκκλησία, την ώρα που τα παιδιά ανέβαιναν στα κάρα για τις Μέτρες, καναδυό μάνες λιγοθύμησαν και τα πράματα χειροτέρεψαν. Ας είναι καλά ο παπα-Γρηγόρης.
«Χριστιανοί! Εγώ ξεύρω πως αυτά τα παιδιά από σήμερις, εξόν απ’ τις ευκές μας, έχουνε μαζί τους το Χριστό και την Παναγία. Κι όποιος έχει μαζί του το Χριστό και την Παναγία, δε φοβάται τίποτες. Ούλα θα πάνε καλά», είπε κι ήφερε τα πράματα κομματάκι παλάντζα.
«Όπου βρεθείς κι όπου σταθείς, η Παναγιά μαζί σ’, πουλάκι μ’. Την ευκή μ’ να έχεις!» είπε η μάνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το Χρηστάκη μας.
«Καλήν αντάμωση, αγόρι μ’, και να φυλάεσαι!» είπε ο πατέρας και αγκάλιασε κι αυτός τον «μικρό» του.
Με δυο κάρα πήγαμε τα παιδιά στις Μέτρες, να πάρουνε το τρένο για την Πόλη. Κι εκεί, στο σταθμό, όσο και να πολέμησα να βαστήξω, δεν τα κατάφερα. Τα έκαμα πάλε μούσκεμα.
Από κείνην την ημέρα, το γέλιο έσβησε απ’ τα χείλια μας. Κι όσο ο καιρός διάβαινε, τόσο η στεναχώρια μας περίσσευε. Η μάνα κι ο πατέρας έχασαν ούλην τη σπιρτάδα που είχανε ίσαμε τότες και δε νοιάζουνταν για τίποτα. Μονάχα μαύρη κορδέλα δεν κάρφωσαν στην οξώπορτα!
Σημείωση: Ο Χρηστάκης δεν ξαναγύρισε.
Γεώργιος Μάνος
ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΗΤΑΝΕ ΑΛΛΙΩΣ
Ιστορικό αφήγημα
Εκδόσεις Λόγος & Εικόνα
Απόσπασμα
Η φωτογραφία από τοι διαδίκτυο.
Μπορεί να είναι εικόνα 2 άτομα, άτομα που στέκονται, εξωτερικοί χώροι και κείμενο που λέει "Τάγματα εργασίας μελέταμπουρού]"
Εσείς και 32 ακόμη
5 σχόλια
4 κοινοποιήσεις

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)