«Πρέπει να ζήση αυτός ο τόπος; και για ποιους
σκοπούς; Ποια είναι η ιδέα της Ελλάδας;» Αυτό ήταν για τον Κ.Τσάτσο [Τ] το αφετηριακό
και καθοδηγητικό ερώτημα που καθόρισε την πολιτική του φιλοσοφία και πράξη. Θα
μπορούσαμε βέβαια να τον καταναλώσουμε τον Τ, ωσάν τον Κρόνο που τρώει τα
παιδιά του. Να πάρουμε ένα κομμάτι του και να τον τοποθετήσουμε σε μια θυρίδα, βέβαιοι πώς «αποκλείεται να βρίσκεται σε δυο’’.
Αλλά
εδώ που βρισκόμαστε σήμερα, στο έσχατο σημείο της παρακμής, είναι ώρα να δούμε
ακέραια τα πράγματα και να ασκήσουμε την όρασή μας ώστε να δούμε κάθε άνθρωπο
ολόκληρο, με την ελπίδα πώς έτσι θα βρούμε τον κοινό δρόμο συμπόρευσης, που κόψαν
απ΄ τη γη μας οι εργολάβοι.
3.ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ
ΤΟΥ ΟΡΑΜΑ
«Τρεις είναι οι αναβαθμοί που
συνθέτουν την Ιστορία: το άτομο, το έθνος και η ανθρωπότητα»[1],
γράφει ο ΚΤ. Απ΄την οικουμενική αυτή
προοπτική θα αναζητήσει το περιεχόμενο του πολιτικού του οράματος για τον τόπο
του.
Ο ΚΤ μαζί
με τον Α. Αγγελόπουλο και τον Ξ. Ζολώτα είχαν ιδρύσει το 1942-3 τη Σοσιαλιστική ‘Ενωση, βραχύβια πολιτική οργάνωση στην οποία
συμμετείχε και ο Κ. Καραμανλής ως μέλος,
ενώ συνεργασία μ' αυτή είχαν επίσης ο Αλέξανδρος Σβώλος και o Γεώργιος Μαύρος. Πολλές από τις ιδέες που διατυπώθηκαν στα κείμενα της
Σοσιαλιστικής Ένωσης επηρέασαν ή καθόρισαν
τις μετέπειτα πολιτικές πράξεις και
επιλογές του, τις οποίες συνέδεε με το όραμα ενός αδογμάτιστου ελεύθερου
σοσιαλισμού.
Ο ΚΤ πίστευε στην ελευθερία του
ατόμου αλλά και στα κοινωνικά της όρια: Όπως τόνιζε: ''Μονάχα εκεί όπου οι θεμελιακές
αντινομίες δαμάζονται κάτω από έναν κανόνα, υπάρχει ελευθερία στους ανθρώπους,
στα έργα, στις πολιτείες.. Αλλοι ελευθερώνονται μέσα στο άμετρο. Ο έλληνας μέσα
στο μέτρο''[2].
Το έθνος για τον Τ δεν ήταν απλά μια οικονομική έννοια, όπως
πίστευε ο ιστορικός υλισμός, αλλά μια πολιτιστική έννοια, ενότητα κοινής
παραδόσεως και κοινών ιδεολογιών[3].
Ο Τ αποδεχόταν τον μαρξισμό ως οικονομική
επιστήμη. Αποδεχόταν επίσης το πρόταγμά του για
κοινωνική δικαιοσύνη, τονίζοντας πως προϋπόθεση της πολιτικής ελευθερίας
είναι η κοινωνική δικαιοσύνη[4]. Αντιμαχόταν όμως σφόδρα τον κομμουνισμό για
τη μέθοδο που χρησιμοποιούσε: την επαναστατική
βία, την οποία θεωρούσε ως τη χειρότερη ''για να προκόψει ο αγώνας της
κοινωνικής δικαιοσύνης''. Κι αυτό γιατί, πίστευε ότι: ''Από τη στιγμή που
γενικεύτηκε η πολιτική ελευθερία και απόκτησε ο κάθε πολίτης πολιτική εξουσία,
η ανάγκη της χρησιμοποίησης της βίας σχεδόν εξαφανίστηκε και η δυνατότητα όλες
οι κοινωνικές κατακτήσεις να επιτευχθούν δια της δημοκρατικής αρχής της
πλειοψηφίας έγινε το κύριο, το πρόσφορο μέσο’’[5].
Μόνο στην περίπτωση που ο πολίτης στερείται πολιτικής εξουσίας είναι αποδεκτή η
επαναστατική βία. "Ο πολίτης χωρίς πολιτική εξουσία'', τονίζει ο Τ, ''πρέπει
να επαναστατήση για να επιβληθή/ ο πολίτης με πολιτική εξουσία, για να
επιβληθή, αρκεί να οργανωθή και να αγωνιστή με δημοκρατικά μέσα''[6].
Ο σοσιαλιστικός αγώνας, όπως
κάθε τι ζωντανό στην ιστορία, είναι στο σύνολό
του, όχι μίμηση, όχι εκτέλεση, όχι εφαρμογή, αλλά εναγώνια δημιουργία,
πραγματοποιημένη με τα μέσα που είναι κάθε φορά πρόσφορα για τούτην ή εκείνην
την κοινωνία[7].
Μέσα στον ιδεολογικό πόλεμο ο
Τ έμεινε σταθερά υπερασπιστής της
έννοιας του έθνους. Δεν ήθελε όμως τους πατριδοκάπηλους και τους σωβινιστές, «τους
κούφιους λιβανωτούς της αγοραίας εθνικοφροσύνης, που μόνο τους αντιπάλους του
Εθνους υπηρετούν»[8]. Δεν ήθελε επίσης τους εκμεταλλευτές της
κομμουνιστικής απειλής. Γράφει χαρακτηριστικά: « Όμως πέρα απο τους υλιστές της
θεωρίας, υπάρχουν και οι υλιστές της πράξης, [οι εθνοκάπηλοι]. Μιλώ γι’ αυτούς
που μεταχειρίζονται το έθνος και την εθνικοφροσύνη των άλλων για να
προστατεύσουν τα άνομα κέρδη τους δήθεν από την κομμουνιστική απειλή ή για να
καλύψουν με τη γαλανόλευκη πάσης φύσεως έργα ιδιοτέλειας. Είναι
οι υλιστές της πράξης που ενοχλούνται από τους υλιστές της θεωρίας. Αλλά ας τους παραμερίσουμε. Δεν
ενδιαφέρουν εμάς. Ενδιαφέρουν κυρίως τον εισαγγελέα και τον εφοριακό υπάλληλο»[9].
Ο Τ προσέδωσε στις λέξεις έθνος και εθνικόφρων το δικό του
θετικό περιεχόμενο: την έγνοια και την αγάπη για την πατρίδα, πράγμα που
προσιδιάζει προς τον πνευματικό εθνισμό που διαμορφώθηκε κατά την ιδεολογική
αντιπαράθεση του μεσοπολέμου. Δεν πίστευε
στην αντίθεση εθνικισμός-διεθνισμός/ πίστευε στη διάκριση που δηλώνουν
αυτοί οι δυο όροι και στο δυναμικό τους περιεχόμενο. Όπως γράφει: ''Η αντίθεση διεθνισμός-εθνικισμός, όπως όλα τα προπαγανδιστικά
συνθήματα, χάνει τη σημασία της, μόλις κοιταχθή από λίγο ψηλότερα. Η διεθνής κοινοτική συνεργασία χρειάζεται τις
πολιτείες, δηλαδή τα οργανωμένα έθνη. Και οι πολιτείες χρειάζονται πάλι τη
διεθνή τάξη. Όπως το πρόβλημα της σχέσης
ατόμου και πολιτείας βρίσκει τη λύση του σε μια μέση οροθετική γραμμή, που
καθορίσαμε, έτσι βρίσκει τη λύση του και το πρόβλημα της εξουσίας μιας
υπερ-πολιτειακής τάξης απέναντι στις πολιτείες. Οι ίδιες αρχές της δημοκρατίας
και της κοινωνικής δικαιοσύνης, που αποδείχτηκαν σαν απόλυτα αιτήματα της
κοινωνικής ζωής, πρέπει να αναγνωριστούν σαν απόλυτες αρχές που πάντα θα
ορίζουν τη ζωή των εθνών. Η υπερπολιτειακή κοινωνία θα κυβερνιέται
δημοκρατικά.. θα οργανωθεί κοινωνιστικά, δηλαδή θα έχη κάθε πολιτεία τις ίδιες
υλικές και ηθικές δυνατότητες προκοπής''. Επίσης, ''Κάθε πολιτεία θα ρυθμίζη, όπως και κάθε άτομο, αυτόνομα τη ζωή της''[10].
Η μετατροπή, της διάκρισης
εθνικισμός-διεθνισμός σε αντίθεση,
συνιστά για τον Τ κομμάτι της
ιδεολογικής στρατηγικής στον πόλεμο που διεξάγει ενάντια στα έθνη ο
ολοκληρωτισμός, είτε υπό την
κεφαλαιοκρατική του μορφή, είτε υπό την κομμουνιστική, είτε υπό τη ναζιστική. Διότι, όπως γράφει, «ο
ολοκληρωτισμός γενικώς αρνείται την έννοιαν της εθνικής πολιτείας και εν
πολλοίς την έννοια του έθνους»[11]. «Σκοπός του απώτατος είναι η υποταγή της
ανθρωπότητας εις μιαν ενιαίαν πολιτική τάξιν και εις ένα ενιαίον τύπον
πολιτισμού».
Σήμερα όλοι στην Ελλάδα έχουμε αποκτήσει την πικρή εμπειρία για να κατανοήσουμε τα παραπάνω λόγια.
Ο πρόθυμος ενδοτισμός των πολιτικών μας στη Νέα τάξη πραγμάτων (new world order) με τα μνημόνια και τις συμβάσεις δανεισμού σήμανε για την
Ελλάδα μια νέα περίοδο εθνικής και πολιτικής υποδούλωσης, που τη συνοδεύουν η καταλεηλάτηση του δημόσιου και ιδιωτικού πλούτου, η καταστροφή
του οικονομικο-παραγωγικού μας ιστού, η φτωχοποίηση
και εξαθλίωση του λαού, η μετανάστευση και η εξόντωση του πλέον παραγωγικού ανθρώπινου
κεφαλαίου.
Εδώ και δεκαετίες πριν, ο Τ
τόνιζε πώς ''Η οικονομική βιωσιμότητα
της Ελλάδας’’ είναι ένα πρόβλημα. Και το
πρόβλημα αυτό δεν έχει λυθή''.
Επισήμαινε μάλιστα ότι η λύση του
προβλήματος δεν βρίσκεται στο ν΄αφεθούν
τα πάντα στην ατομική πρωτοβουλία. Έγραφε: ''Οι πολλές και συχνά ύποπτες συνηγορίες
υπέρ του σημαντικότατου παράγοντα της ατομικής πρωτοβουλίας δεν πρέπει να μας
κάνουν να λησμονούμε, ότι η οικονομία η
σημερινή, με τη διεθνή της εξάρτηση, έχει ανάγκη από μια οργανωμένη καθοδήγηση.
Δεν μπορεί να αφεθούμε πια στη σιγαστή λειτουργία του νόμου της προσφοράς και
της ζήτησης. Η αποκατάσταση της
ισορροπίας είναι απαραίτητο να γίνει πιο γρήγορα, με την παρέμβαση του κρατικού παράγοντα''[12], έτσι ώστε «στον καθε ανθρωπο να δοθή η μεγαλύτερη δυνατή υλική ευρυχωρία,
η μεγαλύτερη δυνατή λύτρωση από τα δεσμά της υλικής ζωής. Δεν είναι ούτε ηθικό,
ούτε λογικό, το πλεονέκτημα τούτο να το έχουν λίγοι»[13].
Για να
σταθεί στον διεθνή ανταγωνισμό μια τέτοια
οικονομία προϋπόθεση ήταν, για τον Τ, η
επιλογή των αρίστων. Αρκεί να σκεφτούμε πάνω στο σημείο αυτό σήμερα με ποιό
τρόπο κάνουν επιλογή προσωπικού οι
πολυεθνικές και τα πιστωτικά ιδρύματα. Αυτούς θέλουμε ως πρότυπο; Όχι βέβαια,
αλλά απένατι στον πόλεμο που μας επιβάλλουν (με την υπογραφή μας-ας μην το
ξεχνάμε), δεν μπορούμε να υπολειπόμεθα σε αποτελεσματικά όπλα. Επιλογή των αρίστων, λοιπόν, επιζητεί ο Τ τόσο για την ηγεσία και το πολιτικό σύστημα
όσο και για τις θέσεις κλειδιά στο κράτος
και τη διοίκηση. Αυτούς είναι που αποκαλεί ''βασιλικούς άνδρες''. Και αυτοί πιστεύει πως υπάρχουν. Το ελληνικό έθνος, γράφει, «ακόμη σήμερον διατηρεί εις την ιστορική του κοίτην νάματα
χρυσοφόρα, ικανά δημιουργικώς να συμβάλλουν εις την προαγωγήν του ανθρώπου».
Γι’ αυτό, ''οφείλομεν να περιφρουρήσωμεν
την ηθικήν και πνευματικήν αυτονομίαν του ανθρώπου, εντός του εθνικού μας
πλαισίου''[14], αλλά και εκτός αυτού: ''εις τα ευρύτερα υπερεθνικά σχήματα εις τα οποία
εισέρχεται με βήμα γοργόν η ιστορία''.
Ένα τέτοιο σχήμα είναι η
Ευρώπη. ''Γεννήθηκα
ευρωπαίος όσο και Ελληνας''[15], θα πει ο Τ. ''Στην
Ευρωπαϊκή οικογένεια ανήκει και η Ελλάς''[16]
«Γι’ αυτό πρέπει να καταπολεμηθη, συνεχίζει, κάθε προσπάθεια –είτε γεωπολιτική
είτε κοινωνικοοικονομική- να αποσπασθή το ελληνικό έθνος από τον ευρωπαικό κόσμο».
Δεν δέχεται όμως ο Τ τον ευρωπαϊκό κόσμο
όπως είναι σήμερα, δηλαδή υποταγμένο στο κυνήγι του κέρδους και τον υλισμό.
Προσβλέπει «στην ευρωπαικήν
ανασυγκρότηση του ευρωπαικού κόσμου και στην αναμόρφωση του μεταφυσικού της
στερώματος[17]. Μέχρι ποίου σημείου,
αναρωτιέμαι σήμερα, μπορούμε να επιμείνουμε ακόμα σ’ αυτή τη θέση;
«Σήμανε η ώρα», θα πεί ο Τ, «που το διαλεκτικό εκκρεμές πρέπει να
προχωρήση από την καταλύουσα αντίθεση, ..προς μια νέα δημιουργική σταθερή θέση και τελικά προς μια νέα σύνθεση.
Σήμανε να ώρα να θυμηθούμε ότι το ρεύμα του χρόνου δεν συμπαρασύρει τα πάντα
και οτι επάνω από τη ροή των πάντων,
υπάρχουν οι μη ρέοντες νόμοι της ροής και οι ακατάλυτες αξίες, που διατηρούνται
αλώβητες μέσα στα ρέοντα στοιχεία.Μέσα στην αναρχία της ζωης και της
έκφρασης, σήμανε η ώρα να αναδυθη η τάξη
και το μετρο, η ηρακλείτεια παλίντονος
αρμονία και απάνω σπό τα ερείπια των αναποδογυρισμένων αξιών να οικοδομηθη
ο νεος ναός. Σήμανε η ώρα της επανεγκαθιδρύσεως
των πρωτείων του Λόγου, επάνω από όλες τις άλλες αρχές της ζωής[18].
*ΕΚΕΣΕ: Ευρωπαϊκό Κέντρο Ευρυτανικών Σπουδών και Ερευνών.
ΠΗΓΕΣ
[1] Λογοδοσία μας ζωής, σ.610.
[2] Κωνσταντινος
Τσάτσος, Ελληνική Πορεία-Πολιτικά δοκίμια,σ20.
[3] Λογοδοσία
μιας ζωής,σ.61
[4] ’’Την ιδέα της πολιτικής ελευθερίας ακολουθεί με απόλυτην
αναγκαιότητα η αρχή της κοινωνικής δικαιοσύνης. Χωρίς τη δεύτερη, η πρώτη δεν υπάρχει. σ.136
[7] Ελληνική Πορεία,σ.121
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου