Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2024

Θέμης Ανδρεάδης/Themis Andreadis. Νικηφόρου Βρεττάκου ''Μεταρσίωση''

Jeffrey Sachs Interviews - A Stark Warning

ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ HUGH ΣΕIΡΑΔΑΚΗ | Κυριακή 20/10/2024, μέρος Α

ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ..

ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ.. 

ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΟ ΘΕΩΡΗΜΑ

 ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΟ ΘΕΩΡΗΜΑ

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2024

ΘΑ ΚΛΙΜΑΚΩΘΕΊ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΗ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ;

Η επίθεση του Ισραήλ ήταν μια ”προετοιμασία”: Η αεράμυνα του Ιράν έχει ”...

Οδυσσέα Ελύτη, «Η πορεία προς το μέτωπο». Διαβάζει ο ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ.ΕΝΑ ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ

Οδυσσέα Ελύτη, «Η πορεία προς το μέτωπο»

Διαβάζει ο ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ.

Ξημερώνοντας τ' Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ώς τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ώς Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ' την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.

Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ' αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, νά που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων.

Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ' τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ' ένα μικρό δαδί, μία-μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ώς το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ' την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ' αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το 'χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.

Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μάς θύμωναν, που δε δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους — ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες, μ' άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να 'ναι.

Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει σε κατρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας. Κι απάνω που συνήθιζε ξανά το μάτι μας τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλλαβίζαμε το χείλο το γυμνό ή το χορτάτο από τον ύπνο μάγουλο, νά που τη δεύτερη τη νύχτα σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι. Μόνε σαν να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ' όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών, που 'χαν λευκάνει απ' τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θερία, λοχίες του '97 ή του '12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ' τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι, με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουργάρων και Τουρκών. Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε. Γιατί, καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα — έτσι κι εμείς επροχωρούσαμε ίσια πάνου σ' αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή, το πιο συχνά, ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.

Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ' τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων. Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν' απαντούμε, απ' τ' άλλο μέρος να 'ρχονται, οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Οπού απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι οπού κατόπι σαν ακούγανε για πού τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι. «Όι, όι, μάνα μου», «όι, όι, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που 'λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.

Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρωμούσανε κρασί τα χνότα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας, κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.

Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές-μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.

Από τη συλλογή Το Άξιον εστί (1959)

[πηγή: Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση, Ίκαρος, Αθήνα 2002, σ. 136-139]

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2024

Θυμός Πούτιν με ερώτηση Βρετανού δημοσιογράφου για την επίθεση στην Ουκρ...

Μίκης Θεοδωράκης - Δοξαστικό / Tο τραγούδι του νεκρού αδελφού


Ενωθείτε, βράχια βράχια Ενωθείτε, χέρια χέρια Τα βουνά και τα λαγκάδια, πιάστε το τραγούδι Πολιτείες και λιμάνια, μπείτε στο χορό Σήμερα παντρεύουμε τον Ήλιο τον Ήλιο με τη νύφη τη μονάκριβη την Πασχαλιά Πασχαλιά μας, κοπελιά μας κάμποι, θάλασσες, βουνά μας μάνες, κόρες, σκοτωμένα αδέλφια, πατεράδες ένα δέντρο με μια ρίζα, μια πηγή, μια βρύση Σήμερα παντρεύουμε τον Ήλιο τον Ήλιο με τη νύφη τη μονάκριβη την Πασχαλιά Πολυχρόνιος ημέρα τη Υπερμάχω, τη Υπερμάχω
Εμφάνιση λιγότερων

Μίκης Θεοδωράκης • Το Τραγούδι Του Νεκρού Αδελφού [1962]


ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΚΟΚΚΙΝΟ ΘΑ ΠΩ
ΣΤΙΧΟΙ Γιάννη Θεοδωράκης

Την ιστορία που θα πω
την πήραν ταχυδρόμοι,
τη θάψαν στην ψυχή βαθιά, στη λησμονιά,
κλειστοί είναι τώρα οι δρόμοι,
τη θάψαν στην ψυχή βαθιά, στη λησμονιά,
κλειστοί είναι τώρα οι δρόμοι.

Οι παπαρούνες μαύρες στη γη,
ο ουρανός πληγή ανοιχτή,
τα βήματά μου χάνονται,
πέτρα στο νερό,
όπου κι αν μ’ αγγίξεις στο κορμί πονώ,
γέρνουν τα πουλιά, νεκρά τ’ αστέρια,
στ’ Αυγούστου τη φωτιά
λιώνουν τα μεσημέρια,
όπου κι αν μ’ αγγίξεις στο κορμί πονώ.

Το θέλεις λοιπόν;

Τραγούδι κόκκινο θα πω
μέσα στους άδειους δρόμους
μέσα στις άδειες τις καρδιές, τις άπονες,
όλο σκουριά και φόβους,
μέσα στις άδειες τις καρδιές, τις άπονες,
όλο σκουριά και φόβους.

Στης αγάπης την κορφή πάλι ο σταυρός και ο καιρός
φωνάζει, θα `ναι τρελός,
όποιος τον αντικρίσει, όποιος μπροστά του σταθεί,
όποιος γι’ αυτόν θα μιλήσει πάνω του θα καρφωθεί,
είναι η νύχτα άσπρη σαν φόνος,
είναι ο φόβος μαύρος σα θάνατος,
μαύρος σα θάνατος, μαύρος σα θάνατος,
θέλω, θέλω, θέλω να μιλήσω,
θέλω, θέλω, θέλω να μιλήσω.

Τραγούδι κόκκινο θα πω
με παγωμένα χείλη
για την αντάρτικη γενιά, αστροφεγγιά,
χορτάρι και τριφύλλι,
για την αντάρτικη γενιά, αστροφεγγιά,
χορτάρι και τριφύλλι.

Το θέλεις λοιπόν;

Είναι η νύχτα άσπρη σαν φόβος,
είναι ο φόνος μαύρος σα θάνατος,
μαύρος σα θάνατος, μαύρος σα θάνατος,
θέλω, θέλω, θέλω να μιλήσω,
θέλω, θέλω, θέλω να μιλήσω.

Θέλω, θέλω, θέλω να μιλήσω,
θέλω, θέλω, θέλω να μιλήσω,
θέλω, θέλω, θέλω να μιλήσω.

05.Κοιμήσου αγγελούδι μου [Το τραγούδι του νεκρού αδελφού]

ΚΙΝΗΣΑΝ ΤΑ ΚΑΡΑΒΙΑ (Ιωάννινα) - Ηπειρώτικα τραγούδια

ΜΕΤΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ : Κώστας Τσιαντής, «Philosophical education and Democracy as necessary terms for the control of artificial intelligence and its systems»

 ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ: ΜΕΤΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ,

CARAVEL HOTEL 18-21 NOVEMBER 2024

Κώστας Τσιαντής, 20 Νοεμβρίου ώρα 11.45
«Φιλοσοφική παιδεία και Δημοκρατία ως αναγκαίοι όροι
για τον έλεγχο της ΑΙ και των συστημάτων της/
Philosophical education and Democracy as necessary terms
for the control of artificial intelligence and its systems»
Δείτε περισσότερα

Ο Γιάννης Χιου Σειραδάκης | «Εκ του Πλησίον»

Ξεκίνησε η αντεπίθεση του Ισραήλ στο Ιράν | Ethnos

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2024

PHAICON 24 ΕΝΑΡΞΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

Posthumanism and Artificial Intelligence

Divani Caravel Hotel Athens, 18-21 Nov 2024

Conference Speakers - PHAICON 2024
phaicon.net
Conference Speakers - PHAICON 2024

ou
Μου αρέσει!
Σχόλιο
Αποστολή
Κοινοποίηση

Καζάν: Ολοκληρώθηκε η σύνοδος των Brics Plus – 10 χώρες μέλη και 13 εταί...

Θέμης Ανδρεάδης - Η πεθερά μου - studio version 1976/Official Audio Rel...

Θέλω να φύγω μακριά σου (Μ. Χιώτη) | Γιούλη Δανιγγέλη

Ανάθεμα τον αίτιο (Παραδοσιακό Λέσβου) | Γιούλη Δανιγγέλη

Αριέλ Λεκαδίτης: Αποκηρύσσεται από τον μεγαλοεκδότη επειδή είχε το σθένος κι έγραψε: ''Δες εδώ! Η ΓΑΖΑ οικόπεδο!

ΕΡΧΕΤΑΙ ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ! ΑΝΤΙΣΤΑΘΕΙΤΕ. Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ! ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΑΠΛΑ ΓΙΑ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ ΑΛΛΆ ΓΙΑ ΦΑΣΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ!

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2024

Ζαλούζνι: Δεν μπορούμε άλλο -Πολλοί οι νεκροί! - Η Ουκρανία δίνει εδάφη ...

Βασίλης Λέκκας - Η Κομαντατούρα ΙΙ Vasilis Lekkas - Ι Κomantatoura

BRICS εναντίον ΗΠΑ: Ποιος θα κερδίσει τη μάχη για την παγκόσμια κυριαρχία

Η Εποχή της Αγάπης (Μ. Χατζιδάκι) | Γιούλη Δανιγγέλη

M. Κοττάκης : Ας ψέγουν τους πατριώτες και φουστανελάδες, η Ελλάδα είναι πάνω από κόμματα

ΤΙ ΕΓΙΝΕ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ; άρθρο Μ. Κωττάκη

Το σχετικό άρθρο  ΕΔΩ !... 

''Ακόμα και στην κατάσταση που είναι σήμερα, [η Ελληνική Βιομηχανία] εισφέρει περισσότερο ΑΕΠ από τον τουρισμό και τη ναυτιλία. Και ξέρετε γιατί μας το κάνουν αυτό; Γιατί αδιαφορούν; Για να βάλουν πόδι στις οικονομίες της Ηπείρου μας (αυτή τη στιγμή πλήττεται και η γερμανική και η γαλλική βιομηχανία) η Αμερική και η Αγγλία (γι' αυτό έφυγε από την Ένωση)....

Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2024

Δημήτρης Παπαδημητρίου & Κώστας Μακεδόνας - Αποχρωματισμοί - Στίχοι: Βύρων Λεοντάρης


Το δείλι σέρνεται κι αλλάζει πάλι δέρμα
Μες τις ψυχές μας, απαρνιέται όλα ξανά
τα χρώματά του – κι απομένουμε στεγνά
τοπία χωρίς αρχή και χωρίς τέρμα.

Γρίφοι λυμένοι και ξανά μπλεγμένοι
χτυπιόμαστε όλη μέρα σαν τυφλοί
για μια καλύτερη θεσούλα στο κλουβί
κι όλο βρισκόμαστε σφιχτότερα δεμένοι.

Στα λόγια σπάταλοι, φιλάργυροι όμως στο αίμα
κάναμε χάος το τοσοδά μας το μυαλό
-ο φόβος είναι θερμοκήπιο καλό,
ανθίζει σ’ όλες του τις ποικιλίες το ψέμα.

Ακούς και δεν γνωρίζεις τ’ όνομά σου,
κρυώνει η μοίρα που παλιά σου ‘χε δοθεί
-σε ποιές λοιπόν παγίδες έχουμε συρθεί;
Μέγα κακό είναι ν’αρνηθείς τ’ ανάστημά σου.

Δεν είναι ο κόσμος πείραμα στους τρόμους
του απείρου, όχι, δεν είναι δοκιμή.
Μπορείς να σέρνεσαι μια ολόκληρη ζωή,
υπογραφή δειλή μέσα στους δρόμους;

Θα ‘ναι φριχτό να φύγουμε έτσι, δίχως
μια πίστη, έναν αγώνα, μια κραυγή
-άνθρωποι που πεθάναν δίχως μια αμυχή,
άνθρωποι που “διελύθησαν ησύχως….”
 

Από τη Συλλογή “Ομίχλη του μεσημεριού’, 1959

Δημήτρης Παπαδημητρίου & Κώστας Μακεδόνας - Οι Σταθμάρχες - Official Aud...

Δημήτρης Παπαδημητρίου & Κώστας Μακεδόνας: Ο Γκρεμιστής - Κωστή Παλαμά.



Ακούστε. Εγώ ειμαι ο γκρεμιστής, γιατ’ είμ’ εγώ κι ο χτίστης,ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβογιός της πίστης.Και θέλει και το γκρέμισμα νου και καρδιά και χέρι.Στου μίσους τα μεσάνυχτα τρέμει ενός πόθου αστέρι.5Κι αν είμαι της νυχτιάς βλαστός, του χαλασμού πατέρας,πάντα κοιτάζω προς το φως το απόμακρο της μέρας.Εγώ ο σεισμός ο αλύπητος, εγώ κι ο ανοιχτομάτης·του μακρεμένου αγναντευτής, κι ο κλέφτης κι ο απελάτης·και με το καριοφίλι μου και με το απελατίκι10την πολιτεία την κάνω ερμιά, γη χέρσα το χωράφι.Κάλλιο φυτρώστε, αγριαγκαθιές, και κάλλιο ουρλιάστε, λύκοι,κάλλιο φουσκώστε, πόταμοι, και κάλλιο ανοίχτε, τάφοι,και, δυναμίτη, βρόντηξε και σιγοστάλαξε, αίμα,παρά σε πύργους άρχοντας και σε ναούς το Ψέμα.15Των πρωτογέννητων καιρών η πλάση με τ’ αγρίμιαξανάρχεται. Καλώς να ’ρθεί. Γκρεμίζω την ασκήμια.

Είμ’ ένα ανήμπορο παιδί που σκλαβωμένο το ’χειτο δείλιασμα, κι όλο ρωτά και μήτε ναι, μήτε όχιδεν του αποκρίνεται κανείς και πάει κι όλο προσμένει20το λόγο που δεν έρχεται, και μια ντροπή το δένει.Μα το τσεκούρι μοναχά στο χέρι σαν κρατήσω,και το τσεκούρι μου ψυχή μ’ ένα θυμό περίσσο.Τάχα ποιός μάγος, ποιό στοιχειό τού δούλεψε τ’ ατσάλικαι νιώθω φλόγα την καρδιά και βράχο το κεφάλι,25και θέλω να τραβήξω εμπρός και πλατωσιές ν’ ανοίξω,και μ’ ένα Ναι να τιναχτώ, μ’ ένα Όχι να βροντήξω;Καβάλα στο νοητάκι μου, δεν τρέμω σας, όποιοι είστε·γρικάω, βγαίνει από μέσα του μια προσταγή: Γκρεμίστε!

1907

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)