Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2024

Αλέστια Ευρυτανίας



Ιστορίας συνέχεια (μέρος πρώτο)
Η νεότερη ιστορία του χωριού ξεκινά κάπου στο 1850. Το έτος αυτό υπάρχει αποδεικτικό στο χωριό όπου αναφέρεται στην κοινότητα Αλεστίων της ενορίας Προυσού. Μετά την απελευθέρωση ήταν οικισμός του Δήμου Αρακυνθίων μέχρι το 1912 που έγινε κοινότητα (Φ.Ε.Κ Α216/1912). Στη συνέχεια όπως όλες οι περιοχές της Ελλάδας ακολούθησε την κοινή πορεία της φτώχειας και της ανέχειας των δυο πολέμων και του εμφυλίου που ακολούθησε.
Τα Αλέστια προσέφεραν θυσία στους πολέμους πολλά από τα παλικάρια της εποχής. Παρακάτω γίνεται μια αναφορά σε αυτούς με κίνδυνο να έχουν ξεχαστεί κάποιοι.
Στο βιβλίο "Ιστόρημα γεναλογικόν οικογένειας Τσερπέλη" (1963) του Χ.Τσερπέλη-Κ. Παπαζαχαρία γίνεται λεπτομερής αναφορά αγωνιστών του 1821 από τα Αλέστια και υπάρχει αναμνηστική μαρμάρινη πλάκα στο Ηρώον του Μεσολογγίου (Αθανάσιος Τσερπέλης, Αγωνιστής, Μαχόμενος εν Μεσολογγίω 1824-1826 εφονεύθη εις Ντάπια Γ. Κίτσου).
Καρακάσης Κων/νος στο Μικρασιατικό πόλεμο.
Πεζούλας Γιώργος, Τσερπέλης Αριστείδης, Πρωτόγερος Βαγγέλης, Παπαϊωάννου Νίκος, Παπαϊωάννου Γιάννης στο Αλβανικό μέτωπο και Πεζούλας Γιάννης, Κουτσιούκης Αντρέας και Καρφής Νίκος στον εμφύλιο.
Αλλά και στον πόλεμο του 1940 στα βουνά της Αλβανίας αρκετοί έχασαν τη ζωή τους ή τραυματίστηκαν. Ανάμεσά τους ο Γιώργος Γκούστας,
Ακολούθησε η μεγάλη μετανάστευση κυρίως στην Αμερική, την Αυστραλία, τον Καναδά και τη Γερμανία και η εσωτερική μετανάστευση προς την Αθήνα. Τα χρόνια αυτά το χωριό αρχίζει να χάνει σημαντικό κεφάλαιο από το ενεργό δυναμικό του, το εργατικό και πνευματικό δυναμικό του.
Η μεταπολίτευση βρίσκει το χωριό με ένα ακόμη ισχυρό πλήγμα. Είναι τα χρόνια που όλα τα χωριά της Ευρυτανίας, είτε είχαν πρόβλημα είτε όχι, όπως τα Αλέστια, ζητούν και καταφέρνουν να χαρακτηριστούν κατολισθήσιμα και μεταφερταία με σκοπό να πάρουν οικόπεδα και δάνεια εκτός Ευρυτανίας για να χτίσουν εκεί νέο οικισμό. Έτσι η μισή Ευρυτανία βρέθηκε στη Λαμία, στην Αταλάντη, στον Αλίαρτο, και στο Αγρίνιο. Τα Αλέστια και όσοι διοικούν το χωριό τότε επικεντρώνουν την προσπάθειά τους στο νέο οικισμό, τα Κοκκινοπύλια στο Αγρίνιο και το μητρικό χωριό αρχίζει να παρακμάζει σταδιακά. Μια μια οικογένεια , τελειώνοντας το σπίτι της στο Αγρίνιο, μετακόμιζε, αρχικά το χειμώνα και σιγά σιγά όλο το χρόνο. Ελάχιστες οικογένειες έμειναν πίσω και από το 1987 μόνο ο μπαρμπα-Γιάννης ο Πεζούλας έως ότου μετά την ασθένεια της κυρά – Κωστάντως το 2008 αναγκάστηκε και ο τελευταίος να εγκαταλείψει το χωριό. Από τότε κανείς δε μένει μόνιμα το χειμώνα και το χωριό κατοικείται από αρχές Ιουνίου έως και τα τέλη Οκτωβρίου. Αρχές Ιουνίου σταθερά κάθε χρόνο δυο-τρεις οικογένειες ανηφορίζουν στο χωριό και εκεί παραμένουν ως το τέλος του Οκτώβρη. Τακτικά επισκέπτονται το χωριό άλλες δυο-τρεις οικογένειες σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο από το Αγρίνιο και για περισσότερες μέρες τον Αύγουστο όσοι διατήρησαν τα σπίτια τους. Σημείο αναφοράς το πανηγύρι το Δεκαπενταύγουστο, αν και τα δυο τελευταία χρόνια θλιβερά συμβάντα με ανθρώπους που υπεραγαπούσαν το χωριό και ήταν σταθερά εκεί, δεν επέτρεψαν την πραγματοποίησή του. Παρέμενε ωστόσο ο εκκλησιασμός στον ιερό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, της κεντρικής εκκλησίας του χωριού, πρωτοσταντούντος του παπα-Κώστα που παρά το προχωρημένο της ηλικίας δίνει κάθε χρόνο το παρόν. Το χωριό αποκτά ξανά ζωή στα μέσα του Φθινοπώρου , με την έναρξη του κυνηγιού. Τα Σαββατοκύριακα και τις Τετάρτες μεγάλες παρέες κυνηγών επισκέπτονται το χωριό και αντιλαλούν οι πλαγιές από φωνές, γαβγίσματα σκύλων και πυροβολισμούς.
Όλες οι αντιδράσεις:
Costas Tsiantis

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)