Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Κυριακή 31 Μαΐου 2020

Χ.Μαλεβίτσης: Γ.Σεφέρης και Μ.Χαιντέγκερ

Χ.Μαλεβίτσης: Γ.Σεφέρης και Μ.Χαιντέγκερ
Στο δοκίμιο του «Η αινικτή ύλη της ποιήσεως του Σεφέρη» ο Χ.Μαλεβίτσης ερμηνεύει την ποίηση και τον λόγο του Γ.Σεφέρη χρησιμοποιώντας τον φιλοσοφικό λόγο του Μ.Χάιντεγκερ.
Η απευθείας ,δίχως μεσολαβήσεις, «ιδεαλιστικές» ή «υλιστικές», προσέγγιση του κόσμου βρίσκει εδραίο έδαφος όχι μόνο στον ποιητικό λόγο του Γ.Σεφέρη αλλά και στην υπεράσπιση της μοντέρνας ποίησης κατά τον εμβληματικό πλέον διάλογό του με τον Κ.Τσάτσο. Αν στον κατ’ εξοχήν φιλοσοφικό λόγο του Κ.Τσάτσου πρυτανεύει η σχολή από τον Πλάτωνα μέχρι τον Χέγκελ και τον Κάντ που ονομάστηκε ιδεαλισμός, όπως η υπεράσπιση της ελληνικότητας και η εναντίωση στον σκεπτικισμό στον Σεφέρη κυριαρχεί η πρωτογενή, αδιαμεσολάβητη προσέγγιση της πραγματικότητας, η υπεράσπιση του μοντερνισμού και η προσπάθεια να αποδείξει την κοινή αναφορά του με τις προτεραιότητες και τους τύπους αυτού που ο ίδιος ονομάτισε ως «ελληνικό ελληνισμό».
Ο Χ.Μαλεβίτσης διακρίνει ότι ο Γ.Σεφέρης παντρεύει με επιτυχία στοιχεία που λαμβάνει από άλλους δημιουργούς αλλά με την δική του πάντα προσωπική σφραγίδα: «ωστόσο το ότι ο Σεφέρης είναι γνήσιος και αυθεντικός ποιητής δεν χωράει αμφιβολία. Δεν πρέπει να λησμονούμε πως οι επιγαμίες ιθαγενών στοιχείων με ξενικά είναι κανόνας δημιουργικής εργασίας και όπου υπάρχει δημιουργία υπάρχει τέτοια επιγαμία. Διαφορετικά, η ιθαγενής τέχνη ακολουθώντας τον βιολογικό νόμο περιπίπτει στην στειρότητα και τέλος στον εκφυλισμό» .
Όμως η υιοθέτηση της φόρμας του μοντερνισμού συμβαδίζει με την ανάδειξη της σημασίας του ελληνισμού: «και αυτή η κρυφή γωνιά του σπιτιού του, που την έσκαβε συνεχώς ο Σεφέρης για να βρει τον θησαυρό του, ήταν ο Ερωτόκριτος, ο Μακρυγιάννης, ο Όμηρος. Αν ο Σεφέρης ονειρεύτηκε πως ο θησαυρός του ήταν κρυμμένος στην ελιοτική Μητρόπολη (όπου έγινε το φονικό), ο Έλιοτ του έδειξε πως κι αυτός ονειρεύτηκε στις ρίζες του στη Μεσόγειο. Η Ελλάδα μπορεί να τον πληγώνει τον Σεφέρη, ωστόσο είναι όλος Ελλάδα, όλος αρχαία Ελλάδα και μάλιστα αρχαϊκή» .
Ο Μαλεβίτσης, και σε αυτό το σημείο όπως και σε άλλα ακολουθεί την φιλοσοφία του Μ.Χάιντεγκερ .Βλέπει ότι σε ένα στάδιο της εξέλιξης του ελληνικού στοχασμού η «μορφή» εκτόπισε την «ύλη». Η τάση αυτή θα εξελιχθεί αργότερα σε «μορφομανία(φορμαλισμός) και ξέμεινε σκέτος σκελετός. Οπότε , αυτοί που ακόμη διατηρούν υγρασία μέσα τους σπεύδουν πίσω προς την «άμορφη» ύλη, την απλώς αινικτήριο, τη σάρκα του κόσμου» . Η τελευταία τάση εκπροσωπείται κυρίως από την μοντέρνα, την νεωτερική τέχνη «από την ποίηση ως τη μουσική και από τη ζωγραφική ως τη γλυπτική. Η πρώτη ύλη της ποιήσεως είναι η γλώσσα χωρίς τις «ιδέες», η υλικότητα της γλώσσας με τη γεύση της, το χρώμα της, τον ήχο της και την αινικτότητά της – ισχύει ότι είπαμε για τον αμφορέα. Αυτός είναι ο πραγματικός «υλισμός». Και αυτός ο υλισμός είναι αντίθετος προς τον «ιδεαλισμό». Ο λεγόμενος διαλεκτικός υλισμός δεν διαφέρει σε τίποτε από τον ιδεαλισμό- είναι και αυτός μια «ιδέα» περί της «μορφής» του κόσμου, είναι μια εκ του μακρόθεν θέαση» . Η νεότερη ποίηση, όπως αυτή του Γ.Σεφέρη «προσπάθησε να επαναφέρει την ένυλη παρουσία του ποιήματος σε ισοτιμία με τη μορφή» και όπου τα φυσικά στοιχεία που ξετυλίγονται «δεν τα οργανώνει η ιδέα, παρά η μεταξύ τους υλική συνάφεια» .
Ο Μαλεβίτσης συνδέει την ποίηση του Σεφέρη με την τέχνη και τον λόγο του Δ.Πικιώνη: «και ξέρουμε πως ο Πικιώνης εύρισκε ποίηση στο σκοτεινό και αγεωμέτρητο λιθάρι. Δεν τον ενδιέφερε η ιδέα του, που δεν υπήρχε, αλλά η ύλη του ως ύλη- όχι ως οικοδομική ύλη, διότι τότε θα έμπαινε στον γεωμετρικό κόσμο και εκεί θα αφανιζόταν. Στην εποχή μας, όπου όλα εντάσσονται σε συστήματα ιδεών, λησμονήθηκε το μυστήριο της παρουσίας της ύλης ως τοιαύτης. Λέγει ο Σεφέρης: «Σκέφτηκε κανείς να πει τη μοίρα ενός βουνού όπως κοιτάζει την παλάμη;» (Ποιήματα, σ.162)» .
Από τον Οδυσσέα στον Ελπήνορα, και από το φως στο φως, και από τις πέτρες στις πέτρες που βαστήξαμε όσο μπορούσαμε, αλλά βουλιάζοντας από το βάρος τους, ο Μαλεβίτσης ακολουθεί τα ίχνη ενός πολιτισμού – αρχαιότερου αλλά και πιο πρόσφατου αποτυπωμένα στον λόγο του Σεφέρη. Ο βηματισμός αυτός τον οδήγησε τελικά στους Προσωκρατικούς: «στην εποχή μας έγινε προσπάθεια επιστροφής στην κοσμοαντίληψη των προσωκρατικών. Νομίζω πως ο Heidegger είναι πιο κοντά τους. Διότι αυτός αρνήθηκε αποτελεσματικά την Πλατωνική και Αριστοτελική εννόηση της αλήθειας, ως συμφωνίας ιδέας και πράγματος. Κατά τον Heidegger, αλήθεια είναι η ανάδυση μέσα στην λήθη για την φανέρωση, για τον ερχομό στο φως αυτού που είναι στο σκότος» . Στην συνέχεια ο Μαλεβίτσης θα συνδέσει την σκέψη του Χάιντεγκερ με τον τρόπο του Σεφέρη: «μέριμνα ολόκληρης της ποιητικής προσπάθειας του Σεφέρη ήταν να κάνει τη γλώσσα να μιλήσει, με την έννοια που ο Heidegger αποδίδει στο:Die Sprache spricht. Δεν μιλάει ο άνθρωπος μιλάει η γλώσσα. Εδώ έγκειται και η πηγή της σκοτεινότητας της σεφερικής γλώσσας» . Η σεφερική ποίηση είναι η «κατάφαση του όντος «όπως είναι». Δηλαδή η ταυτότητα δεν επιτυγχάνεται ύστερα από την αναίρεση των αντιθέτων δια της αυξήσεως της κινήσεως, αλλά με την συναίρεση της δια της μειώσεως της κινήσεως, δια της επιστροφής στο «αυτό», που είναι πλήρες, άρα ακίνητο» .
Η ερμηνεία του Χ.Μαλεβίτση τελειώνει με την αναφορά στο σημείο του στοχασμού του Γ.Σεφέρη όπου η διάσταση του με τον ιδεαλισμό είναι αγεφύρωτη. Πρόκειται για τον εμβληματικό διάλογο του Κ.Τσάτσου με τον Γ.Σεφέρη: «ο διάλογος του Κ.Τσάτσου με τον Γ.Σεφέρη δεν κατέληξε σε κοινό συμπέρασμα, επειδή κυρίαρχη κατηγορία του πρώτου ήταν η ρητή ιδέα ενώ του δεύτερου κυρίαρχη κατηγορία ήταν η αινικτή ύλη. Πράγματα οντολογικώς ισόκυρα, αλλά και ασύμπτωτα, όπως πιστεύουμε πως καταδείξαμε στον παρόντα λόγο» .
Ο Χάιντεγκερ προσελκύστηκε, ίσως και θαμπώθηκε από την ποίηση του Χέντερλιν και του Γ.Τράκλ. Ο Μαλεβίτσης βρήκε ένα ποιητικό αντίστοιχο στον Σεφέρη ώστε να οδηγήσει τον στοχασμό εκεί που τον άφησαν οι Προσωκρατικοί. Η ερμηνεία αυτή δεν φιλοδοξεί, ούτε και ερμηνεύει το σύνολο του έργου του Γ.Σεφέρη. Όμως αναδεικνύει μια βασική του ροπή, μια κεντρική του κατεύθυνση που είναι όμως συγχρόνως ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό της τέχνης του μοντερνισμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)