Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Τρίτη 12 Ιουλίου 2022

Γιώτα Ιωακειμίδου-Ματωμένος νόστος

 


Μεγάλωσα σ’ ένα χωριό της Δυτικής Μακεδονίας τον Κλείτο, στο νομό Κοζάνης, επαρχία Εορδαίας. Το χωριό μου απλωνόταν στη μέση ενός μεγάλου οροπεδίου, εκεί που σήμερα καπνίζουν τα φουγάρα της ΔΕΗ και η περιοχή μοιάζει με κρανίου τόπο. Οι μνήμες του τόπου και των ανθρώπων είναι πολύ δυνατές και στάλαξαν στην ψυχή μου την ανάγκη να ψάξω τα χνάρια της πατρίδας των γιαγιάδων μου, να ακολουθήσω τα βήματα τους στην πορεία προς την Ελλάδα, μέσα από μια οδύσσεια χιλιάδων χιλιομέτρων, η οποία κατέληξε στη Συρία και μετά στον Λίβανο και από εκεί στην πατρίδα των ονείρων τους, την Ελλάδα.
Οι γιαγιάδες μου Μαρία και Σοφία υπήρξαν για μένα οι φορείς της μητρικής μου γλώσσας, της Ποντιακής, ήταν η ιστορία και ο πολιτισμός ενός περήφανου λαού. Οι αφηγήσεις τους έγιναν βίωμά μου από πολύ μικρή ηλικία. Δε μεγάλωσα με παραμύθια, αλλά με τα δάκρυα της γιαγιάς μου της Σοφίας. Κάθε φορά που μου έλεγε πώς έθαψε το τελευταίο της παιδί στο Χαλέπι, έκλαιγε:«Πούλι μ΄, εκείνο επέθανε, γιατί εκοιμέθαμε αφ’κά΄ ασό ιντζίρ και εκείνο το αφορισμένο, βαρύν ύπνον φέρ’»(εκείνο πέθανε, γιατί κοιμηθήκαμε κάτω από μια συκιά και αυτή φέρνει βαρύ ύπνο, θάνατο δηλαδή). Υπήρξε όμως από τους τυχερούς, έζησε, ήρθε στη νέα πατρίδα, παντρεύτηκε τον χήρο παππού μου, ο οποίος είχε ένα παιδί, έκανε ξανά παιδιά, ρίζωσε. Τα δάκρυα της γιαγιάς μου με στοίχειωσαν. Η άλλη μου γιαγιά, η Μαρία, χάνοντας τον άντρα της παντρεύτηκε τον παππού μου, χήρο με τρία παιδιά. Ακόμα με καίνε και τα δικά της δάκρυα, όταν έλεγε πως την ανάγκασαν να αποχωριστεί το παιδί της και ξαναπαντρεύτηκε τον παππού μου.
Οι δυο γιαγιάδες μου ήταν φίλες και κατάγονταν από το Αλτίνογλου Τσιφλίκ της Σεβάστειας. Μέσα από τις διηγήσεις τους αγάπησα αυτό το μέρος. Κάνοντας έρευνα για το χωριό τους, ένιωσα σαν να έζησα εκεί, λες και είχα μνήμες. Μύριζα τα αρώματα της γης και ένιωθα τον αέρα της Ανατολής. Ο άλλος παππούς καταγόταν από το ορεινό Επές, μια περιοχή με 18 Ποντιακά χωριά. Η Κοβ-Τεπέ ήταν το χωριό της καταγωγής του. Μελετώντας βρέθηκα εκεί στα άγια χώματα, τα παιδικά ακούσματα έγιναν πραγματικότητα και τα χαρακτηριστικά αυτών των ανθρώπων τα αναγνώρισα και σε μένα.
Οι κάτοικοι των δυο αυτών χωριών Αλτίνογλου Τσιφλίκ και Κοβ-Τεπέ, είχαν κοινή καταγωγή. Στα μέσα του 19 αιώνα έγιναν πολλές μετακινήσεις. Οι πρόγονοί μου προέρχονταν όλοι από την Αργυρούπολη. Όταν έκλεισαν τα μεταλλεία, αναζήτησαν αλλού καλύτερες συνθήκες. Έτσι η κοινή τους καταγωγή, η εξορία προς τη Συρία και τα κοινά βάσανα, οδήγησαν τα βήματά τους στον ίδιο τόπο εγκατάστασης στη νέα τους πατρίδα.
Το νέο τους χωριό, ο Κλείτος, έγινε ο τόπος που τους ένωσε για πάντα.Στο νέο χωριό εγκαταστάθηκαν και λίγες οικογένειες από διαφορετικά μέρη (Ιντζέσου,Χαμουρί,Ατάπαζαρ,Τεκνετζούκ,Τοκάτη).
Τα χρόνια της προσφυγιάς και ο αγώνας για επιβίωση ήταν αυτά με τα οποία πάλεψαν πολλά χρόνια. Τόπος φτωχός, χωρίς νερά, έδιωξε για μια ακόμα φορά αυτούς τους ανθρώπους από τον τόπο τους και έγιναν μετανάστες. Πέτρινα χρόνια, δύσκολα, αλλά πάντα τα κατάφερναν. Σπούδαζαν τα παιδιά τους, έστηναν νοικοκυριά, προόδευαν.
Το έδαφος του άγονου χωριού όμως έκρυβε στα σπλάχνα του έναν σπά-
νιο θησαυρό, τον λιγνίτη. Οι μετανάστες επέστρεψαν, η εργασία στην ΔΕΗ ανέβασε το βιοτικό τους επίπεδο, αλλά οι συνθήκες του περιβάλλοντος άλλαξαν ριζικά τη ζωή τους.
Η καθημερινότητά τους για περισσότερες από τρεις δεκαετίες έγινε αβάσταχτη. Η μόλυνση του περιβάλλοντος οδήγησε στην αρρώστια και στο θάνατο.
Πριν λίγα χρόνια το χωριό μετεγκαταστάθηκε λίγο έξω από την Κοζάνη, σε ένα πολύ όμορφο φυσικό περιβάλλον. Τις μνήμες όμως, την ιστορία, το παρελθόν τα κουβαλάμε όπου και αν πάμε. Αυτά καθορίζουν και το παρόν μας.
Το βιβλίο μου είναι ένα ταξίδι στην ιστορία, στο παρελθόν ,σε όσα πόνεσαν και πλήγωσαν τους ανθρώπους της πρώτης γενιάς και κατά ένα ανεξήγητο τρόπο πονάνε ακόμα και μας, σχεδόν 100 χρόνια μετά τον ξεριζωμό.
Εσείς και Λιλη Παντα
Μου αρέσει!
Σχόλιο
Κοινοποίηση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)