Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2022

Χρῆστος Γιανναρᾶς Υπήκοοι καναλιών, όχι πατρίδων

 

Χρστος Γιανναρς

Υπήκοοι καναλιών, όχι πατρίδων

Posted: 16 Jan 2022 11:16 PM PST

Ο μέγας κίνδυνος που παραμονεύει στην Ιστοριογραφία είναι οι σκοπιμότητες. Ακόμα και οι πιο κοινωφελείς («ιερές») υπονομεύουν ή και μηδενίζουν τους όρους-όρια και τους στόχους της «τίμιας» Ιστοριογραφίας. Χαρακτηρίζουμε «τίμια» την Ιστοριογραφία που είναι αλώβητη από παραχωρήσεις σε ιδιοτελείς (ατομικές ή συλλογικές) σκοπιμότητες.

Ποιους στόχους έχει η τίμια Ιστοριογραφία; Να διασώζει την πιστοποίηση (και τη μνήμη) των γεγονότων, με απροκατάληπτη την κρίση-αξιολόγησή τους. Να αποκλείει τις σκοπιμότητες συλλογικής ή ατομικής ιδιοτέλειας. Το άθλημα της αλήθειας γίνεται εξαιρετικά επίπονο στην περίπτωση της Ιστοριογραφίας, επειδή η Ιστορία αφορά πάντοτε στην υπαρκτική ταυτότητα του υποκειμένου και αυτή την ταυτότητα τη λυμαίνονται η ανασφάλεια και ο ναρκισσισμός.

Η λαϊκή σοφία («κοινός λόγος» – κοινωνούμενη εμπειρία), όταν εκφράζεται, έχει τη βεβαιότητα της απόφανσης. Αποφαίνεται λοιπόν η λαϊκή σοφία ότι «την Ιστορία τη γράφει ο νικητής» – τα γεγονότα καταγράφονται και γνωστοποιούνται έτσι όπως θέλει ο νικητής, η δική του εκδοχή και οπτική διαιωνίζεται ως Ιστορία. Βέβαια, ο ανθρώπινος λόγος (μαρτυρία, πιστοποίηση, ερμηνεία) δεν μπορεί ποτέ να τιθασευθεί ολοκληρωτικά, κατατίθεται με εμπιστοσύνη στη βλαστική δύναμη του σπόρου, που πέφτει στη γη και σιωπηρά «βλαστάνει και μηκύνεται» – «αυτομάτη γαρ η γη καρποφορεί». Η φανέρωση (φωτισμός) της αλήθειας θέλει υπομονή και μεγαλοψυχία.

Εμείς, οι Ελλαδίτες Έλληνες, γεννιόμαστε και μεγαλώνουμε μαθαίνοντας στα σχολειά μας την Ιστορία, όχι μέσα από τις μαρτυρίες των αγωνιστών του πολέμου για την ελευθερία προγόνων μας, αλλά από βιβλία και προγράμματα πειθαρχημένα στο δόγμα ότι «την Ιστορία τη γράφουν οι νικητές». Και στον δικό μας «πόλεμο της ανεξαρτησίας», όπως βολικά ονομάστηκε, νικητές ήταν οι επήλυδες στην Ευρώπη, Φράγκοι, Ούννοι, Γότθοι, Σάξονες – «Μεγάλες Δυνάμεις», όλοι αυτοί σε μιαν ήπειρο όπου βρίσκονταν ως εισβολείς, όχι αυτόχθονες, με κατάφωρο και διαβόητο το ζηλότυπο μένος τους για τον χριστιανικό Ελληνισμό της εξελληνισμένης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αυτοί οι εισβολείς και σφετεριστές της ευρωπαϊκής συνέχειας «εγγυήθηκαν» στον 19ο αιώνα την ιστορική επιβίωση του Ελληνισμού.

Ο διαβόητος Νεοκλασικισμός επιλέχθηκε ως καταλύτης, για να πεισθούν οι λαοί ότι η ευρωπαϊκή Νεωτερικότητα είναι ο αυτονόητος διαχειριστής-συνεχιστής της Αρχαιοκλασικής Ελλάδας. Και ο βαυαρός βασιλιάς ήταν η εγγύηση του τέλους της πολιτισμικής ελληνικότητας (κοινοτικής διακυβέρνησης, εκπαιδευτικών θεσμών, νομοθετικού συστήματος, λειτουργίας της αγοράς, ακόμα και της ζωντανής γλώσσας των τότε κοινωνιών).

Ξέρουμε πια αυτή η ανάγκη «εγγυήσεων» τυφλής υποταγής στον μονόδρομο του «εξευρωπαϊσμού» ποιες εφιαλτικές ακρότητες γέννησε. Πώς και γιατί η Ελλάδα «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» λειτούργησε ως παγίδα για τον οριστικό αποκλεισμό έστω και του παραμικρού ενδεχομένου να επιβιώσει ο εφιάλτης της Δύσης, «βυζαντινός» πολιτισμός της Ρωμιοσύνης.

Η «ελληνοφοβία» της Δύσης είναι, σήμερα πια, ένα κατεστημένο εμμονικό αυτονόητο. Το ελληνώνυμο «εθνικό κράτος» είναι, πολιτικά-στρατηγικά, απόλυτα υποταγμένο στη Δύση, φέουδο, κυριολεκτικά, των ΗΠΑ και της Ε.Ε. Δεν υπάρχει περιθώριο αυτενέργειας, πρωτοβουλίας, πρωτοτυπίας, ιδιοτυπίας, καινοτομίας –κάθε παραμικρή πτυχή της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής βεβαιώνει πειθαρχημένη συμμόρφωση σε δεδομένη ή αυτονόητη ντιρεχτίβα. Οποιαδήποτε έκφραση ελευθερίας από τις απόλυτες οικονομικές προτεραιότητες και προδιαγραφές είναι αδιανόητη ή λησμονημένη ως ενδεχόμενο.

Κάποτε η ανθρωπότητα φοβόταν τον ολοκληρωτισμό: τη μονοδιάστατη «πληροφόρηση», την «πλύση εγκεφάλου» με την υποταγή της είδησης στην προπαγάνδα, της διαφήμισης στον ψυχολογικό εκβιασμό, της ιδεολογίας στο μονοδιάστατο πείσμα, της ψυχαγωγίας στη χυδαιότητα. Σήμερα πια ο ολοκληρωτισμός είναι το αφιόνι που μας «φτιάχνει», είμαστε ευφραντικά εξαρτημένοι, αποδιοργανωνόμαστε οδυνηρά αν στερηθούμε την ψευτιά που μας κολακεύει, την ανελευθερία που μας «προστατεύει».

Το μεγαλύτερο μέρος κάθε τηλεοπτικού Δελτίου Ειδήσεων υπηρετεί με συνέπεια την παγκοσμιοποιημένη (σε κοινή συσκευασία εικόνων) πληροφόρηση. Έμμεσα, ίσως και αθέλητα, ο παθητικός δέκτης της «πληροφόρησης» αφομοιώνει την αίσθηση ότι ο πλανήτης γη είναι ένα μεγάλο χωριό. Οι πρόκριτοι του «μεγάλου χωριού» τού είναι περισσότερο οικείοι (εικονικά, παραστατικά) από τις «δημοτικές αρχές» ή τον «περιφερειάρχη», που αποφασίζουν για τα ουσιώδη της ατομικής του υπαρκτής ασημαντότητας, στη συνοικία ή στον «δήμο» όπου κατοικεί.

Ίσως σε λίγα χρόνια (ή και συντομότερα) ο καθένας μας, αυτονόητα, δεν θα δηλώνει «ιθαγένεια», ιστορική καταγωγή, κρατική υπηκοότητα. Θα δηλώνει μόνο το ραδιοτηλεοπτικό κανάλι που παρακολουθεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)