Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Κυριακή 6 Μαρτίου 2022

Georgios Manos Γεώργιος Μάνος: Χρόνοι δίσεκτοι και μήνες οργισμένοι

 Georgios Manos

3 ώρ. 
Πριν 100 χρόνια!
«Σαν πέρασε το πρώτο ζεμάτισμα, ένα πράμα μάς ένοιαζε ούλους, το φευγιό. Ολόγυρα έβλεπες προσώπατα άσπρα, στόματα στεγνά και μάτια γιομάτα παράπονο, για την κακοτυχιά που μας ήβρε στα καλά καθούμενα. Μέσα στο νου, ούλα ήτανε μπερδεμένα. Μονάχα όποιος έζησε την προσφυγιά, μπορεί να καταλάβει της ψυχής το ανακάτεμα.
»Βλέπεις τον τόπο σου, τόνε πατάς, ρουφάς τον αγέρα του, ακούς τα πουλιά του να κελαϊδούνε, και καποιοινοί σε προστάζουνε ούλα αυτά, μονομιάς, να τα λησμονήσεις και να φύγεις. Δίχως να ξεύρεις μήτε πού θα πας μήτε άμα φτάσεις ζωντανός. Το άδικο σε πινίγει. Θέλεις να παραπονευτείς, να υβρίσεις, να βαρέσεις, ακόμα και να σκοτώσεις, ναι να σκοτώσεις τον αίτιο, που δε λογαριάζει εσένα, τα παιδιά σου, τη φαμίλια σου. Μα ποιος είναι ο αίτιος; “Οι μεγάλοι, που μας πρόδωσαν”. Και πού να έβρεις εσύ εκείνην την ώρα τους “μεγάλους”, για να γυρέψεις το δίκιο σου; Αναγκαστικά, μπαίνεις άβουλος στο μεγάλο κοπάδι, και όπου βγει! Δεν έχεις γνώμη. Νιώθεις άχρηστος, αδειανός, τιποτένιος!
»Μέσα σε λίγες ώρες, ένα μακρύ φιδωτό ποτάμι από αραμπάδες, διάβαινε βουβό της μοίρας της κακιάς το δρόμο. Η άκρη του χάνονταν μακριά στ’ αψηλώματα, εκεί που ο ουρανός ακούμπαγε τη γης. Και στο διάβα του έσμιγαν, από δεξιά και ζερβά, κι άλλοι αραμπάδες, και το ποτάμι φούσκωνε και θέριευε, και μαζί θέριευε κι ο πόνος του ξεσπιτωμού. Από δίπλα, και πολλοί με τα γαϊδουράκια τους, μα κι άλλοι ποδαράτοι. Αντάμα κι οι κεχαγιάδες, που πολέμαγαν οι φουκαράδες να σώσουνε ό,τι μπόρεγαν απ’ το κοπάδι τους και το βιος τους. Έστω και λίγα προβατάκια, για σερμεγιέ στο καινούργιο αρχίνημα.
»Οι γερόντοι, ανήμποροι, ξαπλωμένοι στους αραμπάδες, μέτραγαν μοιριολογώντας ένα ένα τα βήματα, που ξεμάκραιναν απ’ τη φύτρα τους. Τα ’βαζαν και με τους δικούς τους, που δεν έστρεξαν να τους αφήσουνε ν’ αποθάνουνε στον τόπο τους. “Ασήτε με, μπρε, ν’ αποθάνω εδώ, στον τόπο μ’! Μη με ξεριζώντε τα τζιέρια μ’! Που να μην έσωνα, να πιω τέτοιο φαρμάκ’!” φώναζε στα παιδιά του ένας παππούς, όντας σταμάτησαν στο χωριό μας, για να γιομίσουνε με νερό τη μπούκλα τους.
»Με καρδιές σφιγμένες, μάτια κόκκινα, πρησμένα, και με στόματα σφαλιχτά, διάβαιναν ούλοι άλαλοι το δρόμο τον αγύριστο. Με πίκρα, γι’ αυτό που άφηναν. Με φόβο, γι’ αυτό που θα ήβρισκαν. Πολλοί καλοτύχιζαν τους αποθαμένους, “που τους αξίωσε ο Θεγιός να τους σκεπάσει το χώμα της Πατρίδας. Εμείς δεν ξεύρουμε νε (ούτε) πού θα ζήσουμε νε πού θα αποθάνουμε!”. Πολλοί δεν άντεξαν. Η καρδιά τους τους πρόδωσε. Παραχώθηκαν στο δρόμο. Οι τυχεροί, με παπά και μ’ ένα βιαστικό “αιωνία η μνήμη”. Οι άλλοι, δίχως παπά, αδιάβαστοι, αβλόγητοι, αθύμιαστοι.
»Οι ρίζες μας κόβουνταν. Φαμίλιες κομματιάζουνταν και κάθε κομμάτι έπαιρνε το δικό του δρόμο. “Άτζεπα (άραγε) θα ξανανταμώσουμε;” Σε ήρχουνταν να βάλεις τα κλάματα. Μα για ποιο να πρωτοκλάψεις; Για τους ζωντανούς, που ξεριζώνονταν και σκόρπιζαν; Για τους αποθαμένους, που θ’ απόμνησκαν παρατημένοι; Για τα σπίτια, που θα γίνουνταν γιάγμα; Για την εκκλησιά, που θα γύρναγε σε τζαμί; Για το βιος, που γίνηκε με ίδρο και κόπο, και τώρα θ’ άλλαζε αφέντη; Για ούλα αυτά έκλαιγες. Μα και για το φύσημα του αγέρα, το χάδι του γήλιου, το αηδονοκελάδημα, το κελάρυσμα του νερού. Για ούλα, όσα συνήθισαν να βλέπουν τα μάτια, να ακούνε τα αυτιά, να ακουμπάνε τα χέρια, να νιώθει η ψυχή. Για ούλα, όσα αγάπησες από παιδί, τα ένιωθες δικά σου, ήτανε ένα με τα σένα, και τώρα θα απόμνησκαν οπίσω. «Για την Πατρίδα» έκλαιγες, γιατί αυτή θ’ απόμνησκε οπίσω.
»Αχ, αυτή η λέξη, που πρωτακούστηκε εκείνες τις ημέρες, γράφτηκε στο νου και στην καρδιά με δυνατό μελάνι! Τα χείλια την έκαμαν λυπητερό τραγούδι. Και το τραγούδι το πήρε ο αγέρας και το ’καμε μοιριολόι, που πέρασε βουνά και πέλαγα, πολιτείες και χωριά, κι απλώθηκε σ’ ούλη τη Θράκη και τη Μικρασία, κι όπου η φύτρα η ρωμαίικη γνώριζε εκείνην την ώρα την κατάρα του ξεριζωμού».
Γεώργιος Μάνος
Χρόνοι δίσεκτοι και μήνες οργισμένοι
Ιστορικό αφήγημα
Εκδόσεις Λόγος & Εικόνα
Τρίτη έκδοση
Απόσπασμα
Μπορεί να είναι εικόνα εξωτερικοί χώροι
Εσείς, Αστερίου-Καβάζη Κατερίνα, Δέσποινα Στεφανίδου και 391 ακόμη
133 σχόλια
35 κοινοποιήσεις

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)