Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Τρίτη 9 Μαΐου 2023

«Άκου Ευρώπη»-Ζωή Δικταίου


Ημέρα της Ευρώπης η 9 Μαΐου, ανάγκη να επαναπροσδιορίσουμε τη στάση και τη σκέψη μας απέναντι στον άνθρωπο και το μέλλον για να συνεχίσουμε να γιορτάζουμε την ειρήνη και την ενότητα. Η ημερομηνία αυτή μπορεί να σηματοδοτεί την επέτειο της ιστορικής «Διακήρυξης Σουμάν», όταν σε ομιλία του στο Παρίσι το 1950,  από τη θέση του Υπουργού Εξωτερικών, ο Ρομπέρ Σουμάν, πρότεινε μια νέα μορφή πολιτικής συνεργασίας στην Ευρώπη, η οποία θα απέτρεπε κάθε ενδεχόμενο πολέμου μεταξύ των ευρωπαϊκών λαών.

Όμως αρκετά χρόνια πριν το 1950, ένας ονειροπόλος, ο σπουδαιότερος Γάλλος λογοτέχνης Βίκτωρ Ουγκώ διαπνεόµενος από ανθρωπιστικά ιδεώδη, εµπνεύστηκε τις «Ηνωµένες Πολιτείες της Ευρώπης» ως έναν χώρο ειρήνης. Απόσπασμα από το ποίημά μου «Άκου Ευρώπη», – από την ποιητική συλλογή «Αύριο, στάχυα οι λέξεις» – , επιλέχτηκε και βρίσκεται μαζί με το κείμενο από την εναρκτήρια ομιλία του μεγάλου Γάλου ιδεαλιστή στο συνέδριο για την ειρήνη στις 21 Αυγούστου 1849,  στο βιβλίο «Κριτήρια συνεξέτασης Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχίας Γ΄Λυκείου» από τις εκδόσεις 24 γράμματα και το θεωρώ μεγάλη τιμή. Ολόκληρο το ποίημα εδώ:

Καλότυχη δεν θα ’λεγα στις μέρες μας,

πως είσαι Ευρώπη

και δεν θα νιώθεις τη χαρά που άλλοτε

στις παρυφές της Δίκτης, έδρεψες σε άλσος ιερό,

με στάχια ώριμα του θερισμού

και δάφνες στο κεφάλι

με τους καρπούς του Έρωτα

και τα μήλα του πόθου στα χέρια.

Τις έγνοιες και τους κόμπους απ’ τη σκέψη σου

δεν έχεις βρει τρόπο να λύσεις,

ακόμη αγαπημένη.

Μάταια ψάχνεις να κρυφτείς

μέσα στην άβυσσο που έχτισες

μάταια, γιατί οι ναοί σου γέμισαν θυσίες

και θρήνοι αντηχούν στις ρεματιές σου,

μάταια, γιατί η αναπάντεχη ώρα έφτασε

γιατί, κρατώ στο χέρι εγώ τον κεραυνό,

μην το ξεχνάς,

ο νους σου θα γυρίζει πάντα εδώ τις νύχτες

κι εδώ θα σβήνεις την ξανθή σου φλόγα.

Να ξέρεις,

άλλους ύμνους δεν θ’ ακούσεις την αυγή

να υψώνονται για εσένα στους αιθέρες

και λόγια απ’ τα ουράνια βάθη

δεν θα ειπωθούν ξανά

όσο η αρετή σου πλέει μες στο βούρκο

και εσύ σε σάπια πέλαγα

αφήνεις να βουλιάζει η στέρεη δόξα σου.

Όχι, πριν η λαχτάρα σου

για το καινούριο αγκάλιασμα φανερωθεί

όχι, πριν δέσεις τη λευκή κορδέλα

στο λαιμό του ταύρου

και πλύνεις με το δάκρυ σου

το αίμα και το κρίμα

από χιλιάδες που άφησες πληγές

ν’ ανοίξει ο εγωισμός,

όχι, πριν του Ζέφυρου οι πνοές

διαλαλήσουν στα πέρατα του κόσμου

πως θέλεις να είσαι, δική μου,

για να μείνεις η Ευρώπη του μύθου,

δική μου, στο δικό μου ακαταμέτρητο σύμπαν.

Όχι και στο θυμό μου, γενναιόδωρος μαζί σου,

δεν θέλω να γυρνάς με πείσμα αλύγιστο,

χωρίς να έχεις την ταυτότητα που σου έδωσα

όχι θνητή, εσένα που σου φύσηξα θεία πνοή και φως

μεθώντας με το ρόδινο βελούδο των χειλιών σου,

νεκρή και σκοτεινή ψυχή

δεν θα σε θέλουν οι αιώνες που έρχονται

και θα ρωτήσει η Ιστορία, τους αιώνες.

Πως γίνεται να λησμονάς το ρίσκο σου

να με ακολουθήσεις στο ταξίδι,

θυμήσου θυγατέρα των κέδρων της Ανατολής,

Ευρώπη, που σε ανάθρεψε η Φοινίκη

με άσπρο χυλό και μέλι,

όταν στην Κρήτη φτάνοντας σε αγκάλιασα

στο χώμα κοίταζες κατακόκκινη και ντροπαλή

η Κρήτη, ευλόγησε την ένωση μας…

Δεν έχεις παρά να κοιτάξεις

απ’ τη χαραμάδα της μνήμης,

το Μάη, όταν ανθούν οι παπαρούνες στον κάμπο

έχουν το χνούδι των χειλιών σου,

απ’ τα φιλιά και τους χυμούς που πότισαν τη γη

και τώρα, πως δε λογαριάζεις

τίποτα απ’ τα ακριβά που έζησες

και πως ατίμητα στεφάνια θέλεις

να φορείς με ψεύτικα στολίδια

και είναι η βούληση σου εκδικήτρα κι άδικη.

Γιατί τα πλήθια κύματα του Αιγαίου δεν ακούς

παρά ποθείς τις συμφορές και τους θανάτους των λαών

κι αμέτρητους τρόπους μηχανεύεσαι

για να γεννάς κακομοιριές και πάθη.

Αφήνεις δίχως έλεος, άσπλαχνα,

να παίρνουν αποφάσεις, άρχοντες λέει,

μα δεν είναι οι άρχοντες σου θεοτίμητοι,

και συ θαρρείς πως κάθεσαι ειρηνικά στο θρόνο,

μα δεν ακούς… ο πόλεμος σέρνεται γύρω σου.

Ευρώπη, δεν είναι οι Κορύβαντες Κουρήτες

που χτυπούν τα κύμβαλα

δεν είναι ο χορός της μύησης σου,

και τα τραγούδια, δεν είναι των Μουσών.

Ήχοι βαρβάρων, που έχουν πόθο αψύ τον πλούτο

και παραχορτασμένοι που την ύβρη υπηρετούν

αυτοί, το θάνατο σου μηχανεύονται με αυθάδεια

και μοίρα ολέθρου σου ετοιμάζουν για ξημέρωμα.

Ευρώπη, ποιος να σε ξυπνήσει από το λήθαργο,

στον ύπνο σου, άλλοι,

σχεδιάζουν σπαραγμούς και οδύνες

υψώθηκαν πάνω απ’ το μέτρο οι μνηστήρες

και θαρρούν πως τράνεψαν, τόσο,

για να μπορούν και τους θεούς να μέμφονται

πικροί αντίπαλοι μ’ αδικομαζωμένα κέρδη

αδείλιαστα τη μοιρασιά έχουν βάλει στο βωμό

καταραμένοι και ξεδιάντροποι θα σβήσουν στον αιώνα.

Έτσι όπως είσαι, δεν σου αξίζουν ρόδα ανθισμένα

μισώ τους τρόπους σου, μα όχι εσένα,

αστραφτερό το βλέμμα πια δεν έχεις

και η μέρα ήρθε που τη δόξα τερματίζει

ήρθε, με τον ψίθυρο που δεν ήθελες να ακούσεις

κι ήταν δικός μου ο ψίθυρος,

αυτόν που ο Νότος, μέσα από χιλιάδες φυλλωσιές

πάσκισε να σου φέρει, με το φεγγάρι στο κανίσκι

και τα άστρα στα δίχτυα,

να σου θυμίσει τ’ αφρισμένα κύματα που πέρασες

σαν άστραφτε το φιλντισένιο σώμα σου

κάτω από τον ήλιο της Δήλου

και απ’ το κρασί που ήπιες και μέθυσες

είχε κρατήσει το άρωμα,

για να σε πείσει να λυγίσεις

μα εσύ, είσαι ήδη

στα στενά της Χάρυβδης παραδομένη.

Αύριο… Ευρώπη,

όταν τη σκουριασμένη διαμαρτύρηση

από την πόρτα που έκλεισες θ’ ακούς,

μόνη θα ’ρθεις, ικέτιδα με δίχως όνομα,

στο δρόμο το στενό

της ανελέητης ανάγκης σα βρεθείς

την αλυσίδα σου, στα πόδια μου να ρίξεις.

Τα πληγωμένα μου αγάλματα θρηνούν

μα όχι τόσο για τα σπασμένα μέλη τους,

όσο γι’ αυτή την ξενιτιά που όρισες πατρίδα.

Βαριά τα βλέφαρα σου κλείνεις

θαρρείς και δεν αισθάνεσαι πως δεν ανήκουν

σε κανένα από τα βάθρα σου, οι Καρυάτιδες

και η Αφροδίτη και η Νίκη κι ο Αρπιστής

και η πληγωμένη μου, η γενναία Αμαζόνα

και τ’ άλλα σμιλεμένα μάρμαρα,

δικά μου, ταγμένα

στα μεγάλα μου ιερά να στέφονται

με καταπόρφυρες ροές από το άρμα του ήλιου

αγγέλλοντας το δίκαιο όρκο της τιμής και της ζωής

όταν η αγάπη των κοινών θνητών

πυργώνει πιο ψηλά από τα νέφη και τον Όλυμπο

τον αθάνατο Έρωτα και το υφάδι της Ελευθερίας

χαλκεύοντας τους νόμους της φυλής

στ’ αμόνι της αλήθειας.

Θα μου γυρέψεις αμοιβή της αρετής,

μα δεν θα λάβεις, ποιας αρετής,

βλέπεις, λησμόνησες τη θεία Ευγνωμοσύνη

κι εγώ, μετρώ τ’ αποκεφαλισμένα όνειρα.

Σαν τι θα γίνεις, αν εκείνα που σου χάρισα

στης λήθης το ποτάμι αφήσω να κυλήσουν,

πως λόγο θα αρθρώσεις για τον Έρωτα

και στην ψυχή, ποια θεραπεία, με ποια λέξη,

σε ποιο αμφιθέατρο η Δημοκρατία να υμνηθεί

και πως ο ενθουσιασμός να σε οδηγήσει σε συμπόσια,

η μελωδία, η αρμονία, ο χορός, που θα βρουν θέατρα,

και πως θα αποκαλείς τις πιο μεγάλες σου ορχήστρες.

Ακαδημία και φιλοσοφία και φαινόμενα και σκέψη

δώρα, προικιά πολιτισμού

πιότερο κι απ΄ του κόσμου το χρυσάφι

ακριβό το πνεύμα.

Σκέψου, όταν μελαγχολήσεις από φόβο,

που θα βρεις φωνή να το ιστορήσεις.

Μα πάλι, δεν μπορώ να σ’ αρνηθώ

γι’ αυτό πλατεία σου ετοίμασα

ανάβοντας ξανά αρχαίους πυρσούς,

στη Δίκτη, εκεί πρώτη φορά, στο λίκνο μου

σε κλίνη από μάρμαρο λευκό περίτεχνο,

τρύγησα του ανθοστόλιστου κορμιού σου

τη χαρά και τη συγκίνηση

και εσύ την πιο τρανή τη δόξα,

τότε κέρδισες, Ευρώπη.

Λύρα εφτάχορδη σου πρόσφερα, ν’ ακούς,

να μη μπορείς να κρατηθείς μακριά

κι από τη φλογισμένη αστραπή του πόθου σου,

ποτέ να μην λυθείς και να ξεφύγεις.

Ο χρυσαετός θα λύσει τον αρχαίο χρησμό σε Ανατολή

αγέννητο παιδί θα στο μηνύσει

και με λαχτάρα

για το γυρισμό σου θα μιλήσεις

στη Δύση, με έργα βαθυστόχαστα,

έδωσε η μάντις η τυφλή απάντηση στο χρόνο,

σαν καταλάβεις πως σε χθόνιο αγώνα σε τραβούν

και σπέρματα κακού φυτρώνουν,

όλο πιο πολλά στη γη σου,

την ώρα που αψηφάς τον κίνδυνο που ελλοχεύει,

γυρνάς δήθεν αμέριμνη,

με το χυδαίο χιτώνα της αλαζονείας

αυτόν που σε έχει αλλοτριώσει

και παιανίζεις την αυτοκαταστροφή, τρελή,

στη συνδιαλλαγή με τους εμπόρους του θανάτου.

Ιέρειες του πόνου άλλες

δεν θα βρεις να σε υπηρετήσουν

στον κύκλο του Έρωτα αγιάζει η συμφιλίωση

κι είναι το νήμα ασήμι και χρυσό μιας άλλης έλευσης.

Θα μείνω εδώ, η ελπίδα αντέχει

στη χώρα που γεννήθηκε το φως

να περιμένω, το προσωπείο να πετάξεις

κι αυτά τα χάρτινα κλειδιά του δεσμοφύλακα

τα βρόμικα, να ρίξεις στην πυρά

κι όχι ψυχές, λάθη που είχες κάνει κι άλλοτε…

Θα μείνω εδώ, η ελπίδα αντέχει

στη χώρα που γεννήθηκε το φως

να περιμένω, αψίδα Ειρήνης θα σου πλέξω

με μυρτιές και κληματόβεργες

απ’ τα ηφαίστεια νησιά

από την τυραννία και το χλευασμό να σε γλιτώσω.

Θα μείνω εδώ, η ελπίδα αντέχει

στη χώρα που γεννήθηκε το φως

να περιμένω, στ’ αλώνια τα πανσέληνα

εδώ που ξύπνησε

η καρδιά κι ο νους της οικουμένης

έλα, ν’ αφουγκραστείς απ’ την αρχή

το μέλλον σου, Ευρώπη.

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)