δῶρα δ᾽ Ἀχιλλῆϊ φερέμεν, τά κε θυμὸν ἰήνῃ
(Ομήρου Ιλιάδα Ω 196).
Βαθύ σκοτάδι ολόγυρα κι η άμαξα με το γέρο Πρίαμο
τα τείχη περνά της Τροίας και προς τη σκηνή οδεύει του Αχιλλέα,
που τον 'Εκτορα νεκρό στο άρμα του σφιχτά σαν έδεσε
τον περιέφερε ταπεινωτικά στην πόλη για τρεις μέρες
έτσι που τους θεούς εξόργισε, κι' ακόμα δεμένον έχει.
Στέρεψε ο σεβασμός για τους νεκρούς σε Αχαιούς και Τρώες
τι ότι ο πόλεμος τους τύφλωσε και δε μπορούν να δούνε
πως ένας ο ήλιος κάθε αυγή στο Άργος και την Τροία
κι ένας ο θείος Όλυμπος ο νεφοσκεπασμένος
κι ο θάνατος ένας που παραφυλάει στης μοίρας τα πιθάρια
ν' απλώσει τη χλωμάδα του πάνω στους ανδρειωμένους.
Τρέχανε τ' άλογα ιδρωμένα στον καρόδρομο κι ο άξονας έτριζε
ενώ ο γέρος σιωπηλός στο μισοσκόταδο
σ' έγνοια βαθιά βρισκόταν κι απορία
για το πώς τα ενάντια μες τη ζωή οι άνθρωποι θα γεφυρώσουν
και της αιματηρής βίας θ' αποφύγουν τα αζήλευτα έργα.
Κατέφτασε ο μέγας Πρίαμος και στη σκηνή μπήκε του Αχιλλέα
όπου μπροστά στα πόδια του έσκυψε και τα χέρια φίλησε τ' ανδροφόνα
ενώ με λόγια και δώρα που περίμεναν κοίταζε το θυμό του να μαλακώσει
μέχρι που τον συγκίνησε και δάκρυα τον πήραν, ωσάν του πατέρα του
εκείνος θυμήθηκε τα μοναχικά γεράματα και του Πάτροκλου τα νιάτα
που στη μάχη ένδοξα έπεσε απ΄ του Έκτορα το χέρι.
Το καλοσκέφτηκε ο Πηλείδης και διάταξε τον Έκτορα να λύσουν
κι αυτός πήρε τους φίλους του και στη λαμπρή άμαξα πήγαν
το βιός να ξεφορτώσουνε τ' αμέτρητο, φροντίζοντας ν' αφήσουν εκεί
χλαμύδες δυο βασιλικές κι ένα ακριβό χιτώνα για το νεκρό,
που οι δούλες σαν τον έλουσαν, τον μύρωσαν και τον ετοίμασαν,
ο ίδιος αυτός τον σήκωσε και τον απίθωσε στο νεκρικό κρεβάτι.
Ροδίζει στο πέλαγο η αυγή και ο εωθινός ψαλμός ξεσπάει στ’ αρμυρίκια,
ενώ στον κάμπο που απλώνεται μακριά μέχρι τα τείχη πέρα,
χέρια σπαρμένα κι άταφοι νεκροί κι η άμαξα η βασιλική που επιστρέφει
με τον ικέτη Πρίαμο στο φέγγος του πρωιού πονετικά να γέρνει
στου Έκτορα επάνω τ' άψυχο σαβανωμένο σώμα.
21-28/1/2021 & 1-3/2/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου