Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2020

ΧΑΡΤΗΣ 2 {ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2019}

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ''ΧΑΡΤΗΣ''. 

Francois Villon, "La vieille en regrettant le temps de sa jeunesse" (Les regrets de la belle haulmiere)

Group 245

Της όμορ­φης, που όπλα έναν και­ρό
που­λού­σε, σαν ν’ ακούω το θρή­νο τώ­ρα.
Κο­ρί­τσι νά ’ταν πά­λι δρο­σε­ρό,
έτσι εύ­χε­ται – και τού­τα λέ­ει τα λό­για:
«Αχ, γη­ρα­τειά, σκλη­ρό­καρ­δα, πι­κρά,
τι γρή­γο­ρα που μ’ έχε­τε γκρε­μί­σει!
Τι με κρα­τά­ει, τι; Αρ­κεί ένα χτύ­πη­μα
με το μα­χαί­ρι – και θα ’χω ξο­φλή­σει.

Μου πή­ρα­τε το υπέρ­τα­το προ­νό­μιο
 που η ομορ­φιά μού εί­χε εξα­σφα­λί­σει.
Γρα­φιάς, πα­πάς ή έμπο­ρος – αδιά­φο­ρο!
Αν άντρα απλώς τον εί­χα­τε γεν­νή­σει,
μου χά­ρι­ζε όσα πλού­τη εί­χε κερ­δί­σει
κι ας το με­τά­νιω­νε – αν του εί­χα κά­νει
τη χά­ρη και στα χέ­ρια του εί­χα αφή­σει
αυ­τό που αρ­νιού­νται τώ­ρα ώς κι οι ζη­τιά­νοι.

Σε πλή­θος άντρες το έχω αρ­νη­θεί.
Δεν ήταν κι η πιο έξυ­πνη ιδέα!
Αγό­ρι σκάρ­το εί­χα ερω­τευ­τεί
κι απλό­χε­ρα του έδι­να. Ωραία
ήταν να παί­ζω, σε πολ­λούς πα­ρέα
να τά­ζω· αλ­λ’ αυ­τόν τον αγα­πού­σα.
Βά­νυ­σος ήταν κι ήθε­λε από μέ­να
μο­νά­ζα όσα μά­ζευα και ζού­σα.

Κι αν με πο­δο­πα­τού­σε όμως, κι αν μ’ έδερ­νε,
για πά­ντα εγώ τον εί­χα αγα­πή­σει.
Στο πά­τω­μα με έρι­χνε και μ’ έσερ­νε – 
μα όταν φι­λιά ερ­χό­ταν να ζη­τή­σει,
τα εί­χα όλα αμέ­σως λσμο­νή­σει.
Μ’ όλη του τη κα­κία, την απλη­στία
μ’ αγκά­λια­ζε... Από σβέρ­κο εί­χα ψω­νί­σει!
Τι από­μει­νε; Η ντρο­πή κι η αμαρ­τία...

Τριά­ντα χρό­νια πά­νε πια που πέ­θα­νε.
Γριά έχω απο­μεί­νει, έχω ασπρί­σει.
Τα χρό­νια τα ωραία συλ­λο­γί­ζο­μαι,
ποια ήμουν και ποια έχω κα­τα­ντή­σει.
Ολό­γυ­μνη ο κα­θρέ­φτης μου αν με δεί­ξει,
αν δω πώς άλ­λα­ξα, πώς· τώ­ρα φαί­νο­μαι,
πώς το φτω­χό κορ­μί μου έχει στραγ­γί­ξει
και ζά­ρω­σε και έλιω­σε, τρα­λαί­νο­μαι.

Πού πή­γαν τα ξαν­θά μαλ­λιά, το λείο
το μέ­τω­πο, τα φρύ­δια τα γραμ­μέ­να,
το ευ­ρύ με­σό­φρυ­δο, το βλέμ­μα το όμορ­φο,
που ’πια­νε τα πιο έξυ­πνα που­λιά,
τ’ αυ­τά­κια, ζυ­για­σμέ­να και κομ­ψά,
η μύ­τη, ευ­θεία, τέ­λεια πλα­σμέ­νη,
το αυ­λά­κι στο πη­γού­νι, η κο­ντυ­λέ­νια,
 πάμ­φω­τη όψη, τ’ άλι­κα τα χεί­λη;

Οι ωραί­οι εκεί­νοι ώμοι, οι χυ­τοί,
τα μπρά­τσα τα μα­κριά, τ’ αβρά τα χέ­ρια,
ρό­γες μι­κρές, γο­φοί σω­στοί, στη­τοί,
κα­λά να πιά­νεις, όλα τους φτιαγ­μέ­να
ν’ αντέ­χου­νε την κλι­νο­πά­λη του έρω­τα,
κι εντέ­λει εκεί­νο εκεί το βου­να­λά­κι
σ’ αδρούς, γε­ρούς μη­ρούς να στέ­κει, υπέ­ρο­χα
κρυμ­μέ­νο στο πυ­κνό του το κη­πά­κι;

Koropoylhs

Ψα­ρά μαλ­λιά, ρυ­τί­δες, αχ! στο μέ­τω­πο,
 πε­σμέ­να φρύ­δια· έσβη­σαν τα μά­τια
που γέ­λα­γαν, κοι­τού­σαν στο σω­ρό
κι οι έμπο­ροι ήσαν ζώα λα­βω­μέ­να.
Μύ­τη κυρ­τή – πού πή­γε η τσαχ­πι­νιά;
Αυ­τιά που χνου­δια­σμέ­να έχουν κρε­μά­σει.
Ωχρή όψη, νε­κρή – άδεια­σε πια.
Πη­γού­νι, χεί­λη – φού­σκες που έχουν σκά­σει

Έτσι του αν­θρώ­που η ομορ­φιά τε­λειώ­νει.
Μπρά­τσα κο­ντά και χέ­ρια σκε­βρω­μέ­να
κι ώμοι ολό­τε­λα πια κου­φω­μέ­νοι.
Τα στή­θη – κοί­τα πό­σο ζα­ρω­μέ­να!
Οι ρό­γες κι οι γο­φοί – μια απ’ τα ίδια.
Το βου­να­λά­κι – άσ’ το! Κι οι μη­ροί
οι δύ­σμοι­ροι θυ­μί­ζου­νε λου­κά­νι­κα
που στο τσιγ­γέ­λι τά ’χουν αναρ­τή­σει.

Φτω­χές, κου­τές γριές, τ’ αλ­λο­τι­νά
τα χρό­νια έτσι τώ­ρα τα θρη­νού­με,
στο χώ­μα κα­θι­σμέ­νες ανα­κούρ­κου­δα.
Σω­ρό από κου­βα­ρά­κια σαν να φτιά­χνου­με
μπρος στη μι­κρή φω­τιά όπου ζε­σταιό­μα­στε – 
κα­λά­μια που λα­μπά­δια­σαν και σβή­σαν.
Μας θέ­λαν κά­πο­τε, όμορ­φες υπήρ­ξα­με...
Πο­λοί άλ­λοι και πολ­λές τα ίδια ζή­σαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)