Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2019

Χρῆστος Γιανναρᾶς Αναμονή του μοιραίου


Posted: 21 Oct 2019 05:29 AM PDT
Αρχές του μήνα, στο «Σπίτι της Κύπρου», η Αννα Μαραγκού παρουσίασε το βιβλίο της «Περπατώντας στις όχθες του Πεδιαίου ποταμού» με φωτογραφίες του Γιώργου Πανταζή, Εκδόσεις «Το Ροδακιό».
Επιγραμματική πληροφόρηση: Η Αννα Μαραγκού ήταν, για μερικές δεκαετίες, η ψυχή (αστραφτερή παρουσία ακατάπαυστα δημιουργική) στις δραστηριότητες «πολιτισμού» του Δήμου Λευκωσίας. Ο Γιώργος Πανταζής, αρχιτέκτονας και ταλαντούχος φωτογράφος. Πεδιαίος, ο αφανής πια ποταμός που διασχίζει τη Λευκωσία. Και «Το Ροδακιό» είναι το καύχημα («βασιλικός στ’ αφτί μας») της βιβλιόφιλης Αθήνας.
Θα αδικούσε το βιβλίο και η πιο ευφυής, συντομογραφική απόπειρα αποτίμησης, αξιολόγησής του. Οι «31 ιστορίες για τη Λευκωσία» είναι κομψοτεχνήματα γλωσσικής εκφραστικής, η χάρη τους ανυπότακτη σε χαρακτηρισμούς. Η πόλη, τα χτίσματα, οι άνθρωποι και η συνύπαρξή τους είναι ένα παρελθόν αιώνων, που επιμένει να συνιστά παρόν – ομορφιά που αντιστέκεται, αρχοντιά που επιμένει. Λέμε «πολιτισμό» την αλλοτινή σοφία που αβίαστα κοινωνείται διαρκώς, την απομνημείωσή της σε οικοδομές, ρυμοτομία, αισθητική του χώρου – ό,τι αποτυπώνει πρώτιστα ήθος κι ύστερα ανάγκη.
Τα κείμενα φωτίζουν το κληροδότημα, οι φωτογραφίες υπηρετούν την πρόκληση να αξιωθείς κάποτε την άμεση θέαση του εραστού τεχνήματος. Οσοι ζουν σαν λιμό την έκλειψη της αριστείας («άριστου έργου»), μπορούν να έχουν, για πολύν καιρό, το βιβλίο αυτό στο προσκεφάλι τους.
Η σημερινή επιφυλλίδα γράφεται και για να προφυλάξει τον αναγνώστη. Να του πει: προσοχή! το βιβλίο της Μαραγκού πληγώνει! – όπως πάντοτε η «μέσα Ελλάδα», όπου κι αν ταξιδέψεις. Οταν το τελειώσεις, θα ξέρεις πολύ καλά, χωρίς κανείς να σου το έχει βεβαιώσει, ότι η μοίρα της Λευκωσίας είναι, νομοτελειακά, μοίρα και κάθε «ελληνίδος πόλεως» σήμερα. Μετά την ανεμπόδιστη αρπαγή της μισής Κύπρου από τους Τούρκους, ο Διονύσης Σαββόπουλος είχε σοφά και επιγραμματικά αποφανθεί: «Το άδειο μας το πρόσωπο η Κύπρος το πληρώνει». Οσοι διαχειρίζονται την ιστορική συνέχεια των Ελλήνων, εξακολουθούν να μην αντιλαμβάνονται το κενό ταυτότητας, το άδειο πρόσωπο.
Ελληνίδες πόλεις, με ιστορία πολλών αιώνων, που τις κατάπιε οριστικά και αμετάκλητα η τουρκιά, ποιος τις μνημονεύει πια σήμερα; Κερύνεια, Αμμόχωστος, Μόρφου, όπως και Σμύρνη, Τραπεζούντα, Σηλυβρία, Σούρμενα, Εφεσσος, Φώκαια, Νικομήδεια, Σινασός, Μουδανιά, Σαμψούντα, Καισάρεια, Αττάλεια, Αλικαρνασσός, Λαοδίκεια, Πέργη – πλήθος τα ονόματα. Η λογική των ιστορικών δεδομένων, ψυχρά και ανελέητα, βεβαιώνει τις επερχόμενες προσθήκες στον κατάλογο: Πόλεις της «γαλάζιας πατρίδας» που τη δηλώνει ιταμότατα «δική του» ο Ερντογάν, δηλαδή οι πόλεις της νησιωτικής Ελλάδας, γιατί όχι και της Δυτικής Θράκης, ίσως και της Μακεδονίας, γενέτειρας του Κεμάλ, αλλά και το στρατηγικό «κλειδί» του Βόλου, με αυτονόητο αντιστήριγμα την Κρήτη.
Αυτό που είναι σήμερα η Λευκωσία και το αποτυπώνει με ειδυλλιακό σπαραγμό η Αννα Μαραγκού στο βιβλίο της, θα είναι σε λίγα χρόνια, νομοτελειακά, η Κομοτηνή, η Ξάνθη, γιατί όχι η Λάρισα, τα Γιάννενα, τα Χανιά.
Είναι ορθολογικά προβλεπτή η επερχόμενη κατάποση. Οχι επειδή οι Τούρκοι είναι ογδόντα εκατομμύρια και οι Ελληνώνυμοι οκτώ. Οχι επειδή είναι εκσυγχρονισμένα πάνοπλοι και εμείς με τα χρήματα του εξοπλισμού τρέφουμε ένα πελατειακό κράτος. Αλλά μόνο επειδή οι Τούρκοι είναι περήφανοι να είναι Τούρκοι, ενώ οι Ελληνες θέλουν, με οποιοδήποτε τίμημα, να γίνουν κάτι άλλο από αυτό που είναι: Να γίνουν, επιτέλους, Ευρωπαίοι! Εστω «επιτροπευόμενοι» από αδίστακτης τοκογλυφίας «εταίρους» με υποθηκευμένα τα «χρυσαφικά» της χώρας, σαδιστικά, στο διηνεκές. Παραμένουμε συνεπαρμένοι οι Ελληνώνυμοι από τον άξεστο καραμανλισμό της συλλογικής συμπλεγματικής μας μειονεξίας: Να γίνουμε Ευρωπαίοι, οπωσδήποτε, ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται.
Ολα τα «κόμματα εξουσίας» είναι στη σημερινή Ελλάδα «προοδευτικά», που θα πει: μάχονται για την «πρόοδο», δηλαδή για τον αφελληνισμό. Αφελληνισμό της γλώσσας, της ιστορικής συνείδησης, της Τέχνης, της λαϊκής παράδοσης. Είναι κοινό πολιτικό πρόγραμμα ο αφελληνισμός, γι’ αυτό και δεν διαφέρει σε προσανατολισμό και στόχους η πολιτική Γαβρόγλου από την πολιτική Κεραμέως. Είναι προϋπόθεση του εξευρωπαϊσμού ο αφελληνισμός, δηλαδή προϋπόθεση της «προόδου», επομένως έχουν τη «λογική» τους οι επιλογές του Κυριάκου Μητσοτάκη: Απέναντι σε έναν αδίστακτο τολμητία Ερντογάν, που εισβάλλει αυθαίρετα στη Συρία, απειλεί να κατακλύσει με πρόσφυγες την Ευρώπη, διακηρύσσει προκλητικά τουρκικό το Αιγαίο, απέναντι σε μια τέτοια λαίλαπα, στήνει υπουργό Εξωτερικών έναν ευπρεπή, αλλά παντελώς ανεπαρκή, δίχως την πείρα διεθνών σχέσεων και διπλωματίας πολιτικό. Με αναπληρωτή, μια σκανδαλώδους ανεπάρκειας, παρουσία.
Αυτή η προσωποποιημένη αναφορά στη σημερινή φαρσοκωμωδία του υπουργείου Εξωτερικών δεν συνιστά, προφανώς, αντικυβερνητική, κομματική κριτική, είναι μόνο οιμωγή έσχατου πια απελπισμού – ας το καταλάβουν όσοι βλέπουν την πραγματικότητα μόνο με τα ματογυάλια της πόλωσης Ολυμπιακού - Παναθηναϊκού, ΣΥΡΙΖΑ - Ν.Δ. Κατρακυλάμε κυριολεκτικά στην άβυσσο και το μόνο που μας ενδιαφέρει, μέσα στον ίλιγγο της πτώσης και πριν τον διαμελισμό του πτώματος στα βράχια, είναι το αφιόνι μιας χωρίς αντίκρισμα εξουσίας.
Βέβαια, το λεκανοπέδιο της Αττικής δεν θα θελήσουν ποτέ να το κατακτήσουν οι πανευφυείς Τούρκοι. Θα το αφήσουν, ίσως και με ολίγη Πελοπόννησο, να σαπίζει από μόνο του ως την έσχατη αποσύνθεση, με υπουργεία, λιμουζίνες, θλιβερούς ηλίθιους αξιωματούχους – να απολαμβάνουν οι Τούρκοι τη σύγκριση με το δικό τους «μεγαλείο».
Έντυπη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)