την πήραν ταχυδρόμοι,
τη θάψαν στην ψυχή βαθιά, στη λησμονιά,
κλειστοί είναι τώρα οι δρόμοι,
τη θάψαν στην ψυχή βαθιά, στη λησμονιά,
κλειστοί είναι τώρα οι δρόμοι.
Οι παπαρούνες μαύρες στη γη,
ο ουρανός πληγή ανοιχτή,
τα βήματά μου χάνονται,
πέτρα στο νερό,
όπου κι αν μ’ αγγίξεις στο κορμί πονώ,
γέρνουν τα πουλιά, νεκρά τ’ αστέρια,
στ’ Αυγούστου τη φωτιά
λιώνουν τα μεσημέρια,
όπου κι αν μ’ αγγίξεις στο κορμί πονώ.
Το θέλεις λοιπόν;
Τραγούδι κόκκινο θα πω
μέσα στους άδειους δρόμους
μέσα στις άδειες τις καρδιές, τις άπονες,
όλο σκουριά και φόβους,
μέσα στις άδειες τις καρδιές, τις άπονες,
όλο σκουριά και φόβους.
Στης αγάπης την κορφή πάλι ο σταυρός και ο καιρός
φωνάζει, θα `ναι τρελός,
όποιος τον αντικρίσει, όποιος μπροστά του σταθεί,
όποιος γι’ αυτόν θα μιλήσει πάνω του θα καρφωθεί,
είναι η νύχτα άσπρη σαν φόνος,
είναι ο φόβος μαύρος σα θάνατος,
μαύρος σα θάνατος, μαύρος σα θάνατος,
θέλω, θέλω, θέλω να μιλήσω,
θέλω, θέλω, θέλω να μιλήσω.
Τραγούδι κόκκινο θα πω
με παγωμένα χείλη
για την αντάρτικη γενιά, αστροφεγγιά,
χορτάρι και τριφύλλι,
για την αντάρτικη γενιά, αστροφεγγιά,
χορτάρι και τριφύλλι.
Το θέλεις λοιπόν;
Είναι η νύχτα άσπρη σαν φόβος,
είναι ο φόνος μαύρος σα θάνατος,
μαύρος σα θάνατος, μαύρος σα θάνατος,
θέλω, θέλω, θέλω να μιλήσω,
θέλω, θέλω, θέλω να μιλήσω.
Θέλω, θέλω, θέλω να μιλήσω,
θέλω, θέλω, θέλω να μιλήσω,
θέλω, θέλω, θέλω να μιλήσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου